Η Θάλεια είναι γέννημα θρέμμα της οδού Μ. Δεν μετακινείται, παρά μόνο για να πάει στο γραφείο του Βρασίδα Γκέκα και του Τέρη Χαμηλοθώρη, όπου εργάζεται.
Η Θάλεια ζει με την αδελφή της, την Ερατώ. Οι γείτονες τις ονομάζουν «Μούσες της διπλανής πόρτας». Οι γείτονες που γελούν, τσακώνονται, χορεύουν, θορυβούν. Ο μισός τρίτος όροφος δεν έχει ησυχία.
Ωστόσο, η Θάλεια κι η Ερατώ ζουν «στην σκοτεινή πλευρά του ορόφου». Κι ας μην ζει, πια, εκεί ο κύριος Κ…
Ένα μυθιστόρημα για τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, την αγάπη και την ενηλικίωση που έρχεται, ακόμη και καθυστερημένα!
Το βιβλίο είναι ολίγον τι γροθιά στο στομάχι, αν κι “αινιγματικά” κι έξυπνα αστείο και βγαλμένο από μια “άλλη”, αλλά όχι και τόσο μακρινή, εποχή.
Σκοτεινό και πυκνό, γεμάτο μεταφορές που απαιτούν δεύτερη ανάγνωση.
Περίτεχνα περιγραφικό αναφέρεται στην “Αγία Οικογένεια”, η οποία συγκεντρώνεται, τραπεζώνει κόσμο, όλοι έχουν να λένε γι’ αυτήν, μια οικογένεια που θυμίζει “πατρίς – θρησκεία – οικογένεια”, μα κρύβει άφθονη πατριαρχία, “βία” κι απαγόρευση.
Κάθε οικογένεια έχει τα δικά της, τα πάνω και τα κάτω της. Έτσι κι αυτή, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι σαν όλες τις άλλες. Όλες τόσο διαφορετικές κι όλες τόσο ίδιες.
Γενιές και γενιές, όλοι σαν σ’ ένα τραπέζι με τις μνήμες τους και τις χαρές και τα τραύματά τους. Διότι όλοι κουβαλάμε τραύματα “φτιαγμένα” απ’ την φαμίλια μας είτε είναι ορατά είτε όχι. Κάποτε… σκάνε…
Γιατί όλες οι οικογένειες έχουν κι αυτόν τον έναν που προτρέπει όλους τους άλλους να πιουν το… τσάι τους και να σιωπήσουν, να κοιτάξουν την δουλειά τους και μόνο…
Αλλά, ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις οικογένειες, τα μέλη των οποίων προσκολλώνται και μένουν “εκεί”, μένουν στάσιμα, παρά την όποια θέληση κι αν έχουν γι’ αλλαγή, υπάρχουν και τ’ άτομα εκείνα που επαναστατούν, σηκώνουν κεφάλι, ξεκολλάνε, χτίζουν μια νέα ζωή πολύ πιο διαφορετική, μακριά απ’ τ’ όνομα και την όποια “ιδιαίτερη πατρίδα”…
Ποιοι, άραγε, απ’ τους ήρωες της Μαρίνας Παπαγεωργίου στο βιβλίο “Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις” θα καταφέρουν να ξεκολλήσουν απ’ την οδό Μ. και ποιοι θα ταυτίσουν τ’ όνομά τους μ’ αυτήν;