Σε προηγούμενο άρθρο προσπάθησα να καταδείξω την σημασία και την αξία που έχει η φιλοσοφία για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα. Η φιλοσοφία δεν είναι ένα ακόμα χόμπι, για να περάσουμε την ώρα μας – αν και θα μπορούσε να είναι και τέτοιο. Θα έπρεπε να είναι κεντρική μας ενασχόληση. Τι θα γινόταν, όμως, στην –απίθανη– περίπτωση που όλοι ή οι περισσότεροι πολίτες από ένα κράτος ασχολούνταν πραγματικά με την φιλοσοφία;
Όταν λέμε φιλοσοφία, εννοούμε την πραγματική ελευθερία του νου να σκέφτεται ριζοσπαστικά. Τόσο ριζοσπαστικά που ακόμα και η έννοια του τι είναι κράτος και του νόμου και της κοινωνίας και –βέβαια– της θρησκείας θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος. Μήπως, όμως, έχουν δίκιο όσοι λένε ότι τα δόγματα είναι απαραίτητα για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και χωρίς αυτά η κοινωνία μας και το κράτος θα κατέρρεαν; Ποιος θα τηρούσε τον νόμο, αν δεν υπάρχει η υπέρτατη τιμωρία του θεού; Ποιος θα ήταν ηθικός αν η ηθική είναι αυθαίρετη; Ποιος θα υπερασπιζόταν το έθνος, αν δεν σημαίνει τίποτα μπροστά στην υπέρτατη αλήθεια;
Μήπως θα έπρεπε, λοιπόν, ν’ αναβάλλουμε ή και να ματαιώσουμε την εύρεση της αλήθειας και να επικεντρωθούμε στην συντήρηση της κοινωνίας; Ακόμα κι αυτό, βέβαια, το ερώτημα φιλοσοφικό είναι, όταν διατυπώνεται ανοιχτά. Αλλά, συνήθως, δεν διατυπώνεται ανοιχτά. Διατυπώνεται και παίρνει μια οριστική καταφατική απάντηση, κρυφά, σε κλειστούς ελιτίστικους πολιτικούς και θρησκευτικούς κύκλους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνωμοσιολόγος, για να καταλάβει πως η Εκκλησία και οι υπόλοιπες θρησκευτικές οργανώσεις κινδυνεύουν απ’ την άκρατη εξερεύνηση της αλήθειας.
Αυτό που δεν είναι εύκολο να ξέρει κανείς, εκ των προτέρων είναι τ’ αποτέλεσμα που θα είχε η ανεμπόδιστη φιλοσοφία στο κράτος. Διότι φιλόσοφος ήταν κι ο Σωκράτης, που έλεγε ότι μητρός και πατρός τιμιώτερον εστίν η πατρίς, η Αθήνα δηλαδή. Φιλόσοφος ήταν κι ο Μπέικον, που κατείχε υψηλές κρατικές θέσεις στην πατρίδα του, την Αγγλία (πριν αυτή εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο). Αλλά φιλόσοφος είναι κι ο Τσόμσκι, που κατηγορεί αδιάκοπα κι ακάματα την πατρίδα του, την Αμερική.
Αυτά τα τρία κράτη, η Αθήνα, η Αγγλία και η Αμερική (ΗΠΑ) – ας τα ονομάσουμε τα 3 Α, και λόγω ονόματος, αλλά και λόγω ποιότητας – υπήρξαν, καθένα στην εποχή του, τα πιο φιλελεύθερα κράτη. Βεβαίως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων και του τρίτου: Όταν μεσουρανούσαν η Αθήνα και η Αγγλία, η γνώση και η φιλοσοφία ήταν προσβάσιμες σε πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού στο κράτος. Επιπλέον, χωρίς την θεωρία της εξέλιξης, ο άνθρωπος είχε –ακόμα και για τους επιστήμονες– κεντρική θέση στην δημιουργία. Τώρα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για δημιουργό και κάποια ειδική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι πολύ πιο εύκολο να ξεφύγουν τα πράγματα, αφού, αν είμαστε μια τυχαία ύπαρξη, ένα «ατύχημα στην χρονική και χωρική απεραντότητα», τότε μπορεί να μην υπάρχει ούτε σκοπός, ούτε κοινή ηθική, ούτε αντικειμενικός νόμος.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –ουσιαστικά έξω από κάθε πλαίσιο– πώς εξελίσσεται ένα κράτος, όπως τα 3 Α; Είναι η φιλοσοφία και η ελευθερία του νου το αίτιο ή τ’ αποτέλεσμα της οικονομικής και της τεχνολογικής ανάπτυξης; Μήπως, τελικά, η φιλοσοφία είναι μια αιτία παρακμής για το κράτος; Ο Περικλής στον Επιτάφιο περηφανεύτηκε ότι «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», τ’ οποίο, όσο αστείο κι αν ακούγεται στις μέρες μας, είναι ό,τι πιο σοβαρό μπορεί να πει ένας αρχηγός κράτους: Φιλοσοφούμε και, παράλληλα, δεν «μαλακώνουμε», προστατεύουμε τις ζωές μας και το κράτος μας, που έχει δημιουργήσει τις συνθήκες, για να μπορούμε να φιλοσοφούμε.
Στο τέλος, μπορεί ν’ αντιτείνει κάποιος, η Αθήνα έχασε και υποδουλώθηκε στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι –όσο και αν προσπαθούμε να τούς εξωραΐσουμε εκ των υστέρων, μ’ αποφθέγματα τύπου «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν»– ουδεμία σχέση είχαν με την φιλοσοφία και την ελευθερία του νου. Άρα το «φιλοσοφημένο» κράτος των Αθηνών, ήταν, τελικά, μαλακότερο απ’ αυτό της Σπάρτης, όχι αρκετά «σκληρό, για να πεθάνει». Οι Σπαρτιάτες αφιέρωναν ολόκληρη την προσπάθειά τους στην ενδυνάμωση του στρατού και –χωρίς τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις που φέρνει η πολλή σκέψη– ήταν πολύ πιο φανατισμένοι και πειθαρχημένοι. Το ίδιο με τους Αθηναίους φαίνεται να παθαίνουν τώρα οι ΗΠΑ, που, παρά την οπλική τους υπεροχή, αρχίζουν να χάνουν απ’ άλλους, πιο φανατικούς και πιο πειθήνιους –εκούσια ή ακούσια– στην ηγεσία τους λαούς.
Μήπως αυτή, λοιπόν, είναι η μοίρα των κρατών που αφήνουν τους πολίτες τους να φιλοσοφούν, να «ψειρίζουν» τόσο πολύ την αλήθεια; Μήπως θα πρέπει να μπαίνει ένα φρένο στην σκέψη, επ’ αγαθώ της κοινωνίας, βεβαίως βεβαίως;
Η απάντηση είναι ένα μεγάλο και βροντερό όχι! Κατ’ αρχάς δεν μπορούμε ν’ αποκόψουμε την τεχνολογική εξέλιξη απ’ την πνευματική. Αν αποκόπηκαν στο παρελθόν, αυτό έγινε παρωδικά, π.χ. στην ναζιστική Γερμανία και στην σοβιετική Ρωσία, λόγω κεκτημένης ταχύτητας απ’ τα προηγηθέντα πιο ελεύθερα καθεστώτα. Τα μεγάλα μυαλά θέλουν ελευθερία, για να δημιουργήσουν και, αν δεν τούς εξασφαλίζεται αυτή η ελευθερία απ’ το κράτος τους, τότε ή δεν θα δημιουργήσουν ή θα μεταναστεύσουν σ’ άλλο κράτος, που τούς παρέχει αυτή την ελευθερία. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφεραν οι ΗΠΑ να συσσωρεύσουν τα καλύτερα μυαλά τις προηγούμενες δεκαετίες. Μ’ αυτό το σκεπτικό, η ελευθερία του νου είναι απαραίτητη για την πραγματική πρόοδο και την ανάπτυξη ενός κράτους.
Απ’ την άλλη, ένας τζιχαντιστής θα είναι πάντα πολύ πιο αποτελεσματικός στην μάχη από έναν ελεύθερο δυτικό πολίτη. Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Να γίνουμε και εμείς φανατικοί χριστιανοί και να κάνουμε επιθέσεις αυτοκτονίας στους τζιχαντιστές; Δεν νομίζω ότι αυτό είναι το ζητούμενο.
Κι, για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα, αν, δηλαδή, η φιλοσοφία θα μάς κάνει απείθαρχους και πολέμιους του κράτους, ας αναλογιστούμε: πόσους άθεους έχουμε δει ν’ αγνοούν τους νόμους, κρατικούς τε και ηθικούς; Πόσους φιλοσόφους ξέρουμε που διαφωνούν με την ανάγκη του κράτους τους γι’ άμυνα; Όσο πιο βαθιά είναι ένας άνθρωπος στην φιλοσοφία, τόσο πιο πιθανό είναι να ζητάει την κατάργηση των συνόρων και των εθνικών κρατών. Όχι, όμως, με την επικράτηση των ανελεύθερων κρατών και του σκοταδισμού. Οι φιλόσοφοι, όντες λογικοί άνθρωποι, έχουν περισσότερες πιθανότητες απ’ τους μη φιλοσόφους να επιθυμούν την διατήρηση του ελεύθερου κράτους τους και όχι, για παράδειγμα, την υποδούλωσή του σε δικτάτορες.
Συμπερασματικά, η ελευθερία του νου και η φιλοσοφία δεν μπορούν να βλάψουν κανένα κράτος. Μπορούν μόνο να το ωφελήσουν, βοηθώντας τους κατοίκους του να γίνουν καλύτεροι πολίτες. Η φιλοσοφία δεν θα κάνει την άμυνα του κράτους μας καλύτερη, τουλάχιστον άμεσα, δεν θα την κάνει, όμως, και χειρότερη. Το σίγουρο είναι ότι ένα κράτος, του οποίου οι πολίτες φιλοσοφούν, είναι ένα κράτος άξιο υπεράσπισης. Άρα, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι ν’ ακολουθήσουμε την συμβουλή του Περικλή: Φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας.