Home >> Αφιέρωμα >> Η ζωγραφιά του Μπαγιαντέρα

Η ζωγραφιά του Μπαγιαντέρα

Γεννήθηκε το 1903 στον Πειραιά. Σε ένα πολιτισμικό χωνευτήρι. Έμαθα μαντολίνο στη μουσική σχολή Προμηθεύς και έπειτα προχώρησε στο μπουζούκι. Έκανε πάλη και ακροβατούσε μεταξύ νόμου και παραβατικότητας. Στα έξι έτη της προπολεμικής περιόδου ήταν πιο παραγωγικός και σίγουρα προτού τυφλωθεί. Η κόρη του, η οποία ήξερε να παίζει πιάνο άκουγε τις νότες από τον Δημήτρη Γκόγκο και έτσι έμειναν και έφτασαν σε εμάς.

Η μεταξική λογοκρισία, παραδόξως, βοήθησε σε αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή, η αναγκαστική υπαγωγή λόγου και μουσική, έκανε τις καταγραφές να διατηρηθούν στο χρόνο. Την περίοδο της χούντας δεν ηχογράφησε ούτε ένα τραγούδι. Αμέσως μετά, στο πλαίσιο της αναβίωσης του ρεμπέτικου, ο Διονύσης Σαββόπουλος τον ξανασυστήνει στο κοινό, μαζί με όλη την εποχή του ρεμπέτικου.

Το παρωνύμιο Μπαγιαντέρας προέκυψε από τις εξωτικές αναπαραστάσεις της Ανατολής, στα τέλη του 19ου αιώνα. Τον Οκτώβριο του 1922, ανεβαίνει στην Αθήνα, η οπερέτα Μπαγιαντέρα από τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη. Όπως λέει ο ίδιος, την Αποκριά του 1924, παίζει σε ένα γλέντι τη δική του εκδοχή, σε διασκευή, τον ακούει ο παλιός δημοσιογράφος Δελαπόρτας και τον βαπτίζει ορμώμενος από το γεγονός ότι, τότε, ήταν ναύτης.

Το αρχικό του επώνυμο ήταν Κοκού. Είχε καταγωγή από τον Πόρο, από τον πατέρα, και την Ύδρα, από τη μητέρα. Το Κοκού, στα αρβανίτικα σημαίνει “πουλί”.

Το 1982 εκδόθηκε, μόλις τρία χρόνια πριν πεθάνει, από τον Μιχάλη Γενίτσαρη, ένα τραγούδι το οποίο γράφτηκε το 1935. Είναι από αυτά που ήρθαν στη δημοσιότητα πολλά χρόνια αργότερα, εξαιτίας της αναφοράς στις ουσίες και τις ασχολίες του περιθωρίου. Η μελωδική γραμμή είναι από αδέσποτες φράσεις της Πόλης και του σμυρναίικου ιδιώματος. Μουσικά δάνεια από τους σολίστ του μπουζουκιού.

Από το 1941, όπου τυφλώθηκε 51 ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, επάνω στο πάλκο, αναγκάστηκε να παίζει στο δρόμο. Να βγάζει τη σφουγγάρα. Άρχισε η αγωνία της επιβίωσης.

Έπαιρνε το μπουζούκι του και έπαιζε σε ταβέρνες μαζί με την κόρη του για το ψωμάκι. Στου Χαροκόπου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Είχε επίγνωση από το νησιώτικο, το ελαφρό τραγούδι της εποχής του μεσοπολέμου, του δημοτικού αλλά και του βουβού κινηματογράφου. Από τα προπολεμικά τραγούδια του Μπαγιαντέρα, ο Τσιτσάνης είχε ζηλέψει τη μελαχρινή.

Το παρακάτω άσμα περιγράφει τόσο την κατάσταση μετά τον εμφύλιο, με τις πικραμένες νύχτες, όσο και το προσωπικό αδιέξοδο που βρισκόταν ο ίδιος, με το μαράζι στην καρδιά. Χαράματα λυπητερά.

Όπως αναφέρει η κόρη του, Έλλη Γκόκου, έτρεφε ενδιαφέρον για την ποίηση και διάβαζε περιοδικά της εποχής. Η πρώτη του ανέκδοτη δημιουργία προέκυψε το 1933.

Με αφορμή μια δολοφονία παπατζή στο κοντά στο Χατζηκυριάκειο, για την οριοθέτηση του χώρου δράσης του! Ο ίδιος έλεγε ότι έγραψε για τις γυναίκες σε όλες τις περιφέρειες του Πειραιά για να μην αφήσει καμία παραπονεμένη!

Στα παιδικά του χρόνια έπαιζε πιάνο στους κινηματογράφους, με πληρωμή να μπορεί να μπαίνει στο χώρο χωρίς εισιτήριο. Η Πρασινομάτα ή Γιατί Γιατί είχε αρχική μελωδία μπολερό. Μετά, άλλαξε η γραμμή και έγινε χασαποσέρβικο.

Για τη συνέχεια ο τραγουδιστής με τις φωνές αηδονιών στο λαρύγγι του. Ο Μπαγιαντέρας το έγραψε για τη γυναίκα του. Σύνθεση ορχήστρας: μπαγλαμάς, μαντολίνο, κιθάρα.

Ο Μπαγιαντέρας έπαιξε σε δύο τραγούδια του Τσιτσάνη το 1938, αλλά και με το Μανώλη Χιώτη, ο οποίος ήταν, τότε στην ηλικία των 17 ετών.

Κλείνουμε το σημερινό αφιέρωμα με δύο ξεχωριστές δημιουργίες. Η πρώτη γράφτηκε όταν η κόρη του έφυγε για το εξωτερικό.

Η δεύτερη είχε πηγή έμπνευσης την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ναζί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *