Αν δεν μιλήσεις εσύ,
αν δεν μιλήσω εγώ,
αν δεν μιλήσουμε όλοι εμείς -για λογαριασμό τους-
τότε ποιος;
Τέσσερις τοίχοι. Τέσσερις άσπροι τοίχοι. Τέσσερις ψυχροί άσπροι τοίχοι. Είναι ξεφλουδισμένοι. Ολόκληρα κομμάτια των τεσσάρων αυτών τοίχων έχουν ξεκολλήσει. Και, αν προσέξεις, ψηλά σ’ αυτούς, μπορείς να δεις ολόκληρα μαύρα σημάδια, μαύρα μπαλώματα, φανερό σημάδι υγρασίας. Παντού γύρω είναι αποτυπωμένο το σημάδι της υγρασίας. Σαπίλα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Δεν υπάρχει μέσα στον χώρο εκείνο αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούν ως «Ζωή». Δεν υπάρχει τίποτα. Ίχνος Ζωής. Ίχνος πραγματικής Ζωής. Είναι γκρίζο το δωμάτιο, είναι σκοτεινό, είναι κρύο, ψυχρό. Δεν υπάρχουν παράθυρα. Απουσιάζουν τα παράθυρα. Απαγορεύονται τα παράθυρα. Και είναι τόσο μικρό. Πολύ μικρό. Μόλις ελάχιστα τετραγωνικά. Σαν κουκλόσπιτο μοιάζει. Αλλά δεν είναι. Διάχυτη η μελαγχολία στο δωμάτιο αυτό. Διάχυτη και η μοναξιά. Νεκροτομείο θυμίζει. Μούχλα. Δυσωδία. Τ’ άρωμα της φορμόλης. Όλα είναι απειλητικά απλωμένα στην ατμόσφαιρα του μικρού αυτού χώρου. Κανείς δε μπορεί ν’ ανασάνει εκεί μέσα. Είναι αποδεδειγμένο ότι κανείς δε μπορεί να επιβιώσει σ’ έναν τέτοιο χώρο, κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Όμως, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο υπάρχει μια Μορφή. Μια Μορφή και τίποτε παραπάνω. Όχι, όχι. Ψέματα. Υπάρχει και κάτι ακόμη στο ιδιόμορφο αυτό δωμάτιο. Ένα αντικείμενο. Το μοναδικό αντικείμενο που κάνει συντροφιά στη Μορφή είναι ένα άθλιο, άβολο, ψυχρό, σιδερένιο ράντζο. Ούτε καν κρεβάτι δεν αξίζει αυτή η Μορφή. Κι αυτό πολυτέλεια είναι για τη Μορφή. Οι πόρτες αυτού του δωματίου ανοίγουν, όταν παραστεί πραγματική ανάγκη και μόνο. Αποκλειστικά για τ’ απαραίτητα. Σ’ αυτό το δωμάτιο έχουν θαφτεί όνειρα, ελπίδες, ιδέες, σκέψεις, προσδοκίες για το μέλλον. Αυτό το ψυχρό, ανατριχιαστικό, αηδιαστικό, αποκρουστικό δωμάτιο έχει ρουφήξει τη Ζωή, την πνοή, την όρεξη της Μορφής. Πολύ περισσότερο αυτό τ’ αποκρουστικό δωμάτιο έχει περιθωριοποιήσει κι έχει κλείσει καλά στο εσωτερικό της την ανάγκη της Μορφής γι’ Αγάπη. Αυτή η Μορφή δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο από πραγματική, από ανιδιοτελή Αγάπη. Αυτή η Μορφή έχει πραγματική ανάγκη το ενδιαφέρον, την αγκαλιά, το χάδι, το φιλί. Αυτή η Μορφή έχει ανάγκη να την κοιτάζουν μ’ ανθρώπινο βλέμμα. Με βλέμμα που στάζει καλοσύνη και κατανόηση κι όχι φόβο, τρόμο, καχυποψία, λύπηση, σιχασιά, αποκρουστικότητα, ειρωνεία, χλευασμό, αποδοκιμασία, αδιαφορία….
Η Μορφή περπατά πάνω-κάτω. Πάει πέρα-δώθε. Δε βλέπει μπροστά της. Δεν έχει προορισμό. Και πού να πάει, άλλωστε; Πουθενά δε μπορεί να πάει. Η Ελευθερία, η Ζωή είναι εκεί έξω αλλά τα κλειδιά τα κρατούν άλλοι. Κι αυτή η Μορφή δεν έχει αντικλείδι. Ούτε ένα. Άδικο. Πόσο άδικο. Πολύ άδικο. Περπατά και περπατά και περπατά. Δεν κάνει τίποτε άλλο αυτή η Μορφή εκεί μέσα. Σαν το θηρίο κλεισμένο στο κλουβί. Πού να πάει; Τι να κάνει; Πώς να γεμίσει τη μέρα της; Έχει κουραστεί να σκέφτεται. Δε θέλει άλλο να σκέφτεται. Πονά, όταν σκέφτεται. Πονά, όταν θυμάται. Κάτι, κάτι θέλει να κάνει μα δε μπορεί. Πάντως, όχι σκέψεις. Όχι άλλες σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις…
Ξαφνικά, ακούγονται βήματα, βήματα που όλο και πλησιάζουν. Πλησιάζουν, πλησιάζουν απειλητικά και σταματούν έξω απ’ το δωμάτιο. Απ’ το δωμάτιο της Μορφής. Ακούει τα κλειδιά που χορεύουν πάνω στο σιδερένιο κρίκο. Τι ειρωνεία μέσα σ’ αυτή την φυλακή, μέσα σ’ αυτόν τον αχανή λαβύρινθο. Να σκέφτεται χορούς και μελωδίες. Ο ήχος απ’ τα κλειδιά εξακολουθεί ν’ ακούγεται. Είναι πολλά τα δωμάτια, είναι πολλές οι Μορφές. Ποιο κλειδί αντιστοιχεί σ’ αυτό το δωμάτιο; Ποιο κλειδί αντιστοιχεί σ’ αυτή τη Μορφή; Α, ναι. Το βρήκαν.
Η Μορφή οπισθοχωρεί. Κάθεται στ’ άθλιο ράντζο με τα κουρελιασμένα σεντόνια. Η Μορφή καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει πολλά περισσότερα απ’ όσα πιστεύουν οι άλλοι. Το κλειδί γυρίζει στην κλειδαριά, η πόρτα ανοίγει. Μια υποψία φωτός γλιστράει στο δωμάτιο. Τόσο μικρή, τόσο ανεπαίσθητη, τόσο αμελητέα. Ο τύπος με το σκυθρωπό πρόσωπο εισέρχεται στο δωμάτιο. Δε μιλά. Τυπικά, ψυχρά, στεγνά πράττει τα καθήκοντά του. Αφήνει τον δίσκο με το φαγητό, τείνει το χέρι του, δίνει το χάπι, δίνει κι ένα ποτήρι νερό. Η Μορφή πάει να τ’ αφήσει αλλά ο τύπος αγριοκοιτάζει. «Τώρα» γρυλίζει. Η Μορφή σηκώνει το βλέμμα, κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια τον τύπο, σκύβει το κεφάλι, υποχωρεί. Καταπίνει το χάπι, μαζί και το νερό. Και είναι τόσο βάρβαρο, τόσο βάναυσο να εξαρτάται η ύπαρξή σου από φάρμακα, από καθημερινή λήψη φαρμάκων. Μη και ξεχαστείς μια φορά. Μαρτύριο. Καταναγκαστικό. Κουραστικό. Πάντα να κουβαλάς μαζί σου τα κουτιά με τα πολύτιμά χαπάκια σου. Ψυχοφθόρο. «Έτσι μπράβο» λέει ο τύπος και γυρνά να φύγει. Νομίζει τώρα το πρόβλημα λύθηκε. Νομίζει τώρα πως όλα τακτοποιήθηκαν. Νομίζει τώρα πως η ίαση είναι σε καλό δρόμο, πως η ίαση είναι κοντά.
Κλείνει η πόρτα. Γυρίζει το κλειδί πάνω στην κλειδαριά, στην αλλαγμένη κλειδαριά, τη νέα κλειδαριά, το μοναδικό καινούριο πράγμα εκεί μέσα. Καλογυαλισμένη και σε πλήρη αντίθεση με την παλαιότητα, με την αραχνιά που έχει καλύψει το υπόλοιπο του χώρου, του κτιρίου, του κάθε δωματίου ξεχωριστά. Α! Όλα κι όλα. Στην ασφάλεια είναι πρώτοι! Πρέπει να τα προσέχουν πολύ αυτά. Δεν είμαστε τώρα, για να βγει η Μορφή ή η κάθε Μορφή έξω απ’ το δωμάτιο, απ’ το κτίριο αυτό.
Έτσι, λοιπόν, πάλι κλειδωμένη μένει η Μορφή. Μένει κλειδωμένη σ’ ένα χώρο που δεν επέλεξε να μείνει, σ’ ένα χώρο που άλλοι αποφάσισαν να την πετάξουν, να την κλειδώσουν, να την περιθωριοποιήσουν. Η Μορφή σηκώνεται. Αγανακτισμένη, εξοργισμένη πιάνει τον δίσκο με το γεύμα και τον πετά με φόρα, με μίσος πάνω στον, ήδη, γλοιώδη τοίχο. Γέμισε ο τοίχος από σάλτσες κι από ζουμιά. Η Μορφή δε θέλει να φάει. Είναι το λιγότερο που την ενδιαφέρει, το λιγότερο που την απασχολεί. Πονάει. Δεν καταλαβαίνει, γιατί συμβαίνει όλο αυτό. Γιατί τέτοια αντιμετώπιση; Γιατί; Δε θέλει να ζήσει άλλο. Όχι έτσι. Κουράστηκε. Δεν είναι Ζωή αυτή. Η Μορφή είναι προβληματισμένη, είναι ταραγμένη. Ζαλίζεται. Κουράστηκε. Τα πάντα γύρω της γυρίζουν. Τα μάτια της Μορφής έχουν θολώσει, έχουν γυαλίσει, έχουν αλλάξει όψη. Σαν το αγρίμι τώρα μουγκρίζει, ουρλιάζει. Ουρλιάζει δυνατά. Έχει ξεσηκώσει τον όροφο. Τα χέρια της κοπανιούνται στον αέρα. Η ίδια η Μορφή κοπανιέται από τοίχο σε τοίχο. Παίρνει φόρα απ’ τη μια πλευρά του δωματίου και καταλήγει στην άλλη μπλέκοντας μ’ απόγνωση κι απελπισία τα χέρια της στα μαλλιά της. Άναρθρες κι έναρθρες κραυγές έχουν στοιχειώσει τον μικρό χώρο. Τρέχει με φόρα και πέφτει στους τοίχους. Θέλει να τούς ρίξει, να τούς εξαφανίσει. Αυτοί οι τοίχοι τής έχουν κάνει το μεγαλύτερο κακό. Αυτοί οι τοίχοι έχουν δημιουργήσει το πρόβλημα. Αυτοί οι τοίχοι το έχουν επιδεινώσει. Κανείς δε δείχνει να ενδιαφέρεται. «Θέλω να βγω» ουρλιάζει η Μορφή. «Μ’ ακούει κανείς; Θέλω να βγω. Θέλω να ζήσω. Μ’ ακούει κανείς; Θέλω να βγω και θέλω να βγω τώρα. Τώρα. Τώ-ρα». Η Μορφή όλο και φωνάζει. Ουρλιάζει όλο και περισσότερο. Μήπως και την ακούσει κανείς. Μήπως και καταλάβει. «Βγάλτε με από εδώ μέσα» ουρλιάζει, ουρλιάζει μ’ όλη τη δύναμη της Ψυχής της, της καρδιάς της. Ουρλιάζει. Η Μορφή ουρλιάζει. Δεν παραδίδει τα όπλα. Φωνάζει όλο και πιο δυνατά. Διεκδικεί την Ελευθερία της. Ωρύεται. Ωρύεται για τα δικαιώματά της στη Ζωή.
Οι φωνές, πλέον, δεν έχουν προηγούμενο. Τα βήματα πλησιάζουν ξανά, ακούγονται καθαρά. Κλειδί, ξεκλείδωμα, άνοιγμα. Η Μορφή παύει να ουρλιάζει. «Βγάλτε με» λέει ήρεμα αυτή τη φορά. Δυο τύποι τώρα πλησιάζουν αποφασιστικά τη Μορφή. Η Μορφή πανικοβάλλεται. Αρχίζει πάλι να ουρλιάζει. «Βγάλτε με σας λέω. Απλά βγάλτε με. Δεν αξίζω να είμαι εδώ. Δεν ανήκω εδώ», τα τελευταία λόγια πριν από… Οι τύποι πιάνουν με δυσκολία τη Μορφή που συνεχώς τραντάζεται, τής φορούν τη συνηθισμένη, την ενδεδειγμένη για το χώρο ενδυμασία. Με ειδική μαεστρία τής περνούν τ’ άσπρο ένδυμα. Το δένουν προσεκτικά, διότι, αν δεν το ξέρετε, οι δύο αυτοί τύποι αλλά κι όλοι εμείς κινδυνεύουμε απ’ αυτή τη Μορφή. Ναι, φυσικά! Δεν το γνωρίζατε; Αυτή η Μορφή είναι απειλή για την κοινωνία. Για την κοινωνία που ξέρει τόσο καλά, που ξέρει όσο τίποτε άλλο να προστατεύει τα μέλη της, τους πολίτες της, να σέβεται ανθρώπινες Ψυχές και να μην καταπατά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Μορφή τραντάζεται, αρνείται, δε θέλει. Μα αδυνατεί. Αυτοί είναι δύο κι εκείνη είναι μια. Είναι «πολλοί» και είναι μία. Στα πρόσωπα των δύο τύπων ολόκληρη η κοινωνία και η Μορφή είναι απλά μία, μόνη της. Η Μορφή δεν κλαίει. Ένα δάκρυ απ’ τα μάτια της δεν έχει πέσει. Ποτέ. Σ’ αντίθεση μ’ όλους τους υπόλοιπους, εκείνη σέβεται την αξιοπρέπειά της. Σ’ αντίθεση μ’ όλους τους άλλους που την καταπατούν καθημερινά. Οργή. Μόνο οργή ξεχειλίζει απ’ τα μάτια της. Δε μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Και σα να μην έχει σταματημό το μαρτύριο κι ο εξευτελισμός της επέρχεται και τιμωρία σ’ αντίποινα της διεκδίκησης της Ελευθερίας της, της διεκδίκησης της Ζωής της κι έτσι εισπράττει μια χορηγούμενη ένεση. Στρέφει το βλέμμα της αλλού. Δεν αντέχει τον εξευτελισμό. Τής τρυπούν το χέρι, το γεμίζουν με πληγές. Τής τρυπούν την καρδιά και την Ψυχή και τις γεμίζουν με ουλές. Αν εστιάσεις στην καρδιά και την Ψυχή της, θα μπορέσεις να δεις μέσα απ’ αυτές, απέναντι τον κατεστραμμένο, γλοιώδη, κρύο τοίχο, διότι θα διακρίνεις αμέσως μια τεράστια τρύπα που με μεγάλη δεξιοτεχνία και μαεστρία κάθε μέρα δουλεύουν, κάθε μέρα σκαλίζουν οι τύποι και η κοινωνία σε συνεργασία, από κοινού. Η Μορφή τρέμει. Τρέμει πολύ. Και δεν ξέρει, αν είναι απ’ την ένεση, απ’ το κρύο του δωματίου, απ’ το κρύο που έχει φωλιάσει στην Ψυχή της, απ’ την ντροπή, απ’ τον εξευτελισμό, απ’ την οργή.
Οι τύποι απομακρύνονται. Κλειδί, κλείδωμα, σφράγισμα. Βαρύς ο ήχος, όταν κλείνει ερμητικά πίσω η πόρτα αλλά κι όταν γυρίζει το κλειδί. Ήχος ανατριχιαστικός. Κλείνει απ’ έξω τη Ζωή, τα όνειρα. Η Μορφή είναι απελπισμένη. Η Μορφή πονά. Αλλά ούτε ένα. Ούτε ένα δάκρυ δεν καταδέχεται να ρίξει. Ντρέπεται για λογαριασμό της κοινωνίας, για τα μέτρα που η πολιτεία έχει πάρει για την φροντίδα των ψυχικά ασθενών. Ντρέπεται που αντιμετωπίζεται σαν ένα ζώο κι όχι σαν Άνθρωπος που έχει ανάγκη την κουβέντα, το ενδιαφέρον, την κατανόηση. Ναι, και τα χάπια. Δεν είναι αφελής. Συνδυαστικά πάντα. Όχι μόνο αυτά. Τα χάπια μόνα τους δεν επιφέρουν την ίαση. Αυτό το ξέρει η Μορφή που είναι άρρωστη, δεν το γνωρίζουν επιστήμονες και ειδικοί; Ποια η επαγγελματική κατάρτιση και η συμβολή όλων αυτών; Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της ενημέρωσης ως κατάστασης, όταν αυτή δεν προσφέρεται; Είναι δεδομένο μα, παράλληλα, τόσο άγνωστο στις συνειδήσεις των ανθρώπων ότι ένα σημαντικό -ίσως και το σημαντικότερο- ποσοστό της ίασης αντιστοιχεί στην κοινωνική αποδοχή, στη βοήθεια απ’ την πλευρά της κοινωνίας, στην αγκαλιά της κοινωνίας, στην ενθάρρυνση του ψυχικά ασθενούς γι’ ανάληψη καθηκόντων κι επαφή μ’ ανθρώπους.
