Home >> Αφιέρωμα >> Ποιος το ξέρει;

Ποιος το ξέρει;

Το πασίγνωστο και αγαπημένο “Ποιος το ξέρει” του Μίμη Πλέσσα και του Κώστα Πρετεντέρη με τη φωνή του Δημήτρη Χορν από τα πρώτα χρόνια του 1960 και 45αρι δισκάκι της εποχής, παρμένο από θεατρική παράσταση αλλά και από την ταινία Μέρες του Οκτώβρη. Θα μπορούσαμε να χαράξουμε με το διαβήτη τις αποστάσεις για το πολύπλευρο ταλέντο του Μίμη Πλέσσα ο οποίος με τη δύναμη της ομορφιάς, όπως η πείνα και η επιθυμία, συνόδευσε την περιπέτειά του στον κόσμο της μουσικής. Πριν από αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό, το ανθρώπινο γένος είχε μετατρέψει σε φλάουτα τα κόκαλα των πτηνών, είχε τρυπήσει κοχύλια για να φτιάξει περιδέραια και είχε δημιουργήσει χρώματα ανακατεύοντας γη, αίμα, σκόνη από πέτρες και χυμούς φρούτων για να ομορφύνει τις σπηλιές του και για να μετατρέψει το ίδιο του το κορμί σε ζωγραφικό πίνακα.

Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1924. Στην Αθήνα, με το πατρικό του να είναι απέναντι από το Μουσείο. Μεγάλωσε σε αστικό σπίτι. Είχε λατρεία στη μητέρα του. Καθόταν στο πιάνο και σκάλιζε όσα άκουγε. Το έκανε με φυσικότητα από την ηλικία των έξι χρόνων. Η τζαζ γέμιζε το σπίτι και την καρδιά του. Όταν άκουσε το κομμάτι “η ζωή δεν μου χαμογελάει ποτέ“, κλασικό της σκηνής και της εποχής, αποφάσισε να μάθει πιάνο. Όμως, τις σπουδές του τις διέκοψε ο θάνατος της γιαγιάς του. Επί έξι μήνες στο εσωτερικό του οικήματος επικρατούσε το πένθος και τα λευκά σεντόνια τα οποία κάλυπταν τα πάντα. Απόλυτη σιγή.

Μετά από τέσσερα χρόνια, σε ηλικία δέκα ετών μεταφέρει τα ακούσματα από το παίξιμο του Σουγιούλ ή από τα Παναθήναια των ετών 1935-37. Ο πατέρας του αγαπούσε την όπερα και κάθε τόσο σφύριζε άριες. Η ευχή του ήταν να μην γίνει ο γιος του μουσικάντης. Τον προόριζε για επιστήμονα. Όπως και συνέβη. Μάλιστα, έφτασε στην Αμερική και έκανε ανώτατες σπουδές στη Φυσική. Κάποιο βράδυ, παίζοντας μουσική, κερδίζει υποτροφία για το πανεπιστήμιο της Μινεσότα το 1950.

Η οικογένειά του εμπορευόταν καπέλα. Το 1946 η επιχείρηση είχε καταστραφεί. Ήταν τότε που προπολεμικά, οι βιοτέχνες προσπάθησαν να γίνουν βιομήχανοι και διαδοχικά οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών λεηλάτησαν τα πάντα. Έμειναν μόνον κάποιοι τοίχοι με σφαίρες. Ο νεαρός Μίμης αργούσε να γυρίσει στο σπίτι. Ο πατέρας ανησυχούσε διότι ουδείς δεν του έλεγε ότι εργαζόταν ως πιανίστας, γιατί θα πέθαινε από μαράζι. Ο νέος ζούσε την οικογένειά του.

Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, από τους μεγαλύτερους αρχιμουσικούς της εποχής του τον πήρε στην ορχήστρα του, παρότι δεν γνώριζε μουσική. Με την τρομπέτα από δίπλα και τις χαρακτηριστικές νότες της αρμονίας τον έμαθε να παίζει αμερικάνικους, αργεντίνικους, βραζιλιάνικους ρυθμούς. Από καθιερωμένο πρόγραμμα έως ρουμάνικα και ελληνικά παραδοσιακά. Το 1952 γράφει το πρώτο του τραγούδι με παρότρυνση του συγγραφέα Νίκου Φατσέα. Συνθέτει: Με τον έρωτα παρέα θέλω ποτέ να μην χωρίσουμε.

