Home >> Αφιέρωμα >> «Το αιώνιο παράπονο»

«Το αιώνιο παράπονο»

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.

Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις.Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του.Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.

Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”.

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι…τρεις : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.

Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιός”(1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979).

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα” – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.

Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια, στην ηλικία των 69, κλείνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ρεμπέτικο και τη λαϊκή μουσική. Περίεργη σύμπτωση, καθώς η ημέρα του θανάτου του συνέπεσε με την ημέρα γέννησής του…

“Το βαπόρι απ’την Περσία”

Στις 8 Ιανουαρίου του 1977, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στο υπό κυπριακή σημαία μότορσιπ «Γκλόρια», το οποίο είχε αποπλεύσει από τη Βηρυτό του Λιβάνου, με προορισμό την Αμβέρσα ,11 τόνους κατεργασμένου χασίς. Η ποσότητα αυτή χασίς είχε κρυφτεί μεταξύ κεντημάτων και ήταν από τις μεγαλύτερες που κατασχέθηκαν ποτέ στα παγκόσμια χρονικά. Η είδηση έφτασε και στ’ αυτιά του σπουδαίου στιχουργού και συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος σύντομα δημιουργεί το πολύ γνωστό λαϊκό τραγούδι «Το βαπόρι από την Περσία».

Οι λιμενικές αρχές συνέλαβαν τον πλοίαρχο Νίκο Ξανθόπουλο και τους ναυτικούς του πλοίου, όλοι Έλληνες εκτός δύο που ήταν Τούρκοι υπήκοοι. Οι άντρες του λιμενικού έκαναν χρήση καπνογόνων προκειμένου να ξετρυπώσουν τους κρυμμένους ναυτικούς. Στο «Γκλόρια» εντοπίστηκαν επίσης δύο πιστόλια τύπου Μπράουνινγκ και 500 σφαίρες.

Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως αργότερα, ο πλοίαρχος του «Γκλορια», Νίκος Ξανθόπουλος ή «Κάπταιν Νικ», φέρεται να ήταν συνεργάτης των αμερικανικών υπηρεσιών δίωξης ναρκωτικών DEA, και η σύλληψη του «Γκλόρια» να ήταν «στημένη» υπόθεση -όπως επισημαίνει και ο Τσιτσάνης στο τραγούδι του – η οποία ήρθε σε πέρας σε συνεργασία με τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου. Οι αρχές φρόντιζαν ούτως ώστε η σύλληψη των φορτίων να γινόταν με αληθοφανή τρόπο, ούτως ώστε να μην εκτεθεί ο Κάπταιν Νικ και έτσι, τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του.

Το Υπουργείο Οικονομικών όρισε ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία 7.800.000 δρχ., από τα οποία Κάπταιν Νικ πήρε 1.500.000 δρχ. και τα υπόλοιπα μοιράστηκαν μεταξύ αξιωματικών.

«Η «Αρχόντισσα» είναι μια ερωτική ιστορία, που περιγράφεται πως γνώρισε κάποια στην Αθήνα που ήταν σπουδαία, αλλά ίσως και λίγο… μισότρελη, κι ότι κουράστηκε για να την αποκτήσει, ξεπατώθηκε, τρελάθηκε, αλλά την λατρεύει. Δεν είναι μασάλια (χαζομάρες). Η ποιότητα των στίχων είναι εκπληκτική. Και σκέψου ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης το έγραψε 23 χρονών! Νήπιο, δηλαδή. Είναι το ωραιότερο τραγούδι του. Η «Αρχόντισσα»! Είναι εκπληκτική! Ντίνος Χριστιανόπουλος

«Ο Τσιτσάνης πιστεύω ότι ήταν μία σπάνια μεγαλοφυϊα. Ενώ ήταν ένας απλός, κι ένας βλάχος, έκανε εκπληκτικά τραγούδια. Τα αγαπημένα μου τραγούδια του Τσιτσάνη είναι πολλά. Δεν μιλώ για την Συννεφιασμένη Κυριακή. Την έχω βαρεθεί πια, όλος ο κόσμος την πιπιλάει σαν καραμέλα και έχω την εντύπωση ότι είναι μέτριο τραγούδι… Υπάρχουν όμως, άλλα, κυρίως ερωτικά.

Όταν με ρωτούν «τι σας αρέσει πιο πολύ από τον Τσιτσάνη» εγώ τους απαντώ «Τα τρία Άλφα».
Τα τρία Άλφα, είναι τρία τραγούδια που η πρώτη τους λέξη αρχίζει από Άλφα: «Αρχόντισσα» ένα, «Αχάριστη» δύο, «Αθηναίϊσσα» τρία.
Δεν είναι μόνο αυτά, υπάρχουν και άλλα, αλλά αυτά μου αρέσουν περισσότερο. Η Αθηναίϊσσα μάλιστα είναι σε ρυθμό οριεντάλ, δηλαδή, αμφισβητούμενα ορθόδοξο ρεμπέτικο.

Δικτατορία Μεταξά- Κατοχή

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.

Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Εμφύλιος- λογοκρισία

Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».

«...τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, η φαντασία μου φτερούγισε παντού. Έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για τη λευτεριά, για την φτώχεια, για τον πόνο, για την αδικία, για την ελπίδα. Έγραψα και πόσα τραγούδια δεν έγραψα, για τη γυναίκα, για την ξενιτιά, για την εργατιά, για τη μάνα, για το ανικανοποίητο. Μουσική και λόγια, βγαλμένα από την καρδιά μου και παιγμένα απ’ τα χέρια μου και μιλημένα από μένα τον ίδιο, σαράντα χρόνια τώρα, πάνω στο σανίδι του πάλκου».

“H αριστοκρατία των Τρικάλων με κορόιδευε, γιατί ήμουν κακοντυμένος και έπαιζα μπουζούκι. Πολλές φορές με προσβάλανε και με κάνανε να ντρέπομαι πολύ. Εγώ όμως τους εκδικήθηκα με τις μετέπειτα επιτυχίες μου. Όλοι αυτοί που με κοροϊδεύανε τότε, έρχονταν στα κέντρα που δούλευα και πετάγανε τα πλούτη τους στα πόδια μου για ένα τραγούδι…”

Ο Τσιτσάνης «ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που ο φυσικός τους θάνατος δε βάζει τέλος στην ύπαρξή τους. (…) «ζει και βασιλεύει» στην καθημερινότητά μας. Τα τραγούδια του είναι και θα είναι στο στόμα ολωνών μας. Είτε στη θλίψη, στον καημό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρωτα, στο κέφι, στο γλέντι, στη χαρά μας. «Όταν έφτιαχνα ένα τραγούδι, ζούσα δυο ζωές. Μια όταν το έγραφα και μια όταν το έπαιζα στον κόσμο», έλεγε ο Τσιτσάνης . Έτσι και κάθε ρωμιός – σήμερα και για πάντα – όποτε λέει ένα τραγούδι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές. Και τη δική του και του Τσιτσάνη. Το έργο του Τσιτσάνη, κατά την άποψη σημαντικών μουσικολόγων αλλά και συνθετών, χρήζει και αξίζει – ιδιαίτερης, μέσα στο είδος του λαϊκού τραγουδιού – συστηματικής μελέτης».*

Με την κήρυξη του πολέμου «ο Τσιτσάνης επιστρατεύεται. Δίνει στη μάνα του φίλου του Γκανάτσου, την κυρ Αγγέλα, να του φυλάξει το μπουζούκι, «θά ‘ρθω να το πάρω μετά τον πόλεμο» της λέει και στις 30 Οκτώβρη φεύγει με το 20 Τάγμα Μηχανικών για την πρώτη γραμμή του μετώπου. Επιστρέφοντας από το μέτωπο, προβληματίζεται πού να κυνηγήσει το μεροκάματο. Επιλέγει να δουλέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου ελπίζοντας σε ένα κομμάτι ψωμί περιοδεύουν και αθηναϊκοί θίασοι, και γενικότερα σε μακεδονικές πόλεις.

Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια – ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε “αντιστασιακά ” έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».

Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, διηγείται: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ήταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Κάποια φορά, άνοιξη του ’44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανωμής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουνε. Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή. Μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Ολοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαρινιτζήδες και τα παίζανε μαζί. Ολοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη . Εγώ ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί, για. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Ετσι κι έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο “Ουζερί” για μια δυο μέρες».

Παραθέτουμε τον ύμνο του ΕΑΜ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:

«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».

Με την απελευθέρωση «ανάσανε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουργοί της λαϊκής μουσικής. Στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», οργάνου του Γραφείου της ΚΟ Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγγέλλεται: «Από σήμερα Σάββατο στην ταβέρνα “Τ’ Αμπέλι” παίζει ο Τσιτσάνης ». Η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε, δυστυχώς, πολύ. Οι ταγματαλήτες ξανακάνανε την τρομοκρατική εμφάνισή τους και στα λαϊκά μουσικομάγαζα της Θεσσαλονίκης. Το 1946 ο Τσιτσάνης αποφασίζει να κατεβεί, οριστικά, στην Αθήνα. Είναι, άλλωστε, ξακουστός. Αλλά και της Αθήνας τα μαγαζιά δεν τα αφήνουν σε ησυχία τα – πληρωμένα τώρα από την αγγλοκρατία και «εθνικόφρονα» – αποβράσματα.

Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που έγινε ένα βράδυ του 1949, στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού», όπου έπαιζαν ο Τσιτσάνης με τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο μαγαζί, βρίσκονται οι διαβόητοι Χίτες αδελφοί, Κατελαναίοι. Επιδείχνοντας τα όπλα τους, θορυβούν και ειρωνεύονται τη Σωτηρία Μπέλλου, την ώρα που τραγουδά. Εκείνη αντιδρά. Της φωνάζουν «Πες, μωρή παλιοκομμούνι το τραγούδι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώην αντάρτισσα του ΕΛΑΣ, απαντά δεν το ξέρω και αρχίζει να λέει το τραγούδι του Τσιτσάνη , γραμμένο το 1947, «Κάποια μάνα αναστενάζει» (και στη στροφή που το τραγούδι λέει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά» το παραφράζει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη Ικαριά»). Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Οι Χίτες την έβρισαν ελεεινά, τη χτύπησαν, της κουρέλιασαν τα ρούχα και αιμόφυρτη την πέταξαν στο πάτωμα της τουαλέτας. Η Μπέλλου έφυγε αιμόφυρτη. Κι ο Τζίμης είπε στην κομπανία «κοιτάξτε να βρείτε γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».

Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ανάμεσα στο ογκώδες συνθετικό και στιχουργικό έργο του Τσιτσάνη, περιλαμβάνονται και τραγούδια που εύγλωττα αλληγορούν, μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών. Τι άλλο από αλληγορία είναι το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948). Το τραγούδι και «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».

Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».

*Από τον Ριζοσπάστη, ορισμένα αποσπάσματα από το άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη (18/1/2004).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *