Ένα αφιέρωμα ξεκινά σήμερα για τις γυναίκες που κόσμησαν, με την εν συνόλω παρουσία τους, το ρεμπέτικο τραγούδι και αποτελούν μέχρι και σήμερα την απόδειξη της εξέλιξης του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Η αρχή γίνεται σήμερα με το Ρόζα ή “Ροζίτα” Εσκενάζυ (1890 – 1980).
Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη από γονείς Εβραίους, δέχθηκε σε νεαρή ηλικία την πρόταση ενός Τούρκου καταστηματάρχη να τραγουδήσει στο μαγαζί του. Η αντίδραση της οικογένειάς της και η εναντίωσή τους στο να γίνει η κόρη τους καλλιτέχνιδα της στέρησε την πρώτη της επαφή με το κοινό. Ο πατέρας της, Αβραάμ Σκιναζί ήταν παλιατζής και η μητέρα της Φλώρα, ασχολείτο με τα οικιακά. Παρόλο που η τραγουδίστρια δεν αποκάλυψε ποτέ την ηλικία της, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε μεταξύ 1895 και 1897. Η Σάρα είχε δύο αδέρφια, τον Νισίμ και τον Σάμη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον. Τότε ο πατέρας εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας βαμβακιού, κάνοντας παράλληλα κι άλλες δουλειές που θα ενίσχυαν την οικονομική του κατάσταση.
Η μικρή Σάρα διδάχτηκε γραφή και ανάγνωση από μια κοπέλα της γειτονιάς. Η παραμονή της όμως στη Θεσσαλονίκη δεν θα διαρκούσε για πολύ. Ο ένας μισθός αποδείχθηκε ανεπαρκής για την οικογένεια, με αποτέλεσμα η μητέρα να αναζητήσει την τύχη της σε άλλη πόλη. Πήρε τα παιδιά της και πήγε στην Κομοτηνή, όπου εργάστηκε ως υπηρέτρια σε σπίτι πλουσίων. Η Σάρα συνήθιζε να βοηθά τη μητέρα της στο συγύρισμα της πολυτελούς κατοικίας, τραγουδώντας παράλληλα τα αγαπημένα της μουσικά κομμάτια. Μια από αυτές τις ερμηνείες άκουσε ένας Τούρκος περαστικός, ιδιοκτήτης τοπικής ταβέρνας. Η φωνή της μικρής του άρεσε τόσο πολύ, που της ζήτησε να εμφανιστεί στο κέντρο του για να ψυχαγωγεί τους πελάτες. Η ιδέα δεν άρεσε καθόλου στη Φλώρα Σκιναζί και παρόλο που είχαν ανάγκη τα χρήματα, αρνήθηκαν την πρόταση για δουλειά.
Όταν η μητέρα της Σάρας συγκέντρωσε ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό, επέστρεψε με τα παιδιά της στη Θεσσαλονίκη, κοντά στον άντρα της. Το σπίτι που νοίκιασε εκεί η οικογένεια Σκιναζί βρισκόταν κοντά στο θερινό θέατρο Γκράντ Οτέλ. Η Σάρα θέλοντας να είναι σε επαφή με τις γυναίκες που έπαιρναν μέρος στις παραστάσεις, τις βοηθούσε μεταφέροντας τα ρούχα τους και κάνοντας μικροθελήματα. Στόχος της ήταν να βρεθεί και εκείνη κάποτε στη σκηνή, όπως και έγινε. Με τις γνωριμίες που απέκτησε κατάφερε να εμφανιστεί στο Γκραν Οτέλ ως χορεύτρια, λέγοντας που και που μερικά τραγούδια.
Έφηβη τότε ερωτεύτηκε έναν πλούσιο και μεγαλύτερο της άντρα, τον Γιάννη Ζαρντινίδη. Οι δυο τους κλέφτηκαν το 1913 επειδή οι οικογένειες τους δεν ενέκριναν αυτή τη σχέση. Την περίοδο εκείνη η νεαρή τραγουδίστρια άλλαξε το όνομα της σε Ρόζα Εσκενάζυ, με το οποίο έγινε γνωστή. Το 1917 ο Ζαρντινίδης πέθανε και η Ρόζα έμεινε χήρα με ένα μικρό παιδί, τον Παράσχο. Η επιθυμία της να κάνει καριέρα υπερίσχυσε του ρόλου της μητέρας και έτσι αποφάσισε να αφήσει το γιο της σε οικοτροφείο της Ξάνθης και να μετακομίσει στην Αθήνα.
Το 1924 μετοικίζει στην Αθήνα όπου και εργάζεται σε προσφυγικά μουσικά στέκια. Χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις της, η Ρόζα Εσκενάζυ βρήκε δουλειά σε καμπαρέ της Αθήνας ως χορεύτρια και τραγουδίστρια. Εκεί την ανακάλυψε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, ο οποίος την γνώρισε στον Βασίλη Τουμπακάρη της δισκογραφικής εταιρίας Columbia Records. Το 1928 έκανε τις δύο πρώτες της ηχογραφήσεις, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και το «Κόφτηνε Ελένη την Ελιά» που σημείωσαν επιτυχία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ακολούθησαν πολλά ακόμη τραγούδια, κάνοντας τη Ρόζα Εσκενάζυ βεντέτα της ρεμπέτικης μουσικής. Υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με την Columbia, σύμφωνα με το οποίο θα ηχογραφούσε 40 τραγούδια το χρόνο και θα λάμβανε ποσοστό 5% για κάθε δίσκο που πουλιόταν.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία ηχογραφεί περισσότερα από 500 ρεμπέτικα ενώ στην πορεία της είναι ευκρινής η επιρροή που δέχθηκε από τη συνύπαρξή της με κορυφαίους δημιουργούς της Σμύρνης και της Πόλης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Κώστα Σκαρβέλη, Ιάκωβο Μοντανάρη, Ιωάννη Δραγάτση (ή Ογδοντάκης), ο Κώστα Τζόβενο, Σπύρο Περιστέρη, Κώστα Καρίπη και Γρηγόρη Ασίκη.
Τα δημοφιλέστερα τραγούδια της: «Δημητρούλα», «Τα κεριά τα σπαρματσέτα», «Ναυτάκι», «Χαρικλάκι», «Κάτω στα λεμονάδικα», «Μπαμπέσα», «Καναρίνι μου γλυκό», «Αμανές», «Μπαμ και μπουμ», «Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ’ αρραβωνιαστώ», «Γύφτισσα», «Λιλή η σκανταλιάρα», «Σέρβικος πολίτικος», «Έλα φως μου», «Μού ‘χεις πάρει το μυαλό», «Αερόπλανο θα πάρω», «Πατρινιά», «Μαρικάκι μου», «Ελενίτσα μου», «Η Εβραιοπούλα» κ.ά.
Παράλληλα εμφανιζόταν σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, κερδίζοντας 200 δραχμές τη βραδιά. «Θα είχα γίνει πλουσιότερη μόνο και μόνο από τις εμφανίσεις μου, αλλά είχα αδυναμία στα ακριβά κοσμήματα και ξόδευα μεγάλο μέρος από το εισόδημα μου σε αυτά», εξομολογήθηκε έπειτα από χρόνια η τραγουδίστρια στον βιογράφο της Κώστα Χατζηδουλή.
Ούσα η πρώτη γυναίκα που ανέβηκε στο πάλκο και υπηρέτησε με πάθος το ξακουστό ρεμπέτικο του τεκέ, η μεταξική δικτατορία και η συνακόλουθη λογοκρισία εκπαραθύρωσε τη μεσοπολεμική γενιά του ρεμπέτικου βασιζόμενη στο ακόλουθο τραγούδι:
Προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έκανε περιοδείες στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, σε ένα ταξίδι αναζήτησης της ψυχής των ταπεινών ανθρώπων της εργατιάς αλλά και των εξαρτήσεων που αποκτούν εκείνοι για να απαλύνουν τους πόνους τους. Με την απροσδιόριστη ηλικία και με την 60χρονη καριέρα, συνδέθηκε εξ αρχής με το ρεμπέτικο. Αν και ερμήνευσε όλη τη γκάμα του ελληνικού τραγουδιού —από δημοτικό μέχρι ελαφρό— η έναρξη της καριέρας της σηματοδοτείται από την ακμή του ρεμπέτικου, του οποίου υπήρξε η βασική γυναικεία φωνή. Άψογη ερμηνεύτρια, με ύφος, τεχνική και πάθος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και πρότυπο όλων των μετέπειτα τραγουδιστριών. Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι: Το «Πρέζα όταν Πιεις» στάθηκε η αφορμή για την επιβολή της μεταξικής λογοκρισίας, που άνοιξε το δρόμο στη σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του μεσοπολέμου.
Μάλιστα, όταν το ’52 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη καταγράφηκε ως «άπατρις» στον κατάλογο του πλοίου. Συμβολικό, γιατί τελικά η Ρόζα Εσκενάζυ δεν ανήκε πουθενά, πατρίδα της ήταν όλη η Μεσόγειος.
Τη δεκαετία του 1970 η φήμη της αναζωπυρώθηκε ως συνέπεια της μαζικής εκ νέου «ανακάλυψης» του ρεμπέτικου. Παρέμεινε «μάχιμη» ως τα γεράματά της, διατηρώντας τις ωραίες ανατολίτικες φορεσιές της που είχε από τα νεανικά της χρόνια. Μετά το 1977 άρχισε να παθαίνει κρίσεις αμνησίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέμεινε καθηλωμένη στο σπίτι, ύστερα από ατύχημα στο οποίο έσπασε το γοφό της. Στις 2 Δεκεμβρίου 1980 απεβίωσε στην οικεία της στην Κηπούπολη του Περιστερίου, ενώ έπασχε από άνοια, σε ιδιωτική κλινική.