Έγραφε ο Κώστας Καρυωτάκης πως:
“Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη.
Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο, θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια.
Παιδί, ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μού ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα, επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε – κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, μ’ ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι απ’ την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, κι άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά.
Όλα τ’ άλλα -ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, τ’ ανοιχτό πέλαγος- ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.”.
Διάβασα τούτους τους στίχους του Έλληνα ποιητή και, κάπου, ταυτίστηκα.
Θες η νησιωτική καταγωγή; Θες που έχω την τύχη το σπίτι μου να είναι τόσο κοντά στην παραλία που μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά ακούω τους παφλασμούς, τα νανουρίσματα, ενίοτε, και τα παράπονά της;
Το “Λιμάνι του Πασά” είναι, κατά κάποιο τρόπο, το “δικό μου λιμάνι”. Το “Λιμάνι του Πασά” είναι η παραλία της Ποσειδωνίας του Σουνίου. Πρόκειται για μια αμμώδη ακτή ιδιαιτέρου κάλλους, μήκους, περίπου, 500 μέτρων.
Παρακάτω μπορείτε να πάρετε μια γεύση του “επίγειου παραδείσου” όπου, ακόμη, και με μια, μονάχα, βόλτα κάθε πρόβλημα μπορεί να ταξιδέψει λίγο μακρύτερα…