Μόνο τα φάρμακα δεν αποτελούν λύση. Οι αποχαυνωτικές ενέσεις δεν αποτελούν λύση. Η διαρκής χορήγηση και κατάποση χαπιών δεν αποτελεί λύση. Η απομόνωση δεν αποτελεί λύση. Ο περιορισμός στους «ειδικά» διαμορφωμένους χώρους κράτησης ψυχικά ασθενών, κοινώς τα ψυχιατρεία, κι ό, τι αυτό συνεπάγεται δεν αποτελεί την ουσιαστική λύση για την αντιμετώπιση της κατάστασης, της ασθένειας. Τέτοιες μέθοδοι και πρακτικές δημιουργούν το πρόβλημα, γιγαντώνουν το πρόβλημα, δεν το αντιμετωπίζουν, δεν το εξαλείφουν.
Ο ψυχικά ασθενής έχει ανάγκη από Ελευθερία, από Αγάπη, από Εμπιστοσύνη στ’ άτομό του. Ούτε λύπηση αλλά ούτε και περιορισμό. Περιορισμός, δηλαδή εγκλεισμός. Εγκλεισμός. Σιχαμερή λέξη. Σιχαμερή ποινή. Ποιος; Ποιος άνθρωπος αναπτύχθηκε, βελτιώθηκε μέσα απ’ τον εγκλεισμό; Ποιος; Ας παρουσιαστεί, έστω, κι ένας. Κανείς. Κανείς. Γιατί η λύση σε κάθε πρόβλημα, η απάντηση σε κάθε ερώτημα είναι μία. Ο Άνθρωπος. Μόνο αναμεταξύ μας μπορούμε να βοηθηθούμε. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητο -καθότι θεωρείται η αρχή της αντιμετώπισης του προβλήματος-, όταν γίνεται η διάγνωση μιας ψυχικής νόσου, μιας οποιασδήποτε ψυχικής νόσου, ο ασθενής να μην αντιμετωπίζεται μ’ αηδία, μ’ αρνητισμό. Οι άνθρωποι μαζί, από κοινού, είτε είναι οικείοι είτε όχι, αν το θέλουν, χωρίς γελάκια και ειρωνείες, με πραγματική αποδοχή και σθένος μπορούν να βοηθήσουν τον ψυχικά ασθενή να βρει τον εαυτό του, να βρει τις ισορροπίες του, να θεραπευτεί. Γιατί αυτό που μισεί κάθε ψυχικά ασθενής δεν είναι τόσο το πρόβλημα της Υγείας του αυτό καθαυτό όσο η αντιμετώπιση απ’ το κοινωνικό σύνολο. Μισεί το ύφος του κόσμου, μισεί τον φόβο και τον τρόμο στα μάτια τους, στο βλέμμα τους, το γεγονός ότι δεν τον πλησιάζει κανείς. Το μισεί ακόμη κι αν δεν το παραδέχεται. Διότι δεν υπάρχει πιο αποκρουστικό πράγμα απ’ το να μη σε πλησιάζει κανείς από φόβο μήπως και τον κολλήσεις κάτι, μήπως τού επιτεθείς. Βάρβαρο συναίσθημα. Βάρβαρο να υπάρχει τόσος κόσμος γύρω σου αλλά κανείς για εσένα, κανείς να μην πλησιάζει εσένα, κανείς να μην κάνει μια κίνηση προς τα εσένα, μόνο για εσένα. Βάρβαρο να υπάρχει τόσος κόσμος γύρω σου κι εσύ να νιώθεις μόνος σου, ολομόναχος…
«Ψυχική ασθένεια».
Μα, πραγματικά, πέρα από κάθε υπερβολή, πόσο ακαλλιέργητος πρέπει να είναι κανείς, για να τρέμει στ’ άκουσμά της –ακόμη κι ως απλού όρου; Και, αν εξετάσουμε τα πράγματα από μια άλλη οπτική, κάνουμε λόγο για καταστάσεις τόσο ουσιαστικές, ζωτικής, μάλιστα, σημασίας, που αφορούν την καθημερινότητα, την ίδια τη Ζωή. Κάνουμε λόγο για καταστάσεις που αφορούν τις σχέσεις, τους ανθρώπους. Κάνουμε λόγο για καταστάσεις με τις οποίες θα έπρεπε να ερχόμαστε σ’ επαφή, ήδη, απ’ τα σχολικά μας χρόνια, ούτως ώστε να μάθουμε να φερόμαστε καταπώς τιτλοφορούμαστε, δηλαδή ανθρώπινα. Διότι καμιά σημασία δεν έχει η γνώση μιας παραπάνω «ιστορικής» ημερομηνίας ή μάχης όσο η γνώση του να είσαι Άνθρωπος. Διότι, κανονικά, μ’ αυτές τις γνώσεις θα έπρεπε να οπλιζόμαστε εντός σχολικού -κι όχι μονάχα- περιβάλλοντος. Με την γνώση που αφορά το καθημερινό, το ουσιαστικό, το ανθρώπινο. Με την γνώση που συμβάλλει στην ανάπτυξη και τη βελτίωση των ανθρώπων αλλά και των μεταξύ τους σχέσεων. Τότε που το πνεύμα αρχίζει να πλάθεται. Τότε που η προσωπικότητα κι ο χαρακτήρας αρχίζουν να διαμορφώνονται. Τότε που τα παιδιά πρέπει να μάθουν την σημασία της αγκαλιάς. Διότι, δίχως αμφιβολία, κυρίως, η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνία, η πολιτεία, όλοι οι γνωστοί φορείς κοινωνικοποίησης, πρέπει να μας μάθουν πάνω απ’ όλα να είμαστε Άνθρωποι, να μη φοβόμαστε το διαφορετικό, το ξένο προς εμάς που δε σημαίνει πως, επειδή δεν το καταλαβαίνουμε, είναι απαραίτητα και λάθος, να μη γυρνάμε την πλάτη μας στο πρόβλημα του άλλου. Πρέπει και πολύ περισσότερο επιβάλλεται να καλλιεργηθεί και ν’ αναπτυχθεί αυτό το συναίσθημα της ανθρωπιάς, της πραγματικής κι όχι της δήθεν ανθρωπιάς, σ’ όλα τα έμβια όντα που θέλουν να θεωρούν ότι ανήκουν στ’ ανθρώπινο είδος. Όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Διότι το δυσκολότερο απ’ όλα είναι να είσαι Άνθρωπος. Το δυσκολότερο απ’ όλα είναι να μάθεις να φέρεσαι ως Άνθρωπος.
Συνεπώς, η ύπαρξη και η αντιμετώπιση μιας κάποιας ψυχικής νόσου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα. Απαιτείται ιδιαίτερη εστίαση στην ίαση της Ψυχής. Διότι οι πληγές της Ψυχής δεν επουλώνονται με τρόπο παρόμοιο αυτού του σώματος. Η Ψυχή δεν επουλώνεται, δεν κλείνει, δεν παύει να αιμορραγεί από μόνη της. Η Ψυχή θέλει δουλειά, θέλει υπομονή, θέλει κότσια, θέλει αντοχή. Κυρίως, όμως, θέλει ενδιαφέρον. Και το αστείο, το ειρωνικό, το εντελώς παράλογο κι εξωφρενικό λαμβάνει χώρα, όταν οι άλλοι δηλώνουν διατεθειμένοι να βοηθήσουν με μεγάλη τους χαρά στα όποια προβλήματα των άλλων μα, όταν έρθει εκείνη η ώρα, με τεράστια ευκολία γυρίζουν την πλάτη τους. Ανίδεοι «ειδήμονες», άσπλαχνοι «συνάνθρωποι». Έτσι, λοιπόν, πώς θα βοηθηθεί μια πονεμένη, πληγωμένη, άρρωστη, γεμάτη πληγές, γεμάτη ουλές Ψυχή; Πώς θα επουλωθούν τα τραύματά της; Πώς, όταν το μόνο που χρειάζεται η Ψυχή είναι κατανόηση, επικοινωνία, συντροφιά; Πού να τα βρει όλα αυτά στην απομόνωση; Με ποιον θα επικοινωνήσει; Πώς θα γλυκαθεί το μέσα της; Πώς θ’ αναθαρρήσει ο ψυχικά ασθενής; Πώς, όταν πρέπει ν’ απασχολείται η Ψυχή, η καρδιά αλλά και το μυαλό; Πρέπει όλα αυτά να βρουν τρόπο ν’ απασχοληθούν δημιουργικά, ουσιαστικά, σε βάθος. Και πώς θα γίνει αυτό στη απομόνωση; Πώς, όταν δεν έχει φίλους, δεν έχει «οικογένεια», δεν έχει γνωστούς, δεν έχει κάπου ν’ ακουμπήσει, κάπου να μιλήσει, κάποιον να τον καταλάβει; Πώς, όταν το μόνο που έχει είναι μια Ψυχή άδεια, ψυχρή, κρύα, παγωμένη, πετρωμένη, συναισθηματικά νεκρή; Λογικό, λοιπόν, δεν είναι μια τέτοια Ψυχή ν’ αποτελεί «απειλή» και για τους άλλους αλλά, κυρίως, για τον ίδιο της τον εαυτό;
Αναρωτήσου, αν και κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει μόνος του. Και υγιείς άνθρωποι, αν μείνουν δυο-τρεις μέρες κλεισμένοι μες στο σπίτι χωρίς να κάνουν τίποτε απολύτως, το παραμικρό, θα αισθανθούν πως χάνουν το μυαλό τους, πως τρελαίνονται και θα επιδιώξουν τον έξω κόσμο, την επικοινωνία, την επαφή.
Δίχως υπερβολή κι αμφιβολία, είμαστε απαίδευτοι.
Βασιλεύει η ατομικότητα σε κάθε μορφή, σε κάθε πεδίο. Κι όμως, η κοινωνία έχει χρέος απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν φυσικά θέλει να πιστεύει ότι δίνει πραγματική υπόσταση στον όρο «Άνθρωπος». Δεν πρέπει να γυρίζουμε, να στρέφουμε το κεφάλι μας αλλού, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι ασθένειες είναι σημαντικές και χρήζουν προσοχής. Όμως, τα προβλήματα κι ο πόνος της Ψυχής χρειάζονται κάτι το ιδιαίτερο. Είναι κι αποδεδειγμένο ότι αυτές οι ψυχικές ασθένειες δεν είναι μόνο κληρονομικές ή βιολογικές, δηλαδή έμφυτες, αλλά και κοινωνικές, δηλαδή επίκτητες. Συνεπώς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μονάχα τα χάπια δεν αποτελούν λύση. Εκτός των άλλων, μέρος της θεραπείας αποτελεί η ενημέρωση της κοινωνίας και η βοήθεια από πλευράς της. Γι’ αυτό, πέρα απ’ το ιατρικό σκέλος, είναι απαραίτητο να εστιάσουμε και στην κοινωνία που με τον τρόπο της αποτελεί μέρος της λύσης. Διότι ο άνθρωπος έχει μια τεράστια δύναμη στα χέρια του. Ο Άνθρωπος, ο συνάνθρωπος μπορεί να βοηθήσει, για να επέλθει η ίαση. Μπορεί, όμως, και να συμβάλλει στη επιδείνωσή της. Από εκείνον εξαρτάται. Στο χέρι του είναι.
Και μπορεί κάποιες φορές από αμέλεια, ελλιπή ενημέρωση, στερεότυπα κι αδιαφορία να βγάζουμε γρήγορα συμπεράσματα, ν’ αργούμε να καταλάβουμε, να αισθανθούμε, να συναισθανθούμε αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πως ποτέ δεν είναι αργά για μια κίνηση, για ένα βήμα προς τον συνάνθρωπο. Δεν είναι αργά να κάνουμε μια, έστω, προσπάθεια και να επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε στην Ψυχή των ανθρώπων γύρω μας. Δεν είναι αργά για λίγες σκέψεις και για την συνειδητοποίηση του ότι είναι άσχημο το περιθώριο κι ο παραγκωνισμός των ανθρώπων εξαιτίας “ προβλημάτων” για τα οποία, μάλιστα, δεν ευθύνονται οι ίδιοι. Διότι κανείς δεν επιλέγει συνειδητά να πονά με τέτοιο βάρβαρο τρόπο. Κι έπειτα, διότι, δίχως αμφιβολία, σ’ όλους μας μάς κακοφαίνεται, όταν, για τον έναν ή για τον άλλο λόγο, μας έχουν στην απ’ έξω, στο περιθώριο.
Αποτελούμε μέρος ενός σκάρτου συστήματος, μιας οικτρής κοινωνίας που είναι πιο σάπια κι απ’ το δωμάτιο της Μορφής. Μιας κοινωνίας που βρωμά μούχλα κι αηδία. Μπόχα. Μπόχα παντού. Μιας κοινωνίας που δε δέχεται στους κόλπους της, που απομακρύνει καθετί ξένο προς αυτή, καθετί διαφορετικό, καθετί που τυχαία αυτή δεν είναι. Γι’ αυτό σού λέω. Βρωμιά κι αηδία παντού.
Όμως, η Ζωή στον σύνολό της αποτελείται από μαθήματα, τα οποία προσφέρει απλόχερα. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να μη κρίνεις απ’ την πρώτη ματιά, απ’ την πρώτη εντύπωση, απ’ την επιφάνεια. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να μη τρομάζεις. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να μη σ’ απωθεί το διαφορετικό και να μη το χλευάζεις. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να κλείνεις τ’ αυτιά στα στερεότυπα, στις αβάσιμες υποθέσεις και τις φήμες. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να προσπαθείς να μπαίνεις στη θέση των άλλων. Αργά ή γρήγορα θα σού μάθει να νιώθεις, να αισθάνεσαι. Φτάνει να καταλάβεις ότι έχει έρθει η ώρα και να δεχθείς το μάθημα ή πολύ περισσότερο εσύ ο ίδιος να επισπεύσεις την διαδικασία.
Η κοινωνία πρέπει να εκπολιτιστεί και, κυρίως, να ευαισθητοποιηθεί, πλέον, αναφορικά μ’ αυτό το θέμα παύοντας να δαιμονοποιεί τις ψυχικές ασθένειες αλλά να κατανοήσει ότι αποτελούν παθήσεις που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, παθήσεις που επιδέχονται θεραπείας, παθήσεις που μπορούν να νικηθούν.
Και η συνειδητοποίηση ότι σε τούτο τον κόσμο κάποια πράγματα και κάποιες νοοτροπίες πρέπει ν’ αλλάξουν -και μάλιστα- άμεσα ουρλιάζει από καιρό, δηλώνει την παρουσία της έντονα… Μα ποιος δείχνει να νοιάζεται; Ποιος δείχνει να έχει την θέληση ν’ ασχοληθεί;
Η έλλειψη μόρφωσης και καλλιέργειας, η απουσία παντός είδους συναισθηματισμού, η αδιαφορία έριξαν σ’ ένα «ζωντανό» τάφο μια Ψυχή, τη Μορφή, που θα μπορούσε να θεραπευτεί, να επανενταχτεί στο κοινωνικό σύνολο και να ευτυχίσει, όπως τής πρέπει, όπως τής αξίζει. Την έριξαν σ’ ένα άθλιο μέρος που κανείς δε δίνει δεκάρα για το τι νιώθει κι αντί αυτού την πιάνει ο ένας κι ο άλλος στο στόμα του δίχως να έχουν ιδέα για το τι πραγματικά τραβά η ίδια, τι έχει μέσα της, τι την βασανίζει, τι την κατατρύχει. Μια Ψυχή που παλεύει μ’ αόρατους δαίμονες, με σκιές. Μια Μορφή που πασχίζει περισσότερο απ’ τους υγιείς ανθρώπους να κρατηθεί στη Ζωή, που τής αξίζει περισσότερο να κρατηθεί στη Ζωή. Μια Μορφή που έτυχε ν’ αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, τ’ οποίο η ίδια η κοινωνία γιγάντωσε και γιγαντώνει καθημερινά μέσα απ’ τη στάση της. Ένα πρόβλημα που, ενώ, όπως και κάθε άλλο, έχει τη λύση του, έγινε η ταφόπλακά της, έδωσε το πραγματικό τέλος στη Ζωή της, αφού αυτή δεν φαίνεται να έχει και, πράγματι, δεν έχει καμιά αξία στο περιθώριο. Πεταγμένη κάπου μακριά. Μακριά απ’ τους κόλπους της κοινωνίας και της πραγματικής Ζωής. Την έριξαν, λοιπόν, σ’ ένα μέρος που δεν έχει να τής προσφέρει τίποτε απολύτως, που δεν μπορεί να την κάνει να νιώθει δημιουργική, χρήσιμη. Σ’ ένα μέρος άδειο, κρύο, παγωμένο μα, κυρίως, σκοτεινό. Διότι δεν υπάρχει προοπτική. Σ’ ένα χώρο που με καμιά δραστηριότητα δε μπορεί να γεμίσει το χρόνο της. Πώς, λοιπόν, κάτω από τέτοιες συνθήκες να μην εκτροχιαστείς, να μην τρελαθείς; Σ’ ένα τέτοιο μέρος κι έναν απολύτως υγιή άνθρωπο να έφερνε κανείς σίγουρα θ’ αποχωρούσε μ’ ένα μικρό ποσοστό ψύχωσης. Δεν έχεις νιώσει ποτέ σου να πνίγεσαι σ’ ένα χώρο, ανεξάρτητα απ’ τη χωρητικότητά του, μόνο και μόνο γιατί αισθάνεσαι ότι δε σού αξίζει, ότι δε σού ταιριάζει, ότι σε περιορίζει και σε κρατά μακριά απ’ αυτά που αγαπάς και σε χαροποιούν; Σίγουρα ναι. Έστω και μια φορά, το έχεις αισθανθεί. Συνεπώς, μπορείς να καταλάβεις. Το μέρος είναι σωστό νεκροταφείο.
Και περιμένει, λοιπόν, το βιολογικό τέλος, περιμένει να σβήσει καθετί ζωτικό μέσα της, αφού ουσιαστική Ζωή δεν κάνει, αφού συναισθηματικά έχει ήδη «παραδοθεί».
Και να σού πω και κάτι; Θ’ αναρωτιέσαι πως, αφού αυτή η Μορφή είναι ψυχικά άρρωστη κι αυτόματα αυτό την καθιστά -αυθαίρετα και στερεοτυπικά- επικίνδυνη, τότε σωστά κάνουν και την βάζουν στο περιθώριο, σωστά κάνεις και την φοβάσαι, γιατί είναι τρελή, γιατί το μάτι της γυαλίζει. Έχεις, όμως, αναρωτηθεί, ποτέ σου πως εσύ κάνεις το μάτι της να γυαλίζει; Εσύ και τα όλο γεμάτα υπονοούμενα βλέμματά σου; Αυτά τρελαίνουν τον κόσμο. Τα βλέμματα. Και τώρα θα γελάς και θα λες: “εντάξει, διαβάζω χαζομάρες”. Για σκέψου, όμως, και, στη συνέχεια, ρίξε μια ματιά στην καθημερινότητά σου, στις σχέσεις σου, στο πλευρό «φυσιολογικών», μη άρρωστων, απολύτως υγιών ανθρώπων. Ρίξε μια ματιά εκεί. Προσπάθησε να σκεφτείς. Δεν έχεις δει μάτι φυσιολογικού να γυαλίζει, όταν τού πας κόντρα, όταν τον βρίζεις, όταν ξεσπάς πάνω του, όταν τον φέρνεις στ’ άκρα; Σίγουρα ναι. Πόσες φορές το μάτι του «φυσιολογικού» και του μη ασθενούς στη διάρκεια της ημέρας έχει γυαλίσει; Λες κι ο «φυσιολογικός» δε μπορεί να περάσει τα όρια. Να διασχίσει αυτή την λεπτή, ισχνή, σχεδόν αόρατη, κλωστή ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική. Τότε; Τότε γιατί φοβάσαι περισσότερο τον ψυχικά ασθενή;
Ψάξε και βρες την απάντηση μέσα σου. Κάνε μια ουσιαστική συζήτηση με τον εαυτό σου επί του θέματος. Εγώ, απλά, από πλευράς μου -αυτής που, τουλάχιστον, επαγγελματικά αλλά, κυρίως, ανθρωπιστικά χαρακτηρίζεται απ’ την κοινωνιολογική της υπόσταση, η οποία, μάλιστα, είναι πηγαία και διάχυτη στο παρόν κείμενο μιας και σκοπίμως θέλησα να εστιάσω όχι τόσο στο ιατρικό όσο στο κοινωνικό σκέλος- σού συνιστώ ν’ αλλάξεις τη στάση σου, γιατί οι ψυχικά ασθενείς υπάρχουν γύρω σου, κι ας αρνείσαι να τούς δεις, κι ας μην θες να τούς δεις. Φρόντισε, λοιπόν, να τούς βοηθήσεις. Και θυμήσου ότι αυτό που προκαλεί τον τρόμο σου είναι η ίδια σου η στάση στο πρόβλημα. Πάψε να τούς αντιμετωπίζεις ως ξένο σώμα. Είναι κι εκείνοι, όπως κι εσύ, όπως κι εγώ, άνθρωποι κι αποτελούν μέρος του κόσμου μας. Αποτελούν μια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που, αν και ζοφερή, είναι αντιμετωπίσιμη και τις περισσότερες φορές πλήρως αναστρέψιμη. Άλλαξε το βλέμμα σου και τη στάση σου προς εκείνους κι αμέσως θα δεις τη διαφορά. Διότι κανείς δεν καταδέχεται ν’ αντιμετωπίζεται ως περιττός. Κανείς. Στόχευσε, λοιπόν, στην Ψυχή. Μη γυρίζεις το βλέμμα. Μην κατηγορείς τον ίδιο τον ασθενή, γιατί -και πρακτικά- κάτι τέτοιο είναι, το λιγότερο, άτοπο. Δεν φταίει ο ίδιος για το πρόβλημά του κι ούτε το επιδιώκει. Αγάπησέ τον γι’ αυτό που είναι, διότι είναι πολλά περισσότερα από ένας ασθενής. Μην ξεχνάς πως το σημαντικότερο είναι να μην επιρρίπτουμε ευθύνες στον ψυχικά ασθενή. Είναι απαραίτητο να τον κάνουμε να μη βλέπει αρνητικά τα πράγματα, να μη θεωρεί την ασθένειά του ως μια κατάσταση που δύσκολα λύνεται, ως μια κατάσταση τροχοπέδη. Το κλειδί έγκειται στο να μη ντρέπεται, να μην αντιμετωπίζει το όλο φαινόμενο αρνητικά, να μην το βάζει κάτω, να συμφιλιωθεί με το πρόβλημά του και να μπορέσει να το λύσει, να το αντιμετωπίσει, να το εξαφανίσει. Διαδραματίζει, λοιπόν, καθοριστικό ρόλο στην ίαση της ασθένειας η αποδοχή του προβλήματος απ’ την πλευρά του ασθενούς. Η ψυχική ασθένεια αποτελεί μια νόσο πολυπαραγοντική, όπως πολυπαραγοντική είναι και η ίαση.
Και σαφώς, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια πολύπλοκη προσωπικότητα, μια ιδιαίτερα διαμορφωμένη ψυχοσύνθεση, ωστόσο, αυτό δεν τούς καθιστά απαραίτητα κι επικίνδυνους ή ακόμη χειρότερα εγκληματίες. Δεν είναι δεδομένη κι απόλυτη η άποψη ότι κινδυνεύουμε απ’ αυτούς. Είναι τόσο επικίνδυνοι όσο θεωρούνται και οι υγιείς άνθρωποι. Ποσοστά ερευνών, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, δεν οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς από πλευράς τους. Βέβαια, προφανώς και το -όποιο- προχωρημένο στάδιο μιας ψυχικής νόσου επηρεάζει την συμπεριφορά, ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται την δεδομένη επικινδυνότητα.
Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η κοινωνία έχει μια απίστευτη δύναμη στα χέρια της. Γι’ αυτό σού τονίζω ξανά πως έχεις κι εσύ ευθύνη. Ευθύνη ως Άνθρωπος στο να βοηθάς και να μην παρακάμπτεις αυτή την τόσο ευαίσθητη ομάδα ανθρώπων.
Κι απ’ την άλλη, αν δεν έχεις την διάθεση ν’ ασχοληθείς -μιας και δεν το θεωρείς υποχρέωση ή καθήκον σου-, τότε απλά μην ασχολείσαι γενικά, διότι δυσκολεύεις το έργο αυτών που προσπαθούν να βοηθήσουν. Μη σχολιάζεις. Μη κρίνεις. Η όποια συμπεριφορά σου -είτε το αντιλαμβάνεσαι είτε όχι- ασκεί επίδραση. Και, συνήθως, οι άνθρωποι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη κι ένα βλέμμα, ακόμη κι ένα άσχημο σχόλιο έχουν την δύναμη να γρατζουνίσουν το μέσα των άλλων.
Εύκολα κατηγοριοποιούμε. Εύκολα στοχοποιούμε. Εύκολα περιθωριοποιούμε. Δύσκολα συναισθανόμαστε.
Και είναι βάρβαρο, ασήκωτο το στίγμα.
Είσαι, λοιπόν, είτε το δέχεσαι είτε όχι, μέρος του προβλήματος αλλά μέρος και της λύσης. Βρίσκεται -και- στο χέρι σου η λύση του προβλήματος. Και, μεταξύ άλλων, μη λησμονείς κι αυτό: η ηρεμία της Ψυχής και η Υγεία είναι τα σημαντικότερα εκ των αγαθών. Όλοι, ανεξαιρέτως, τ’ αξίζουν, γιατί αυτά είναι η πηγή όλων, όλων όμως, των προβλημάτων σ’ αυτό τον κόσμο. Γιατί όλα ξεκινούν απ’ την Ψυχή και καταλήγουν σ’ αυτήν. Όταν είναι ήρεμη η Ψυχή, είναι ήρεμη κι όλη μας η ύπαρξη. Κι αυτή η ηρεμία όχι απλά δεν προκαλεί αλλά απομακρύνει κάθε πρόβλημα. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο άθλιο απ’ το να βυθίζεις ή να επιτρέπεις να βυθίζεται μια Ψυχή στο σκοτάδι. Τίποτε χειρότερο απ’ το σκοτάδι της Ψυχής. Τίποτε χειρότερο απ’ το να μη βοηθάς μια Ψυχή να έρθει στην επιφάνεια, να βγει στο φως. Τίποτα χειρότερο απ’ το να βουλιάζει ένας άνθρωπος, να μην έχει σκοπό η ύπαρξή του, να παλεύει να βρει νόημα αλλά ν’ αδυνατεί, να μη ζει ουσιαστικά, ν’ αδρανεί, να φυτοζωεί κι απλά να περιμένει ένα τέλος. Είτε σού κακοφαίνεται ή παραξενεύεσαι είτε όχι αυτή είναι μια πραγματικότητα, η ανατριχιαστική πραγματικότητα. Θα ήθελες εσύ να ζήσεις μια Ζωή μες στο σκοτάδι περιμένοντας, καρτερώντας το τέλος θεωρώντας το ως τη μοναδική σωτηρία, τη λήξη του δικού σου, του προσωπικού σου βασανιστηρίου;
Γι’ αυτό, λοιπόν, η Μορφή, εφόσον καμιά βοήθεια δεν έχει, παλεύει μ’ όσα μέσα κατέχει. Παλεύει αλλά η φωνή της δεν ακούγεται.
Η Μορφή…
Ξαπλώνει αποκαμωμένη. Σάβανο τ’ άσπρο ένδυμα. Μια αργόσυρτη ανάσα κατακλύζει τον χώρο. Είναι αδύναμη, κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη. Και παραγκωνισμένη. Κλείνει τα μάτια κι αποχαυνωμένη απ’ την ένεση παραδίνεται σ’ έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα, δίχως σκέψεις.
Πονά το μέσα της.
Τίποτα χειρότερο, λοιπόν, απ’ το ν’ αφήνεις μια Ψυχή να πλανάται εδώ κι εκεί, δίχως προορισμό, ενώ μπορείς να βοηθήσεις. Γιατί μπορείς να βοηθήσεις. Ή, τουλάχιστον, αξίζει να προσπαθήσεις. Δε νομίζεις;
Αφιερωμένο σ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους με τις κουρασμένες Ψυχές.