Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη – Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα,Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. “Μάλιστα κύριε” (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα- Σύμφωνα με πρόσφατες μαρτυρίες ήταν το ψευδώνυμο του σπάνιου ραδιοφωνικού παραγωγού, Γιάννη Καλαμίτση)». Στις αρχές του 1992, δεν ένιωθε καλά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, πονούσαν τα κόκαλά του. Μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών. Τραγική ειρωνεία, την ίδια ημερομηνία (10 Μαρτίου) πέθανε και ο γιος του, Μιχάλης Ζαμπέτας, το 2008.
«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!» είπε ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος. Και σχεδόν τα είπε όλα.
Με αφορμή την επέτειο μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφική έκδοση που επιμελήθηκε ο Γιάννης Ξύδης: «Ο Ζαμπέτας ανοίγει το στόμα του!» (εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1989). Ο Γιώργος Ζαμπέτας ανατρέχει στο παρελθόν, στα παιδικά του χρόνια και θυμάται με συγκίνηση τα πρώτα ερεθίσματα και ακούσματά του.
Είχα ΨΩΝΙΟ με το μπουζούκι του γέρου μου…
ΕΓΩ, γουστάριζα να μάθω γράμματα, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να βοηθήσω και τον πατέρα μου, ο οποίος στο μεταξύ από αμαξάς είχε γίνει κουρέας.
Ο γέρος μου ήτανε ωραίος, ήτανε ξηγημένος, ήταν μπεσαλής, μάγκας με τα όλα του…
Στο ΜΑΓΑΖΙ, είχε κρεμασμένο ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.
Έπαιζε καλό μπουζούκι ο πατέρας μου, και τι μπουζούκι, όχι σαν το σημερινό και παραμύθια… Ευρωπαϊκό το λέγανε τότε. Με τέσσερις χορδές, όχι ανατολίτικο. Καμιά σχέση με τους αμανέδες, με τα αμανετζίδικα, με τα τσιφτετέλια κι έτσι.
Σαν ΜΑΘΗΤΗΣ, δεν μπορώ να πω πως ήμουν αριστούχος. Αυτό το λέω τ’ ομολογώ, δεν κάνω προβοκάτα… Δε γουστάριζα να ’μαι αριστούχος. Ήμουν μέτριος, προς το καλός. Χα! Χα! Χα!
ΠΗΓΑΙΝΑ λοιπόν κι εγώ στο μπαρμπέρικο και ξεσκόνιζα τους πελάτες, μου δίνανε τίποτα ψιλααά, τα ’βαζα στο κουμπαρά κι έκανα όνειρα και υπολογισμούς, τι θα κάνω μόλις συγκεντρώσω ένα μεγάλο ποσόν. Αλλά το ποσόν, δεν το συγκέντρωσα ΠΟΤΕ, διότι κατά κανονικά διαστήματα το περιεχόμενο του κουμπαρά ενίσχυε τα οικονομικά της φαμίλιας.
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ εκείνη, ναι μεν το σχολείο και τα παιδιά λέγανε ΠΟΙΗΜΑΤΑ, αλλά εγώ είχα ΨΩΝΙΟ με το μπουζούκι του γέρου μου.
Καμιά φορά, τύχαινε για τον γάμα ή δέλτα λόγο, να μην είναι στο μαγαζί, έπαιρνα μια καρέκλα, σκαρφάλωνα, κατέβαζα το μπουζούκι, κι έπαιζα!
Κάνα δυο φορές με είχε κάνει ΤΣΑΚΩΤΟ, πάνω που χαϊδολογούσα τις χορδές του.
- Ρε, τι κάνεις εκεί;
Εγώ, γινόμουν κόκκινος σαν την παπαρούνα.
- Μη σε ξαναδώ να το πιάσεις στα χέρια σου, γιατί θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα. Εντάξει, ξηγηθήκαμε;
– Ξηγηθήκαμε…
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ευκαιρία, που θα μ’ άφηνε μόνο μου στο μπαρμπέρικο, ξανά μανά τα ίδια.
Ήμουν δεν ήμουν τότε οχτώ χρονώνε… Καμιά φορά, μαζευόντουσαν και τίποτα άλλοι πιτσιρικάδες φίλοι μου έξω από το μαγαζί και μ’ ακούγανε, κι ήτανε να πούμε το πρώτο μου ακροατήριο… Μετά, παράταγα το μπουζούκι και τρέχαμε όλοι μαζί στις ΑΛΑΝΕΣ…
Άκουγα ΣΥΝΑΥΛΙΑ αηδόνια με βατράχια,. και… τρελαινόμουνα!
ΤΗ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ
Έτσι το λοιπόν, μεγαλώναμε εμείς τα παιδιά στις φτωχογειτονιές. Μέσα στις αλάνες και μέσα στη φύση. Φτιάχναμε και τίποτα μπάλες από κουρελόπανα, παίζαμε ποδόσφαιρο και κυλιόμαστε στο χώμα και φωνάζανε οι μανάδες μας που κοψομεσιαζόντουσαν πλένοντας στη ΣΚΑΦΗ, καθ’ ότι εκείνο τον καιρό, δεν είχαμε τα ηλεκτρικά πλυντήρια και τα ΣΟΥΠΑ και τα ΜΟΥΠΕΣ…
Με μένα όμως συνέβαινε, το ότι ο ΜΙΣΟΣ ήμουνα στις αλάνες με τα παιδιά κι ο άλλος ΜΙΣΟΣ στο κουρείο του πατέρα μου, με το ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ…
Με είχε ΜΑΓΕΨΕΙ, σου λέω.
Με παρακολουθείς; Το πιάνεις, αυτό που σου λέω;…
ΞΕΡΕΙΣ ποιοι ήτανε οι πρώτοι μου δάσκαλοι στο μπουζούκι; Ο βάτραχος και τ’ αηδόνι!…
ΝΑ σου πω, το πώς και το γιατί ο βάτραχος και το αηδόνι ήτανε εκείνα που προτιμούσα για δασκάλους…
ΔΟΥΛΕΥΑ σ’ ένα εργοστάσιο καλωδίων στην οδό Πειραιώς, νυχτερινή βάρδια, κι έτσι σχόλαγα πάνω στο ΧΑΡΑΜΑ που ο ουρανός έπαιρνε ένα ροζ-πορτοκαλί και ήταν και άνοιξη.
Έκανα τη διαδρομή ποδαρόδρομο, διότι πού να βρεθεί αυτοκίνητο. Άντε στη χάση και στη φέξη να πέρναγε κανένα γκαζοζέ, ή τίποτα γερμανοϊταλικό…
ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟ λοιπόν, αλλά όταν έφτανα στο Βοτανικό κήπο, τη ΨΩΝΙΖΑ… Άκουγα συναυλία αηδόνια με βατράχια και ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ… Να σκεφτείς, ότι έφευγα από το εργοστάσιο πιο νωρίς για να πάω ν’ ακούσω τη ΣΥΝΑΥΛΙΑ της φύσης.
Στο μεταξύ, εγώ γιατί ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ: Γιατί ερχόμουνα ολοταχώς στο σπίτι, να πάρω τους ήχους αυτούς, να τους βάλω απάνω στο μπουζούκι…
Τι να σου πω, ρε μάγκα… Μόνον όταν έχεις ακούσει συναυλία αηδονιών με βατράχους, καταλαβαίνεις. Παθαίνεις κάτι ΨΥΧΙΚΟ, σου λέω. Εγώ τ’ άκουγα με την ΨΥΧΗ, δεν τ’ άκουγα με τα ΑΥΤΙΑ. Κι αυτή τη μουσική τη μετακόμιζα στο μπουζούκι.
Το ’κανα για τη ψυχούλα μου…
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ και Άνοιξη, που φεύγουν τα πουλιά ή που έρχονται τα πουλιά, πιο πάνω από το σπίτι μου, στην οδό Σαλαμίνος 50. ήτανε δάσος με διάφορα δέντρα, πεύκα και σούπα, μούπες. Εκεί μέσα, ήτανε η ΜΑΓΕΙΑ, η καλύτερη και ωραιότερη συναυλία…
ΩΡΕΣ ολόκληρες αφιερωνόμουνα σ’ αυτά τα ακούσματα, κι όπως ήταν η ΒΙΟΜΑ μου το μπουζούκι, το ’παιρνα κι έκανα τη μουσική μου ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σ’ αυτό πού ’χαν πιάσει τ’ ΑΥΤΙΑ μου από τη φύση, τη πιάνεις τη δουλειά;
Ήμουνα πώς να σου δώσω να καταλάβεις, πολύ ΨΩΝΙΣΜΕΝΟΣ… Δεν σου το κρύβω, μπορεί να ’μουνα και… τρελός.
Τ’ ΑΚΟΥΓΑ, τα γουστάριζα, ψόφαγα… Εν τελευταία αναλύσει όλα αυτά, στο διάβα του χρόνου, τα άκουσα από κάτι Μπετόβεν, κι από κάτι τέτοιους που θεωρούνται ας πούμε κλασικοί, με συμφωνία άλφα, ενάτη συμφωνία, εβδόμη συμφωνία, πεντακόσα συμφωνία και τα παρόμοια…
ΡΕ ΠΑΙΔΑΚΙ μου, οι βατράχοι είναι μια πραγματική χορωδία κι όλοι τους ΚΑΛΛΙΦΩΝΟΙ… Ν’ ακούσεις τον ΨΗΛΟΝΙ που κάνει την αδύνατη φωνή, τον ΜΠΑΣΟ, τον ΤΕΝΟΡΟ, κι εκείνη την ώρα τσαντιζότανε τ’ αηδόνια κι αρχίναγαν και μένα μού ΣΗΚΩΝΟΤΑΝΕ η τρίχα μου…
Από κει μέσα, όλη την ύλη αυτή, τη μετακόμισα να πούμε στα χέρια μου, στο μπουζούκι μου και στη κιθάρα μου.
Τα πέρασα, όχι γιατί θα ’κανα εμπόριο με το μπουζούκι, να βγάλω λεφτά. ΟΧΙ, το ’κανα για τη ψυχούλα μου, αυτήνε ήθελα να ικανοποιήσω…
Η συνάντηση με τον Χατζιδάκι
«Μάντεψε ποιος ήρθε στο μαγαζί» είπε ο Ζαμπέτας μία μέρα στην γυναίκα του. «Ο Μανόλης ο Χατζιδάκις! Το φαντάζεσαι; Κάθησε σε ένα τραπέζι μόνος του και μας άκουσε πολύ προσεκτικά. Ξέρεις, αυτός έχει σπουδάσει μουσική, αλλά τώρα τον βλέπω να σπουδάζει την μπουζουκοκατάσταση και την μπουζουκοϊστορία. Μου φαίνεται πως μας γουστάρει πολύ!», λέει στο βιβλίο της «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» που έγραψε η Κατερίνα Ζαμπέτα για τον πατέρα της.
Κάπως έτσι ήρθε και η πρόταση να παίξει στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Ο Ζαμπέτας περιγράφει την πρώτη φορά που άκουσε στο πιάνο το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά»:
«Ε την άλλη μέρα να τ’ απόγευμα να πούμε, ξεκίνησα, πήγα με το μπουζούκι μου στο σπίτι του Μανόλη. Πάμε σε ένα σπίτι, Λεωφόρο Αμαλίας. Σ’ ένα σπίτι ψηλό, σ’ενα παλιό αρχοντικό, ανεβήκαμε απάνω “καλώς τον Γιώργο”, μου λέει ο Μανόλης. Πάμε μέσα, ήτανε πολλοί μαζεμένοι. Αλλά εμένανε με πήρε και μ’έβαλε μέσα εκεί που υπήρχε ένα πιάνο. Και κάθεται με το πιάνο, βγάζω και κι εγώ το μπουζούκι κι αρχινάει να παίζει. Και μου παίζει “Τα παιδιά του Πειραιά”. Αυτό ήτανε. Του λέω, κάτσε να το μάθω. Μία, δύο, τρεις να πούμε, το πέρασε, το παίζα. “Μπράβο ρε Μανόλη} του λέω. “Μπράβο ρε Μανόλη. Ωραίο πράγμα”, του λέω, “Πως έτσι; Σ’αρέσει;”μου λέει. “Τι λες ρε Μανόλη του λέω; εκατομμύρια δίσκοι!”. Το προαίσθημα ήταν προφητικό.»
Η απίστευτη διήγηση για τις Κάννες
Η πρώτη φορά, όμως, που του έγινε επίσημη βράβευση ήταν στη Γερμανία, στο Δημαρχείο του Ντόρτμουντ: «Πρώτη φορά με μεταλλώνουνε και μάλιστα σε ξένη χώρα». Η αλήθεια είναι ότι είχε παίξει πολλές φορές στη Γερμανία, σε διάφορες πόλεις. Έχει εμφανιστεί, επίσης, στο Albert Hall του Λονδίνου, σε σπίτι κροίσου στην Ελβετία, σε δεξιώσεις, σε νυχτερινά κέντρα, σε συναυλιακούς χώρους δεκάδων ευρωπαϊκών και αμερικανικών πόλεων. Είχε δυσαρεστηθεί, όμως, από την επίσκεψή του στο Γιοχάνσεσμπουργκ, λόγω του ρατσισμού που συνάντησε εκεί: «Άνθρωποι είναι και αυτοί, ρε», έλεγε, «δυο πόδια και δυο χέρια έχουνε. Επειδή έχουνε άλλο χρώμα; Και τι μ’ αυτό;».
Το σκάνδαλο Ζαμπέτοβιτς στο Βελιγράδι
Το 1968 η τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλας- την οποία ζήλευε η σύζυγος του Ζαμπέτα, Αργυρώ- ερμήνευσε το τραγούδι «Καράβι» και πήρε το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ στο Βελιγράδι. Η ίδια νόμιζε ότι το τραγούδι ανήκε στον τραγουδιστή Μίκι Γιαβρέμοβιτς, ο οποίος το είχε κλέψει από τον Ζαμπέτα. Ο γιουγκοσλαβικός Τύπος όμως το ανακάλυψε και ο Γιώργος Ζαμπέτας έγινε πρωτοσέλιδο.
Ο ίδιος αφηγείται το περιστατικό αποκαλύπτοντας ότι -όχι μόνο- δεν κυνήγησε τον τραγουδιστή αλλά στο τέλος του βάφτισε και το παιδί του: «Και με γράψανε οι βελιγραδινές εφημερίδες στη πρώτη σελίδα, στα Πολιτικά Εξπρές, και αυτός κλαιγόταν και έλεγε μπροστά Giorgie Zabetovits, Μiki Gevremopoulos, επειδή αυτός είχε κλέψει το δικό μου τραγούδι., Τελικά δεν δέχτηκα ότι το’χε κλέψει, γιατί ο ανθωπάκος αυτός, θα του παίρνανε το βραβείο και τα 25.000 που είχε πάρει από το βραβείο θα τον πετάγανε από τα ραδιόφωνα και από τις τηλεοράσεις. Κι εγώ δέχτηκα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάνει δικό του το τραγούδι και αυτός δέχτηκε να του βαφτίσω το παιδί» είχε πει ο Ζαμπέτας.
Η γυναίκα του και οι γυναίκες
Η Αργυρώ ή Ρούλα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε από μικρή κι έκαναν μαζί τρία παιδιά, λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο σαν τη μάνατζερ του Ζαμπέτα. Έβλεπε αν γραφόταν το όνομά του στις μαρκίζες, τον μάλωνε όταν η ίδια ένιωθε πως τον έριχναν αλλά και για τις σπατάλες του, τον πρόσεχε και τον ζήλευε πολύ.
Ήταν, όμως, λάτρης του γυναικείου φύλου, γενικότερα. «Θες το παίξιμό μου, θες η μαγκιά μου, μου την πέφτουνε», έλεγε περιπαικτικά. Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του Γιώργου Ζαμπέτα για την εμπειρία του στις Κάννες, όπου, με την αφορμή της βράβευσης για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», όπου συνάντησε «όλες τις Μπαρντό, τις Μονρόε και της Βουγιουκλάκες της εποχής. Τις φούχτωσα όλες. Και όχι μόνο τις φούχτωσα, μου κολλάγανε κιόλας».
