Home >> Αφιέρωμα >> Οι μεγάλες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου (Μέρος 3ο)

Οι μεγάλες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου (Μέρος 3ο)

“Η Μαρίκα Νίνου, δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής.” Μάνος Χατζιδάκις

Ο μύθος της έφυγε και πήρε μαζί και την εποχή. Νέα. Σαν άστρο εβασίλεψε, όπως είπε στην Ευαγγελία Μαργαρώνη που την επισκέφτηκε τελευταία. Η μόνη ρεμπέτισσα που παραδεχόταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έλεγε πάντα τα καλύτερα για τα τραγούδια της. Την ένιωθε κομμάτι του δικού του μουσικού κόσμου. Όταν έμεινε ορφανός από πατέρα, σε ηλικία 14 ετών, έκανε πολλές δουλειές για να συντηρήσει τη μητέρα και τα αδέρφια του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κοιμήθηκε στις αποβάθρες της Ομόνοιας.

Όταν δούλευαν τα μοτέρ, έμενε εκεί για τη ζέστη και επειδή δεν μπορούσε να πληρώνει εισιτήρια για τη Νέα Ιωνία. Ένα πρωινό Πρωτοχρονιάς, η Μαρίκα Νίνου έφτασε εκεί. Παραδίπλα από το τοπικό γαλακτοπωλείο είχε πάγκους με μπουγάτσες σε λαμαρίνες. Αλμυρές και γλυκές. Αγόρασε και μοίρασε σε 50 ανθρώπους οι οποίοι κοιμούνταν στις σκάλες του ηλεκτρικού. Ήταν μεγάλη ψυχούλα. Ο Καζαντζίδης έλεγε πως ο πόνος στη χροιά του ήταν από τη φωνή της Νίνου.

Η Ευαγγελία Αταμιάν, αρμενικής καταγωγής γεννήθηκε στην Πόλη το 1918, ενώ μία άλλη εκδοχή τοποθετεί τη γέννησή της στον Καύκασο. Τα παιδικά της χρόνια τα περνά στην Κοκκινιά.

Σε ηλικία 17 ετών παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, το Χάικ Μεσποριάν, με τον οποίο απέκτησε έναν υιό. Ο γάμος δε διαρκεί πολύ διότι το 1943 ένα σοβιετικό πλοίο καταφθάνει στο λιμάνι του Πειραιά με σκοπό να επιβιβάσει όσους Αρμένιους της Ελλάδας ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο σύζυγος, ανεβαίνει και η Ευαγγελία μένει μόνη.

 Το 1944 γνωρίζει το Νίνο Νικολαΐδη, ο οποίος ήταν ακροβάτης. Με παραίνεση της μητέρας του και για να τιμήσει την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη αλλάζει το όνομά της σε Μαρίκα. Με τη συμμετοχή και του γιου της συστήνουν το καλλιτεχνικό σχήμα ”ντούο Νίνο και μισό”!

 Ωστόσο το τραγούδι την ελκύει περισσότερο. Έτσι γίνεται θαμώνας στο νυχτερινό κέντρο Πιγκάλς με το Χιώτη και το Μητσάκη. ”Καλέ κύριε Μητσάκη, πες και στον κύριο Χιώτη να βγω να πω κι εγώ ένα τραγουδάκι.” λέει ένα βράδυ όλο νάζι στον Γιώργο Μητσάκη. ”Ρε Μανώλη, ας την αφήσουμε, που ’μαστε κουρασμένοι, να πει τίποτα κι αυτή.”προτείνει ο Μητσάκης στον Χιώτη. ”Α, μωρή πουτάνα. Τι να βγει να πει;’‘ λέει ο Χιώτης και η Μαρίκα Νίνου κάνει το ντεμπούτο της στη σκηνή του Πιγκάλς.

Τους αφήνει γρήγορα για χάρη του Στελλάκη Περπινιάδη και το οικογενειακό κέντρο Φλώριδα.

”Έμεινε κοντά μου επί πέντε συνεχείς μήνες και αφού έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς και όλα τα τραγούδια της εποχής, και επειδή ήταν άριστη στη δουλειά της, ζήτησε αύξηση, γιατί έπαιρνε μόνο 25 δραχμές μεροκάματο, την οποία αύξηση δεν της έδωσαν. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη ζητούν να πάει στου Τζίμη του Χοντρού, όπου εργαζόταν ο Τσιτσάνης, με μεροκάματο 90 δραχμές. Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, αλλά με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε’ εξομολογείται ο Περπινιάδης στην αυτοβιογραφία του.

Είναι Νοέμβριος του 1949 και ο στιχουργός Κώστας Κοφινιώτης κάνει μουσικό διαγωνισμό στο θέατρο ”Κεντρικόν”. Ο Τσιτσάνης κάνει μυστικές πρόβες με τη Νίνου και όταν την ημέρα του διαγωνισμού το νέο ντουέτο ανακοινώνεται, η Γεωργακοπούλου της χιμάει! Οι δυο τους πιάνονται στα χέρια. Ο κύβος, όμως, έχει ήδη ριφθεί… Η Μαρίκα Νίνου είναι η νέα – και απόλυτη – μούσα του Βασίλη Τσιτσάνη.

 

Στις 4 Δεκεμβρίου του ’49 ο Τζίμης δείχνει την πόρτα της εξόδου στη Γεωργακοπούλου και η Μαρίκα Νίνου στέφεται η νέα ”βασίλισσα” του ρεμπέτικου.

”Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου Τζίμη γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Η ουρά έφτανε μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Όταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια. Ήταν φοβερή. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει στους μαθητές στα θρανία.” θυμάται ο Βασίλης Τσιτσάνης.

Στα 31 της χρόνια τη χτυπάει ο καρκίνος. Καρκίνος στη μήτρα. Υποβάλεται σε εγχείριση. Αποφασίζει να φύγει για την Αμερική. Να το παλέψει. Του προτείνει να πάνε μαζί. Αρνείται. Ακούγεται σκληρό, αλλά εδώ και καιρό ό,τι τους ένωνε έχει τελειώσει οριστικά. Του ανακοινώνει το μυστικό της καθώς τρώνε σε μια ταβέρνα στην Πλάκα. Τίτλοι τέλους…

Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1954 και η Μαρίκα Νίνου φεύγει για την Αμερική. Δεν θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Δουλεύει. Υπογράφει συμβόλαιο με το κοσμικό κέντρο Βυζάντιον και τη δισκογραφική εταιρεία Liberty. Εκεί δισκογραφεί κι ένα τραγούδι, που μοιάζει με μήνυμα στον παλιό της αγαπημένο. Στον Βασίλη Τσιτσάνη. ”Πες μου αν με βαρέθηκες”, δια χειρός Μανώλη Χιώτη.

Επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα. Τραγουδάει παρά τους αφόρητους πόνους, Ξαναφεύγει για Αμερική. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει…Οι τραγουδίστριες Ρένα Ντάλια και Εύα Στυλ κάνουν έρανο στα μαγαζιά που εμφανίζονται για να καλύψουν τα έξοδα νοσηλείας της στην Αμερική. Ξέρει ότι θα πεθάνει. Επιστρέφει πίσω για να ρίξει αυλαία εδώ.

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, μετά από απίστευτη ταλαιπωρία και πόνο, η Μαρίκα Νίνου θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Συνολικά χάρισε τη φωνή της σε 170 τραγούδια με 8 χρόνια στα πάλκα και τη δισκογραφία. Για την ελληνική επικαιρότητα, η είδηση του θανάτου της ήταν καταγραφή στις μέσα σελίδες των εφημερίδων.

Ο Τσιτσάνης δεν θα πάει να τη δει ποτέ στο νοσοκομείο. Δεν θα πάει ούτε και στην κηδεία της. Ίσως, όμως, είναι αυτός που πονάει πιο πολύ απ’ όλους. Τέσσερα χρόνια μετά, με ένα τραγούδι του, που ερμηνεύει η Καίτη Γκρέυ, θα θρηνήσει τη μούσα του και τη μεγάλη αγαπημένη.

Ο Πάνος Γεραμάνης, εμπνευστής και δημιουργός των Λαϊκών Βάρδων, είχε γράψει για τη Μαρίκα Νίνου: Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα, εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του 1950. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *