Ο Βαγγέλης Κορακάκης είναι ένας σύγχρονος λαϊκός ηχοπλάστης. Κάτι γεννιέται κάτι φτάνει και ριζώνει. Αυτές τις ημέρες κυκλοφόρησε η νέα μουσική και πνευματική εργασία του δημιουργού, από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Αποτελείται από 10 τραγούδια και 35 κείμενα. Σελίδες με σπαράγματα του βίου του, της πάλης του με τη λευκή σελίδα και τις ανησυχίες του ασυνείδητου υποσυνείδητου οι οποίες ξεπήδησαν, έλαβαν μορφή και έγιναν ιστορίες. Ενίοτε μυθολογικές, κάποτε φανταστικές κι άλλοτε τρομακτικά αληθινές. Όπως γράφει και ο ίδιος, “τόση φωτιά και όμως αντέχουμε και ζούμε”.
Εκεί που φίλησε ο σκαντζόχοιρος το φίδι έσταξε το πρώτο δάκρυ του καλοκαιριού
Μέσα στο βιβλίο σημειώνει ότι τον καθόρισε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Επιχειρεί την ταύτιση λόγου και μουσικής μακριά από τις δοσμένες λαϊκές φόρμες. Η έμμεση παραδοχή της στροφής στην ποιητική μυσταγωγία. Η τυραννία της προσπάθειας με το λόγο σκάβει το δρόμο του. Διαδρομή 30 ετών.
Κόπος και ταλαιπωρία ψυχής για τον ίδιο. Βαδίζει με συνέπεια στη σκάλα της ποίησης. Χωρίς τίποτε το μεγαλόσχημο. Ο τρωγλοδύτης φόβος. Η αρτηρία της καρδιάς στην πάλη με την εναντίωση της έκπτωσης σε ερπετό. Η οργή για το άδικο. Η ανδρεία εμπρός στο απρόσμενο θάρρος.
Για μένα η μεγάλη επανάσταση που θα κερδίσει είναι τα απλά πράγματα. Η απλότητα.
Από το μπουζούκι στην ταβέρνα του Μαρινάκη στην Καισαριανή μέχρι την καθοριστική για τον ίδιο σύνθεση του Μητσάκη. Από εκεί στον πρώτο σταθμό με τον Τάσο Σαμαρτζή και την απόπειρα “Στρατόπεδα και πλοία”.