Που σαι Θανάση…Μάλιστα κύριε
Το 1973 ηχογραφείται το τραγούδι Μάλιστα Κύριε, σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα, που τους είχε γράψει όσο βρισκόταν στη Γερμανία, από όπου και τους είχε στείλει στον Ζαμπέτα. Αυτός ήταν και ο λόγος που πρόσεξε ο Ζαμπέτας τον συγκεκριμένο φάκελο: «Βάστα, ρε, να πούμε. Ποιος ξέρει ποια τύχη και ποια μοίρα τον έριξε στο Μόναχο;». Τη φράση «Μάλιστα, κύριε» την προσέθεσε ο Ζαμπέτας, επειδή το τραγούδι χωρίς αυτήν του φαινόταν λειψό. Αποφάσισε, μάλιστα, να το πει ο ίδιος. Άλλωστε, το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε πολύ προσωπικό γι’ αυτόν, μοιάζει να το απηύθυνε, ουσιαστικά, στον ίδιο του τον εαυτό.
Κάπως έτσι προέκυψε και το «Πού ‘σαι, Θανάση», πάλι πίσω στο 1972. Το είχε γράψει κατά την απουσία του Ζαμπέτα στην Αμερική, επειδή του έλειπε. Για χάρη της ρίμας, όμως, δεν έβαλε το όνομα «Γιώργος». Ο Ζαμπέτας, μόλις έμαθε ότι ο αγαπημένος του φίλος και συνεργάτης είχε σβήσει, γύρισε άρον-άρον. Η μητέρα του Βασιλειάδη του έδωσε έναν φάκελο που είχε μέσα τους στίχους. Ο ένας υπήρξε το γούρι του άλλου, έτσι έλεγαν μεταξύ τους – «Ήθελα να σ’ αντάμωνα/η γρουσουζιά να σπάσει». Την ίδια κιόλας μέρα, ο Ζαμπέτας συνέθεσε τη μουσική και η κόρη του θυμάται ότι, στο τέλος, «το μπουζούκι γυάλιζε, υγραμένο από τα δάκρυα που είχαν στάξει στην ξύλινή του επιφάνεια».
Η τελευταία εμφάνισή του στη δισκογραφία με τα «Χίλια περιστέρια»
«Δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί. Έγραφε συνέχεια και έκανε και τότε κάποιους δίσκους που δεν έτυχαν της ανάλογης προβολής από τις εταιρίες. Θυμάμαι όταν είχε γράψει τα τραγούδια για τα «Χίλια περιστέρια» ήτανε ήδη άρρωστος και του είχανε πει από την εταιρία πως θα περνάγανε από το σπίτι να τα ακούσουνε, γιατί δεν ήτανε εύκολο πια να μετακινηθεί και τους περίμενε με πολύ αγωνία. Τότε είχανε κάνει και ένα βιντεάκι για το δίσκο και ήτανε στο νοσοκομείο και όλη την ώρα έψαχνε απεγνωσμένα τα κανάλια στην τηλεόραση να το δει. Όταν τελικά μετά από καιρό έτυχε να το δει μου είπε: Όταν πεθάνω αυτό το βίντεο θα βάλουν αλλά εγώ θα έχω πεθάνει… Και έτσι έγινε… Τα Χίλια περιστέρια ακούστηκαν πολύ όταν πέθανε και δεν πρόλαβε να τα χαρεί…» λέει η κόρη του Κατερίνα.
Ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο
«Πολλά τραγούδια μπορεί να ‘χουνε μέσα τους καλαμπούρι, αλλά, άμα τα προσέξεις, έχουνε και την πίκρα τους μέσα. Μέσα από την πλάκα και το μαύρο χιούμορ κρύβεται η πικρία. Εγώ κοροϊδεύοντας και βρίζοντας δεν απευθύνομαι μόνο σ’ αυτούς που με ακούνε, αλλά σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, στους βλάκες και ανεγκέφαλους, στους νεόπλουτους, στους τάχα μου και στους κυβερνώντες μας και σ’ όλα τα στραβά μας». Γιώργος Ζαμπέτας.