Home >> Interviews >> Συνέντευξη με τη συγγραφέα Μαρία Λουκάκη

Συνέντευξη με τη συγγραφέα Μαρία Λουκάκη

Στην δεύτερη συνέντευξη της νέας μας κατηγορίας στην στήλη “Γωνιά του Βιβλίου” φιλοξενούμε τη Μαρία Λουκάκη, συγγραφέα του παιδικού βιβλίου “Μια φρουτιέρα ζαβολιές” των εκδόσεων Φυλάτος!

Απολαύστε την συνέντευξη που παραχώρησε στο “Out of the Box” και την Νίκη Συρίγου!

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράφει κανείς ένα παιδικό παραμύθι συγκριτικά, για παράδειγμα, μ’ ένα μυθιστόρημα ενηλίκων;

“Για την συγγραφή ενός παιδικού παραμυθιού, σίγουρα, απαιτείται μεγάλη προσοχή, διότι το κοινό, στ’ οποίο απευθύνεσαι, δεν είναι άλλο απ’ τα παιδιά που, για εμένα, είναι οι πιο αυστηροί κριτές. Επιπλέον, οι γονείς είναι εκείνοι που έχουν τον πρώτο λόγο, επομένως και το κείμενο και η εικονογράφηση θέλουν την καλύτερη δυνατή επαγγελματική επιμέλεια.

Ανάλογα την ηλικία των παιδιών, θα πρέπει να γίνει και η ανάλογη χρήση λέξεων και φράσεων. Ιδιαίτερα αν απευθύνεται σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Επιπλέον, η εικονογράφηση παίζει σπουδαίο ρόλο για τα οπτικά τους ερεθίσματα κι αυτό είναι ένα πρόσθετο κομμάτι, τ’ οποίο ο συγγραφέας χρειάζεται να φροντίσει σε συνεργασία με τον εικονογράφο.

Το μυθιστόρημα είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Επιπλέον, έχεις κι άλλο κοινό αναγνωστών. Σίγουρα, το μυθιστόρημα θεωρείται δυσκολότερο από θέμα έκτασης σελίδων και δομής.

Στο παραμύθι, απ’ την άλλη, θα πρέπει να υπάρχει ξεχωριστή μαεστρία στον λόγο, εφόσον ένας συγγραφέας παιδικού παραμυθιού καλείται να κλείσει, σε μόλις λίγες σελίδες, όλα τα νοήματα και τα μηνύματα που θέλει να περάσει στα παιδιά.

Εν κατακλείδι, θα ‘λεγα πως το κάθε είδος έχει τον δικό του βαθμό δυσκολίας και, προσωπικά, δεν θα μπορούσα να τα συγκρίνω.”.

Παιδικό παραμύθι και εικονογράφηση πάνε μαζί. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η συνεργασία συγγραφέα και εικονογράφου; Διαφωνούν; Συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον;

“Σίγουρα, για μένα, η συνεργασία μεταξύ συγγραφέα και εικονογράφου θα πρέπει να είναι άμεση. Και, σαφέστατα, θα πρέπει να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Να μπαίνουν ιδέες στο τραπέζι και να συζητιούνται. Αλλά εγώ μιλώ απ’ τη δική μου οπτική γωνία, καθώς δεν συνεργάστηκα με εικονογράφο του εκδοτικού, αλλά με μια φίλη μου ζωγράφο, την Γεωργία την Καψάλη, η οποία ανέλαβε να εμπλουτίσει το κείμενό μου με τα μαγικά της χέρια. Δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο! Επειδή την εικονογράφηση του παραμυθιού την είχα στο μυαλό μου ως χειροποίητη δουλειά, προτίμησα ν’ απευθυνθώ πρώτα σ’ εκείνη. Ήταν συνεργάσιμη, με πάθος για το έργο που τής είχα αναθέσει, καθώς αυτό που επιδιώξαμε -και νομίζω το πετύχαμε- ήταν το “δέσιμο” του κειμένου με τις εκφράσεις των ηρώων και τις κινήσεις τους. Αναφορικά με τις διαφωνίες, υπάρχουν παντού, αν και εμείς οι δύο, ευτυχώς, δεν είχαμε. Ο σκοπός είναι να υπάρχει καλή διάθεση κι απ’ τις δύο πλευρές, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή και να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που ν’ αναδεικνύει το περιεχόμενο του κειμένου.”.

Ποια μπορεί να είναι η αφορμή, για να γραφεί ένα παραμύθι;

“Νομίζω οτιδήποτε καθημερινό, αρκεί να είσαι παρατηρητικός και με περισσή φαντασία. Το παραμύθι μου, για παράδειγμα, είχε ως αφορμή ένα πιάτο που δέσποζε δεξιά μου μ’ ένα φρεσκοκομμένο αχλάδι! Επομένως, θεωρώ πως τα πάντα μπορούν να γίνουν η αφορμή για την συγγραφή ενός παιδικού βιβλίου, αλλά και κάθε βιβλίου. Ένας ήχος, ένας ξαφνικός κρότος, μια μελωδία, μια εικόνα, μια μυρωδιά, μια λέξη που θα σού κάνει “κλικ” και θα “ξεδιπλώσει” όλες τις υπόλοιπες.”.

Πώς βιώσατε την εμπειρία της συγγραφής της φρουτιέρας;

“Η συγγραφή του αρχικού κειμένου του βιβλίου, η βάση δηλαδή, μ’ αφορμή τον διαγωνισμό παραμυθιού και διηγήματος των εκδόσεων Ηλιαχτίδα 2020-2021, στον οποίο έλαβε μέρος και βραβεύτηκε, εν τέλει, ολοκληρώθηκε αμέσως. Αργότερα, συνεργαζόμενη με τις εκδόσεις Φυλάτος, το κείμενο αυξήθηκε σ’ αριθμό λέξεων κι εμπλουτίστηκε. Η εμπειρία, φυσικά, ήταν πολύ όμορφη. Όταν με την βοήθεια του λόγου δημιουργείς εικόνες, όταν απ’ τις αμέτρητες επαναλήψεις διαβάσματος, φτάνεις να θυμάσαι απ’ έξω το κείμενο, όταν καταφέρεις μ’ επιδεξιότητα να μιμηθείς τις φωνές των ηρώων σου κι όταν, εν κατακλείδι, με την εικονογράφηση δέσει το σύνολο, δεν έχεις παρά να νιώσεις ενθουσιασμό και περηφάνια για το εγχείρημά σου. Για ‘μένα η συγγραφή του παραμυθιού μου ήταν ένα ταξίδι γεμάτο αγάπη, πολλή δουλειά κι εστίαση στην λεπτομέρεια!”.

Το παραμύθι είναι ένας ωραίος κι έμμεσος τρόπος να επικοινωνήσουμε στα παιδιά αξίες. Πιστεύετε ότι θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζεται διαφορετικά απ’ το εκπαιδευτικό σύστημα και να εντάσσεται στην λεγόμενη “ύλη”;

“Μεγάλη κουβέντα αυτή. Προσωπικά, πιστεύω ότι ναι, το παραμύθι θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζεται διαφορετικά απ’ το εκπαιδευτικό σύστημα. Μα, δυστυχώς, δεν είναι στο χέρι μας. Ίσως και να “θεωρείται υποδεέστερο” συγκριτικά με τα μαθήματα που εντάσσονται αυτήν την στιγμή στην “ύλη” του Δημοτικού. Κι αυτό το λέω με βαριά καρδιά! Οι αξίες, όμως, που ορθώς αναφέρατε -για μένα αξίες ζωής και φλέγουσας σημασίας- δεν περνούν μέσα απ’ τα βιβλία της Γλώσσας. Από εκεί μαθαίνεις ορθογραφία και σύνταξη. Όχι την αξία της αγάπης, της διαφορετικότητας, της ενσυναίσθησης, της φιλίας και τόσων άλλων. Όλα αυτά τα περνούν οι δάσκαλοι, έπειτα, θαρρώ, από δική τους πρωτοβουλία.

Ωστόσο, στα πλαίσια φιλαναγνωσίας αλλά κι αναγνώρισης ενός βιβλίου και των μηνυμάτων του, θα μπορούσαν να γίνουν πολλά. Και κάτι που μού έρχεται στο νου τώρα, είναι να μπορούσαν τα παιδιά ενός σχολείου, αντί να πάνε μια μέρα εκδρομή, να οδηγούνται απ’ τους δασκάλους σε μια παρουσίαση βιβλίου. Και στην ίδια παρουσίαση να παρευρίσκονται, φυσικά, και οι γονείς. Πρόσφατα έμαθα, επίσης, κάτι που με χαροποίησε. Κάποια σχολεία, όχι όλα δυστυχώς, έχουν και ψυχολόγο. Τι πιο όμορφο, λοιπόν, να μπορούσαν να περαστούν οι αξίες ενός παραμυθιού στα παιδιά παρουσία αυτού τ’ ανθρώπου και, φυσικά, του συγγραφέα;”.

Πώς βιώνετε τις παρουσιάσεις και τις εκθέσεις βιβλίων; Σάς προσεγγίζουν μικρά παιδιά, συζητάτε;

“Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, δεν έχω καταφέρει να κάνω κάποια βιβλιοπαρουσίαση λόγω έλλειψης χρόνου. Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι τα παιδιά θ’ αγκαλιάσουν και θ’ αγαπήσουν το βιβλίο και θα χουμε μαζί την ευκαιρία να μιλήσουμε. Να γίνω κι εγώ παιδί μαζί τους! Μια πρώτη προσέγγιση, ωστόσο, που έγινε από μία μικρή μου αναγνώστρια, με συγκίνησε αλλά και μ’ εξέπληξε ευχάριστα. Ο λόγος της αλλά και οι εύστοχες απορίες της ήταν τόσο ωραία δομημένες!  Άρα, πιστεύω πως, εφόσον καταφέρω την πρώτη μου παρουσίαση, θα έχουμε πολλά κι όμορφα πράγματα να πούμε και ν’ αναλύσουμε!”.

Γενικά, πειραματίζεστε ανάμεσα στα είδη. Ποίηση, παραμύθι κι, απ’ όσο γνωρίζω, ετοιμάζετε κι ένα μυθιστόρημα ενηλίκων. Αρχικά, πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό και, έπειτα, πείτε μας, αν ένας συγγραφέας μπορεί ν’ ασχοληθεί μ’ όλα τα είδη γραφής ή αν σε κάποιο θα υστερεί και σ’ άλλο θα είναι καλύτερος.

“Ποίηση γράφω από κοριτσάκι, 16 χρόνων. Ήταν η πρώτη μου ανάγκη, για να εκφραστώ μέσα απ’ τον λόγο κι αυτή η ανάγκη παραμένει άσβεστη έως σήμερα. Το μυθιστόρημα ενηλίκων θ’ αργήσει, καθώς χρήζει μιας γενναίας επιμέλειας και κλείσιμο των τελευταίων κεφαλαίων, πράγμα που, φυσικά, απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, δεν θα ‘θελα ν’ αποκαλύψω κάτι άλλο σχετικά μ’ αυτό. Μόνο ότι έχει γεύση από Ελλάδα! 

Γι’ αυτό που αναφέρατε, κατά πόσο ένας συγγραφέας μπορεί ν’ ασχοληθεί μ’ όλα τα είδη γραφής ή όχι, θα σάς απαντήσω το εξής: Το παν για μένα είναι η δυναμική του λόγου του συγγραφέα και η γνώση που μπορεί απλόχερα να πάρει από πολλές πηγές, δωρεάν ή επί πληρωμή. Ο συγγραφέας δεν γράφει μόνο αλλά και διαβάζει, ενημερώνεται, έχει μάτια κι αυτιά ανοιχτά προς κάθε ερέθισμα. Δεν θα γράψεις ένα μυθιστόρημα (τυχαίο παράδειγμα αυτό), αν δεν ξέρεις πώς δομείται, αν δεν γνωρίζεις πώς να δημιουργήσεις αληθοφανείς διαλόγους και πώς να ζωντανέψεις τους ήρωές σου στο χαρτί δίνοντάς τους προσωπικότητα, ευαισθησίες, αδυναμίες και ούτω καθεξής. Είναι πολύ εύκολο να πλατειάσεις. Κι αν δεν ξέρεις πώς δομείται, θα πρέπει να μάθεις. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ όλα τα είδη γραφής. 

Κατά συνέπεια, πιστεύω πως ένας συγγραφέας μπορεί ν’ ασχοληθεί, αν θέλει, με περισσότερα από ένα είδη, εφόσον έχει φροντίσει, πρώτα, να πάρει την γνώση που απαιτείται. Επιπρόσθετα, να έχει φαντασία και να κάνει επιστάμενα έρευνα, αν υπάρχουν ιστορικά γεγονότα εντός του κειμένου, τα οποία χρειάζεται να διασταυρώσει ότι ισχύουν.  

Γι’ αυτό και δεν πιστεύω πως ένας συγγραφέας θα υστερεί σ’ ένα είδος, αν επιλέξει ν’ ασχολείται με περισσότερα από ένα. Ο λόγος που δεν τάσσομαι ως συγγραφέας παιδικών παραμυθιών ή συγγραφέας μυθιστορημάτων ή συγγραφέας θεατρικών έργων -γιατί και σ’ αυτό το είδος έχω πειραματιστεί, κατόπιν αμέτρητων ωρών διαβάσματος αποκτώντας βασική γνώση συγγραφής τέτοιων κειμένων και βραβεύτηκα- είναι γιατί νιώθω πως θέλω να ψάξω ποιο “μού κάνει” και ποιο μ’ εκφράζει περισσότερο.”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *