Όχι! Δε θα σε δικάσουν οι δικαστές. Εγώ θα σε δικάσω. «Πού πας, με μαχαίρωσες και φεύγεις;», και συ δεν απάντησες. Αλλά εμένα μου χρωστας μια απάντηση. Και η ερώτηση δεν είναι άλλη από…«γιατί»;
Δεν με νοίαζει πως σε βάφτισαν. Το όνομα σου είναι Δολοφονος. Δε θέλω να ορκιστείς. Δεν αναγνωρίζω τον ισόθεο σου, τον φύρερ. Θέλω μόνο μια απάντηση. Ειρωνία! Το παρατσούκλι του, ξέρεις, σήμαινε «δολοφόνος του παρελθόντος» και τα έφερε έτσι που βρέθηκες εσυ, ένα φάντασμα του παρελθόντος, για να τον δολοφονησεις τελικά. Θέλω την απάντηση μου.
Ήταν 3 το βράδυ. Πολύς κόσμος γύρω, μα κανένας δεν μου μίλαγε. Μόνο με κοίταζαν. Μπήκα στον θάλαμο με το φως αυτό το ψυχρό, το απόκοσμο, που φωτίζει το πέρασμα που σε οδηγεί από τη ζωή στο θάνατο, μην τυχόν και χάσεις τον δρόμο και του ξεφύγεις. Προσπάθησα να τον ζεστάνω, να φύγουμε, να σηκωθεί, να φύγουμε, να φύγουμε από εκεί μέσα. Κοιμόταν.
Κι εσυ Δολοφόνε που θέλησες να τον τρομάξεις, στο λέω εγώ η μάνα του ότι δεν τα κατάφερες. Σαν να το είχε προαίσθημα. Το είχε γράψει. Το είχε τραγουδήσει.
«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα /Με λένε Παύλο Φύσσα κι είμαι από τον Περαία / Έλληνας μ’ ό,τι συνάδει αυτό – όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη / Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη / με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη / Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα».
Εμένα ξέρεις Δολοφόνε το γένος μου είναι Καραϊσκάκη και είμαι εγώ αυτή που του τα έραψα στην πλάτη. Σαν άγγελος που είχε μαζέψει τα φτερά του κοιμόταν. Τον ρώτησα τι έγινε. Τον παρακάλεσα να μου πει. Τον ικέτευσα να μάθω. Αλλά ούτε εκείνος μου μίλησε. Για αυτό… γι’αυτό την απαντήση που αναζητώ οφείλεις να μου την δώσεις εσύ Δολοφόνε.
Περίμενα να δω τα έντερα έξω. Είδα μόνο δυο γάζες στο ύψος του στήθους. Αλλά βέβαια… εσύ δεν είσαι φονιάς. Είσαι Δολοφόνος. Φονεύεις με δόλο. Και στο δίδαξαν αυτό στα τάγματα θανάτου που σε εκπαίδευσαν. Και έμαθες να υπακούς στην εντολή «ότι κινείται σφάζεται». Κι έκανες την εξάσκηση σου επί 70+ χρόνια σε άτυχα κορμιά που κινήθηκαν στο διάβα σου, χωρίς κανένας να μιλήσει για αυτό και να σε τιμωρήσει. Κι εκείνο το βράδυ έτυχε ο γιος μου να είναι ο επόμενος.
Επαγγελματικό το χτύπημα είπε ο γιατρός. Μπήγεις το μαχαίρι με ορμή, το στρίβεις με οργή και το τραβάς. Και ύστερα 4 λεπτά είναι αρκετά για να δώσουν τέλος σε 34 χρόνια. Μα σαν να το ξερε σου λέω… σαν να το ξερε. «Πώς να χωρέσουν όλα αυτά μέσα σε τέσσερα λεπτά. Τριάντα χρόνια ήταν αυτά και ήταν δυνατά. Πού να χωρέσω τόσο πόνο τόση βία», σιγοτραγούδαγε λίγο πριν… Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πες μου! Πώς ένιωσες όταν το ατσάλι του κρύου μαχαιριού σου, τράνταξε ο χτύπος μιας ανυπότακτης καρδιάς; Δώσε μου επιτέλους μια απάντηση…
Κατέβασε όμως το βλέμμα σου εκεί που του αρμόζει. Τ’ακούς; Εμένα δεν θα τολμάς να με κοιτάς. Τ’ακούς; Το ανάστημα μου μου είναι πολύ ψηλό για να χωρέσει στα μάτια σου. Τ’ακούς;
Εκείνος δεν με άκουσε. «Μου τα έλεγε η μάνα μου, γαμώ την πουτάνα μου, να τα προσέχω τα μεγάλα τα πλάνα μου», έλεγε. Δεν με άκουσε, αλλά ακόμα κι αν ήρθαν έτσι τα πράγματα… καλά έκανε. Ήταν φίλος με τους ανθρώπους κι όχι με τα κτήνη. Ένιωθε ευθύνη απέναντι στο είδος του, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στον εαυτό του. Και αντιστάθηκε. Έκανε το αντάρτικο του με μόνα όπλα του τις νότες, για να περισώσει όπως μπορεί το ύψιστο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης: την αγάπη. Ήθελε να τα ζήσει όλα και γρήγορα. Όταν τον είχα ρωτήσει γιατί… μου είχε πει ότι φοβόταν μην πεθάνει νέος και δεν προλάβει. Κι εγώ όμως φοβόμουν. Κάθε πρωί που έκλεινα την πόρτα αυτό που ζήταγα ήταν να την ξανανοίξουμε και οι 4 μας το βράδυ. Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πές μου πως θα ζήσουμε εμείς τώρα χωρίς εκείνος να βάλει τα κλειδιά ξανά στην πόρτα. Χωρίς να ακούσουμε ξανά τα βήματα του. Δώσε μου μια γαμημένη απάντηση.
