Ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη επιθυμία, αξία, δύναμη, φιλοσοφία. Για τον Γκαίτε, οτιδήποτε κι αν μας προσφέρεται σαν μύθος ή σαν αλήθεια, αν δεν δένεται με τον έρωτα είναι σαν τον πύργο της Βαβέλ. Στην αρχαιότητα, υπάρχει το Συμπόσιο του Πλάτωνος, Περί Έρωτος. Στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα ο οποίος κέρδισε το πρώτο βραβείο, κλήθηκαν να γιορτάσουν, ο Φαίδρος, ο Φαίδων, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης. Ο Φαίδων λέει ότι ο Έρωτας είναι ο γηραιότερος των θεών διότι κανένας από τους ποιητές δεν έχει αναφέρει τους γονείς του.
Ο Παυσανίας αντιτείνει ότι γεννήθηκε την ίδια ημέρα με την Αφροδίτη. Όμως, υπάρχουν δύο Αφροδίτες. Η ουράνιος και η πάνδημος. Η τελευταία είναι η “καψούρα“. Ο πρώτος είναι ο ωραίος και φέρνει την ειρήνη στον κόσμο. Ενώ αντίθετα, ο άλλος είναι ο σαρκικός έρωτας. Αργότερα, ο Σωκράτης μιλώντας με τη Διοτίμα, αναφέρει ότι στη γέννηση της Αφροδίτης, οι θεοί επάνω στο γλέντι τους, αγνόησαν την Πενία που πήγε να ζητιανέψει. Εκεί, αυτή πλάγιασε με τον Πόρο, που ήταν μεθυσμένος στους κήπους του Δία, βρέθηκαν μαζί και τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα του ποθητού.
Το 2005 η Καίτη Γκρέυ κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της. Μέσα στο βιβλίο, από τις εκδόσεις Άγκυρα, μάς εξιστορεί τη μυθική ζωή της αλλά και το πώς γράφτηκαν ορισμένα από τα τραγούδια που ερμήνευσε. “Τα ξένα χέρια” είναι ένα καθαρά αυτοβιογραφικό άσμα. Το περιοδικό Ντόμινο, μέσω της αρχισυντάκτριας του, ζητούσε επίμονα να κυκλοφορήσουν σε συνέχειες στο περιοδικό, ιστορίες από τη ζωή της Γκρέυ. Κάθε εβδομάδα υπήρχε ένα απόσπασμα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, διαβάζοντας το, της τηλεφωνεί και της λέει: ” Καιτούλι, έχω γράψει τραγούδι για τη ζωή σου, θέλω να έρθεις να το ακούσεις”. Πήγε στο δημιουργό, το άκουσε και της άρεσε. Μάλιστα, ακούστηκε και στην ταινία Ορφανή στα χέρια, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού. Ο κόσμος πήγαινε στο σινεμά και συνέκρινε την ταινία με την ιστορία που γραφόταν στο περιοδικό, δημιουργώντας χαμό! Την ίδια εποχή, ο Τόλης Βοσκόπουλος της είχε γράψει τραγούδι με τίτλο: Τα κοκαλιάρικα χέρια!
Φωνή γεμάτη ευαισθησία με ύψος ανδρικών τόνων. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο γιους. Το Φίλιππο και το Βασίλη. Γεννήθηκε στη Σάμο, στις 14/5/1924. Οι γονείς της την ονόμασαν Αθανασία. Είχε τρία αδέρφια. Σε σύντομο χρονικό διάστημα υιοθετήθηκε από την οικογένεια Καλαϊτζή και μεγάλωσε στα Ταμπούρια του Πειραιά. Μιλούσε με μεγάλη αγάπη για τους θετούς γονείς της. Τις Κυριακές ο πατέρας της την έπαιρνε στις πλάτες και έκαναν βόλτες. Μια Κυριακή τον έφεραν δύο άντρες. Ήταν νεκρός. Του είχαν φράξει οι πνεύμονες. Δούλευε στα τσιμέντα. Η μητέρα της έπλενε πιάτα. Με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα. Η μικρή, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σχολείο.
Λίγα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε η πραγματική της μητέρα, ήταν μια κούκλα. Συγκινήθηκε. Της αποκάλυψε ότι ήταν, πλέον, χήρα, και της ζήτησε να γυρίσει σπίτι και να παίξει με τα αδέρφια της. Η μικρή Κική πήγε και βρέθηκε σε σύγχυση διότι δεν ήξερε ποια ήταν η πραγματική της οικογένεια. Εφόδια για να ξεκινήσει μια νέα ζωή.
Στη ζωή μου δεν έπεσαν πέτρες καθώς κυλούσε η ζωή. Πέσανε κοτρόνες. Αλλά τα ξεπέρασα όλα. Δόξα τω Θεώ. Δούλευα στις ελιές και έπαιρνα 30 δραχμές. Ήθελα να δουλέψω σε ένα σπίτι, να πιάσω κάποια λεφτά. Το είπε σε μια φίλη της και εκείνη τη σύστησε στην οικογένεια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μια μέρα του έκανε Ιμάμ Μπαϊλντί και μαγεύτηκε. Έδωσε εντολή, στο εξής μονάχα η Καιτούλα να μαγειρεύει. Τα βράδια δεν έτρωγε το αυγό το οποίο ήταν το φαγητό για να το φυλάξει για το μωρό της.. Έφυγε από εκεί όταν κάποιο μέλος της οικογένειας την εξευτέλισε για ένα βρεγμένο φόρεμα ενώ πότιζε στον κήπο.
Από μικρή αγαπούσε και θαύμαζε τον Τζίμη Μακούλη. Μια μέρα, καταφέρνει και πηγαίνει να τον δει, πίνοντας λεμονάδα. Εκεί ένας άγνωστος της προτείνει να γίνει χορεύτρια στο θέατρο. Αν και αρχικά αρνείται, η φιλενάδα της, πατάει το πόδι κάτω από το τραπέζι και πείθεται. Αργότερα, στο θέατρο Περοκέ, ξεκινάει γυμναστική και με παρότρυνση του θεατράνθρωπου Μεταξά, αρχίζει να τραγουδάει ευρωπαϊκούς ρυθμούς.
Στη ζωή κάποιος άλλος πρέπει να μας ανοίξει τις πόρτες. Ωστόσο, τίποτε δεν χάνεται αν έχεις ταλέντο. Εγώ έπαιξα στο θέατρο τη Γκόλφω. Ο γαμπρός της, δεν την άφησε να φύγει στο εξωτερικό με το θίασο, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία, δεισιδαιμονίες της εποχής, ότι τάχα, πουλούσαν τις γυναίκες μόλις έβγαιναν από τα σύνορα. Λίγο μετά, πηγαίνει στην Πάτρα να δουλέψει σε αναψυκτήριο. Λίγο πριν φύγει, τη βαφτίζουν Καίτη Γκρέυ. Παράλληλα, κάνει και εκπομπή με ευρωπαϊκή ορχήστρα στο ραδιόφωνο και συνεχίζει σε νέο αναψυκτήριο στον Πύργο. Ο Μακούλης της μάθαινε αγγλικά και ιταλικά. Πρωταγωνιστεί σε ταινία, κάνοντας τη μαθήτρια. Η Ρίτα Τσάκωνα της ζητάει να την ακολουθήσει στα μπουλούκια. Εκεί, έπαιξε τη Γκόλφω.
Δεν είχε τρακ. Ό,τι της έλεγαν το έπραττε. Αγαπούσε πολύ το θέατρο. Τις Δευτέρες δεν έκανε ρεπό γιατί έπαιζε για τις φίλες της. Κάποια στιγμή, την κοπανάει από τα μπουλούκια. Μπαίνει σε πλοίο από το Λεωνίδιο και γυρίζει στον Πειραιά. Τότε, η φήμη των μπουζουκιών ήταν κακή λόγω της μαγκιάς. Η Γκρέυ επειδή, όπως έλεγε ήταν πουριτανή, δεν ήθελε να πάει. Στο Αττικόν συναντάει τον Άκη Πάνο, τον Λαουτάρη και το Χρηστάκη. Ζητάει να την πληρώσουν και όχι να κάνει δοκιμαστικό. Από την πρώτη πρόβα την αποθεώνουν και ο Άκης Πάνου, υποκλίνεται στο ταλέντο της. Της πετούσαν χαρτούρες. Πολλά λεφτά! Την πλησιάζει ο Λουκάς Νταράλας και της δίνει το νέο τραγούδι που είχε γράψει. Το βουνό.
Με τον Καζαντζίδη ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Εκείνος ήταν στα μουλάρια, σε δυσμενείς υπηρεσίες στο στρατό… Είχε ένα διοικητή, κακό άνθρωπο που δεν του έδινε άδεια. Η Γκρέυ συναντάει τον Κοτούλια στο καφενεδάκι στο οποίο έτρωγε μαζί με άλλους αξιωματικούς. Φτάνει με ταξί, κατεβαίνει και πηγαίνει σε αυτόν. Συστήνεται. Όλοι τους σηκώνονται όρθιοι. Τον πείθει, με τη βοήθεια του υποδιοικητή, να πάρει άδεια και μάλιστα να γυρίσει την επόμενη, μετά το προσκλητήριο. Ο Καζαντζίδης δεν το πιστεύει. Της λέει χαρακτηριστικά: Αφού κατάφερες να πάρεις άδεια, και μάλιστα τέτοια ώρα, εσύ δεν είσαι γυναίκα. Είσαι διάολος!
Με τη Βάσω, τελευταία σύζυγο του Καζαντζίδη αλλά και τη μητέρα του, Γεσθημανή, προτού πεθάνει, είχαν άριστη σχέση. Τελευταία τους συνάντηση ήταν στη Νεράιδα. Το τραγούδι που της αφιέρωνε ήταν το: Αχ θα με φάει μια στενοχώρια που ζούμε χώρια (Μια Στεναχώρια). Η μητέρα του δεν ήθελε ο γιος να φύγει από το σπίτι. Η ζωή του καλλιτέχνη δεν είναι μόνο δικιά του, τόνιζε με στόμφο.
Υπάρχουν ψυχές που αγοράζονται με τα χρήματα και άλλες που δεν εξαγοράζονται. Στην Τριάνα του Χειλά, ενώ δούλευε, την πλησιάζει ο μετρ και της μεταφέρει μήνυμα ενός εφοπλιστή. Της έδινε όσα θέλει για να πάει μαζί του… Εκείνη αγριεύει και του λέει να τα βάλει εκεί που ξέρει. Ο εφοπλιστής καταλαβαίνει τη ντομπροσύνη της, ενθουσιάζεται και κάθε φορά που επισκέπτεται το μαγαζί παρά τη συνοδεία όμορφων γυναικών, στέλνει όλα τα λουλούδια στη Γκρέυ!
Με το Μανώλη Αγγελόπουλο έκανε μεγάλες δισκογραφικές επιτυχίες και επιπλέον, δούλεψαν και σε πολλά νυχτερινά μαγαζιά. Ένα βράδυ, τραγουδούν το παρακάτω. Μαζεύονται πολλοί Ρομά και το χορεύουν μαζί με μία μαϊμού! Τότε, ο τραγουδιστής γυρίζει και της λέει ότι θα γίνει τεράστια επιτυχία!
Συμβουλεύει τους νέους ανθρώπους να πάρουν τον καλό δρόμο. Η μητέρα της τη συμβούλευε πως για μια γυναίκα το πρώτο σκαλοπάτι της καθόδου είναι δύσκολο. Εύκολα κατεβαίνεις όλα τα υπόλοιπα και είναι εξαιρετικά δύσκολο τα ανεβαίνεις πάλι. Από εννέα χρονών είχε μάθει να μαγειρεύει όλα τα φαγιά! Ο άνθρωπος πρέπει να τα ζει όλα. Αν ζυγίσω τις καλές και τις κακές στιγμές της ζωής μου, νομίζω ότι οι πιο πολλές είναι καλές. Έπειτα, όταν βγήκα στο τραγούδι ο κόσμος με αγάπησε…έως και την Αυστραλία. Κουράστηκα αλλά πέρασα πολύ ωραία. Ο Έλληνας του εξωτερικού έχει μείνει με τα παλιά ακούσματα. Του αρέσει να ακούω τα τσάμικα, τα καλαματιανά, όλα τα παλιά!
Από τη ζωή μου θα ήθελα να αλλάξω την παιδική μου ηλικία. Δεν θα ήθελα να ξαναπεράσω όσα πέρασα στη Σάμο. Πάντως, πιστεύω ότι είχα μεγάλη δύναμη και εξακολουθώ να έχω. Πολλοί μου λένε, βρε Καίτη, όταν ανεβαίνεις στην πίστα νομίζουμε ότι είσαι κάποια άλλη από αυτή που ξέρουμε. Τόση δύναμη έχω στο τραγούδι, στην πίστα, στη σκηνή. Σε όλα. Όλοι οι παλιοί είχαν γνωρίζει τη φτώχεια, την ανέχεια. Είχανε βιώματα.