–Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι.
–Μήπως κοιμόμουν, όταν οι άλλοι υπέφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό ; Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον.
Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ’ όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο.
Καβάλα σ’ ένα τάφο και δύσκολη γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε.
Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας.
Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας.
Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άσ’ τον να κοιμηθεί.
Δεν μπορώ να συνεχίσω.
Τι είπα;
Περιμένοντας τον Γκοντό, Σάμουελ Μπέκετ, Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου