“Θα υπάρχω ως μακρινή ανάμνηση, ως μια γνωριμία που προσέφερε ευκαιρία για κρίσεις, συγκρίσεις και παραδείγματα προς αποφυγήν. Ένας συμπαθής εφιάλτης! Ο Χορν -θα λες- Θεός σχωρέστον, ήταν υποφερτός, ανυπόφορος!”.
Μιλούσε και λες, πως από μέσα του έβγαιναν συννεφένια αερικά και κάθονταν μαζί μας στο σαλόνι, ο Ντον Ζουάν, ο Ερρίκος ο Δ’, ο Άμλετ, ο Τίμων ο Αθηναίος κι ο αγαπημένος του Τρελλός από τη “Δωδεκάτη Νύχτα”…
Πίστευε πως “το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το πιο ερημικό, εφήμερο. Πως όλοι οι εκτελεστές είναι φευγαλέοι”.
Συγκρουόταν συνέχεια με τις ανασφάλειες του. Ένας δημιουργός που αμφισβητούσε τον εαυτό του. Μετρούσε το μπόι του στην αναμέτρηση με έναν μονόλογο και έπαιζε με τους αργυραμοιβούς της εποχής του. Μπορούσε να μεταμορφώνει το συμβατικό ψέμα της τέχνης σε αλήθεια της ζωής. Γνώριζε τη μέθοδο της συναρπαστικής συνύπαρξης του ενστίκτου με την τεχνική, του αισθήματος με την σκέψη και της αναπαράστασης με την ενσάρκωση.
“Τα χρόνια που πέρασαν δεν μου έμαθαν τίποτε”, έλεγε. “Η ζωή είναι ένα τίποτε. Ούτε με δίδαξαν κάτι. Τα ίδια σφάλματα που έκανα μικρός, κάνω και τώρα.”
Σήμερα συμπληρώνονται 20 χρόνια από την αποδήμηση ένος από τους κορυφαίους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, του Δημήτρη Χορν (1921-1998). Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (νυν Εθνικού), όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1940, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα».
Ο Δημήτρης Χορν, πριν συγκροτήσει το δικό του θίασο μαζί με τη Μαίρη Αρώνη, εμφανίστηκε ως πρωταγωνιστής σε έργα όπως «Αλάτι και πιπέρι», «Η κυρία με τις καμέλιες». Το 1945 συνεργάζεται με τον θίασο Μελίνας Μερκούρη – Νίκου Χατζίσκου και στη συνέχεια επιστρέφει στο «Βασιλικό Θέατρο», ενώ την περίοδο 1946 – 1950 επέστρεψε στο «Βασιλικό Θέατρο».
Ύστερα από απουσία δύο ετών στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1953 γνωρίζει την Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους επισπεύδει το διαζύγιο της Λαμπέτη με τον Μάριο Πλωρίτη και μαζί γράφουν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκροτούν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα, όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι» και «Το παιχνίδι της Μοναξιάς». Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1959 και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο θεατρικό σανίδι.
Ο Δημήτρης Χορν, παρόλο που πρωταγωνίστησε μόνο σε λίγες ταινίες στον κινηματογράφο, άφησε πίσω του εξαιρετικές ερμηνείες, που φτάνουν μέχρι σήμερα («Κάλπικη λίρα» – 1954, «Μια ζωή την έχουμε» – 1955 , «Το κορίτσι με τα μαύρα» -1956).
Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 -1975, ενώ το 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η Πολιτεία του απένειμε το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
“Τα λόγια που δεν μπορείς ν’ αρθρώσεις, μοιάζουν πλούσια όταν δεν ηχούν”
Συνήθιζε να γράφει, κατά δική του ομολογία, καταπληκτικές ερωτικές επιστολές: «Τα μάτια δεν ψεύδονται ποτέ, απ’ τα μάτια κι απ’ τα λάθη καταλαβαίνεις τον άνθρωπο, το πληγωμένο εγώ είναι αφόρητο και σε καθιστά ευάλωτο. Πάντως, το προτιμώ από το να είμαι αναίσθητος».
«Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά! Μπορεί να έρθεις στο Παρίσι με την Ειρήνη, αλλά μάλλον δεν το βλέπω, έτσι θα έρθω εγώ κοντά σου το Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική το Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από κει ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ, αν πας στο Λονδίνο μετά την Αμερική θα πάω κι εγώ, θα ‘θελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα…» Εντίθ Πιάφ.