Στο σπίτι μου ήρθες εσύ χωρίς να σε καλέσω. Άλλοι σε στείλανε. Σου βάλανε ένα μαχαίρι στην τσέπη και σε στείλανε. Άνανδρα! 60 εναντίον ενός. Ήρθες στο σπίτι μου και δολοφόνησες το παιδί μου! Έτσι απλά! Έτσι απλά… Και όταν βρήκαν το μαχαίρι στον τόπο του εγκλήματος, εκείνο δεν είχε μόνο τα αποτυπώματα σου πάνω. Είχε τα δικά σου, αλλά και τα δακτυλικά αποτυπώματα των 426.025 που ψήφισαν σημειώνοντας την επιλογή τους με έναν αγκυλωτό σταυρό. Τον ίδιο σταυρό με τον οποίο βρωμίσατε το μνημείο του παιδιού μου, πριν καν εκείνο σαραντίσει. Γιατί δεν είστε απλοί δολοφόνοι Δολοφόνε. Είστε αμετανόητοι ναζιστές. Τα απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Η σπορά των ηττημένων. Κι εξήγησε μου μόνο αυτό… Πώς; Πώς γίνεται ο παππούς σου να ήταν πρόσφυγας, ο πατέρας σου μετανάστης, κι εσύ να έγινες φασίστας; Απάντησε μου επιτέλους ρε καθίκι…
Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες» έγραψαν κάποιοι στον τόιχο απέναντι από το παράθυρο μου. Χαμογελάς; Έχεις το θράσσος και χαμογελάς; «Δεν θα φύγω απο τη ζωή αυτή αν δεν σε κρεμάσω, απόβρασμα της κοινωνίας. Αν δεν σου κόψω το λαρύγγι». Όχι όμως δεν θα σου κάνω τη χάρη. Αν σε κρεμάσω θα σε λυτρώσω. Και εσένα Δολοφόνε σου αρμόζει τιμωρία. Και η μόνη τιμωρία που έχει αξία είναι να καταλάβεις και να πληρώνεις καθημερινά για τον πόνο που προκάλεσες. Όσο κι αν πας να ξεφύγεις απο αυτό που έκανες, θα με βρίσκεις μπροστά σου. Θα σε πάρω μαζί μου στην κόλαση που με έστειλες. Θα σε στοιχειώσω και θα παλεύω με νύχια και με δόντια κάθε μέρα, να ζήσω κι άλλη μία, και μία επιπλέον… Γιατί έχω ιερό σκοπό Δολοφόνε. Έχω χρέος να σε καταδικάζω μέχρι να βγει η τελευταία μου αναπνοή και να γλιτώνω μέχρι και τα αγέννητα παιδιά του κόσμου από εσένα.
Και θέλω να σε ρωτήσω κι ένα τελευταίο πράγμα Δολοφόνε. Εσένα και όλους τους δολοφόνους του κόσμου… Τι μάνα σας γέννησε; Τι μάνα σας μεγάλωσε;
Εγώ τον γέννησα στα 18. Μαζί μεγαλώσαμε. Αλλά τώρα έμεινα πίσω μόνη. Τον φίλησα το προηγούμενο απόγευμα, τον χαιρέτισα και είπαμε ότι θα πιούμε το πρωί τον καφέ μας στο μπαλκόνι. Και Δολοφόνε εγώ κάθε πρωί φτιάχνω δυο φλιτζάνια ξέρεις. Και πίνουμε τον καφέ μας, γελάμε και λέμε τα νεα μας. Εγώ και ότι μου άφησες πίσω…
Εγώ και μία φωτογραφία του γιου μου…
Επιστολή προς τον τύπο της Μάγδας Φύσσα
Από το efsyn.gr