Όπως σημείωνε ο Μίμης Πλέσσας, κατάφερε να παίξει με μουσικούς που ούτε το φανταζόταν και του σηκωνόταν η τρίχα και ένιωθε την τέχνη της μουσικής να καταφέρνει το αγαθό της ανθρώπινης επικοινωνίας σε Βέλγιο, Ιαπωνία, Λιθουανία, Νότια Αφρική κλπ ή με τους μεγάλους τζαζίστες. Μετά από πέντε ώρες συνδημιουργίας με τους κολοσσούς, ένας στράφηκε προς εκείνον και του είπε: “Ρε συ Δημήτρη είσαι σίγουρος ότι δεν είχες πρόγονο μαύρο;”. Ήταν από τα πιο σημαντικά κοπλιμέντα που του έκαναν ποτέ!

Μόλις πήρε το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο πίστεψε ότι μπορεί να κάνει καριέρα στον ακαδημαϊκό χώρο. Έπρεπε να γυρίσει από την Αμερική. Ο πατέρας του ήταν άρρωστος και η αδερφή του ήταν μονάχη. Από την έρευνα σε εξειδικευμένους τομείς βρέθηκε να βάφει τσόχες σε εργοστάσιο. Τον έσωσε το ραδιόφωνο. Έκανε εκπομπές στο μέσο και έκανε προσπάθεια να κάνει την επιστήμη του έργο. Συντηρούσε κι άλλες οικογένειες εκτός της δικής του. Κάποια στιγμή έπρεπε να επιλέξει. Ντρεπόταν να γράψει μουσική και να ακολουθήσει τα μονότονα ιδιώματα της πατρίδας και έτσι, τα πρώτα χρόνια ήταν αποκλειστικά εκτελεστής πολυφωνικής μουσικής. Όταν συνδύασε τα δύο είδη καταξιώθηκε στη συνείδηση του εγχώριου ακροατηρίου.

Ο τροβαδούρος, ο λαϊκός βάρδος, ο τραγουδοποιός γράφει τραγούδια που χαρακτηρίζουν μιαν εποχή. Αυτός, όμως, που είναι συνθέτης γράφει τραγούδια που είναι διαχρονικά. Θα παίζονται χωρίς να χαρακτηρίζουν την εποχή. Θα χαρακτηρίζουν κάθε φορά την εκτέλεση εκείνης της στιγμής. Ο Δρόμος δεν έβγαλε καμία επιτυχία. Έβγαλε 12 τραγούδια που σαν ενορχήστρωση επηρέασαν τους νέους. Οι αρετές ενός δημιουργού είναι να αφήσει κάποια κατάλοιπα που να κυνηγηθούν και να δώσουν αφετηρίες για τους νέους που θα ακολουθήσουν δρόμους, όχι πατημένους αλλά φωτισμένους, για να πάνε παρακάτω. 

Η πρώτη του δουλειά τού απέφερε το φανταστικό ποσό των 50 δραχμών μεροκάματο! Στην Αρτζεντίνα. Ζούσαν 13 οικογένειες με αυτά τα λεφτά. Η Δανάη τον έβγαλε στο ραδιόφωνο. Τον άκουσε να παίζει Αττίκ και Γιαννίδη, Χαιρόπουλο και Σουγιούλ. Τον προσκάλεσε να δώσει ακρόαση στη Ραδιοφωνία. Όταν έφτασε η ώρα, κάποιος από την ορχήστρα κλειδώνει τα δύο πιάνα και ξεκουρδίζει το τρίτο. Αναγκάζεται και παίζει μισό τόνο επάνω. Αντί να αγγίζει στα άσπρα πλήκτρα τοποθετούσε τα δάκτυλα σε όλα τα μαύρα, χωρίς να αντιμετωπίσει δυσκολία. Το 1939 έγινε ο πρώτος σολίστας της ελληνικής ραδιοφωνίας. Από το 1939-1946 παίζει σε καθεστώς ημιπαρανομίας καθότι ενώ ήταν κατοχή, εκείνος έπαιζε αμερικάνικα κομμάτια. Δήλωνε, για να περάσει τη λογοκρισία, τα αμερικάνικα τραγούδια με υποτιθέμενους Ισπανούς στιχουργούς. Ήταν, στα 17 του, με τα κοντά παντελόνια, μια μορφή αντίδρασης.

Τη δεκαετία του 1950 συναντάει τη Ζωίτσα Κουρούκλη με το μοντέρνο ρεπερτόριο, τη Γιοβάννα με την καταξιωμένη φωνή που περίμενε επτά χρόνια για να καθιερωθεί. Το ίδιο και η Νάνα Μούσχουρη. Η τελευταία ήταν διαφορετική από τα καλέκτυπα των τραγουδιστριών της εποχής. Την κατηγορούσαν για το ύφος, τις ξύλινες, ίσιες και σύγχρονες ερμηνείες της και λάμβαναν τηλέφωνα που ζητούσαν να κοπεί αυτή η γάτα!

Ωστόσο, από το 1957 και μετά, ο Μάνος Χατζιδάκις εγκαταλείπει τη φωλιά του Κουν και του Εθνικού Θεάτρου και ο Πλέσσας γράφει τα πρώτα λαϊκά. Μάλιστα, τα παιδιά του Τσιτσάνη λένε στον πατέρα τους να γράψει όπως ο Πλέσσας! Ήθελε να βγάλει νέες φωνές χωρίς να καβαλήσει το κύμα των ήδη γνωστών, όπως για παράδειγμα τον Μπιθικώτση, τη Μοσχολιού. Πολλά από τα τραγούδια εκείνα, της δεύτερης προβολής, χάθηκαν στα δισκάκια των 45 στροφών.

Το λαϊκό τραγούδι είναι μεγάλη υπόθεση και δεν μπορώ να το πιάσω στο στόμα μου. Γιατί το λαϊκό τραγούδι είναι εκείνο που αντικατέστησε, για κοινωνικούς λόγους, το δημοτικό τραγούδι. Η καταπίεση από τα ρουμάνια και τις ράχες πέρασε στις πόλεις. Τα μεράκια της καθημερινότητας πέρασαν σε ένα άλλο ηχόχρωμα. Το λαϊκό. Ή εκείνα που απευθύνονται σε κάποια συναισθήματα συνθηματολογημένα. Τα κακίζω γιατί φταίμε εμείς που δεν έχουμε σταθερό στίγμα για να κρατήσουμε την ποιότητα του τραγουδιού.

Θέλαμε να φύγουν οι βρωμοπόδαροι που μας κυβερνούσαν και να σκεφτόμαστε ανοιχτά. Περιμέναμε ξημερώσει η Κυριακή. Κρατούσαμε τη σκέψη μας ορθή. Ήταν εύκολη εποχή και μαυρισμένη. Αν είχες κάποιες αλήθειες να πεις και δεν τις έλεγες κραυγαλέα, ο κόσμος σε αγκάλιαζε και σε πολλά σημαντικά τραγούδια την εποχή της επταετούς δικτατορίας, η αμεσότητα τους έκανε τον κόσμο να μας δώσει τα μπράβο του. Έγινα ρετρό του εαυτού μου. Άλλοι ερωτεύτηκαν με τα τραγούδια μου, άλλοι πολέμησαν, άλλοι μέσα στο Πολυτεχνείο ατσάλωσαν και δεν τα πρόδωσα όλα αυτά γιατί δεν τα έκανα λάβαρο. 

Μελετάω τους αλγορίθμους. Την καινούργια γλώσσα της μουσικής. Μέσω της πληροφορικής μετατρέπω τον ήχο σε ένα ψήγμα ηλεκτρικό. Το παίρνω και το διαβάζω και μπορώ να το αποθηκεύσω και να μεταφέρω τον ήχο. Δουλεύω με την ψηφιακή τεχνολογία. 

Δεν έκανα τίποτα που να μην το ερωτεύομαι φανατικά. Πέρασα τα χρόνια μου γεμάτα έρωτα!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *