Οι εκάστοτε συγκεντρωτικές, πλήρως ανελεύθερες δικτατορίες, παρότι μέλη του περιβόητου δυτικού τρόπου αξιών, ήδη από τη δεκαετία του 1950 επέβαλαν λογοκρισία, καθεστώς περιορισμών και ανακόπτουν την ομαλότητα. Η επιβολή συνεχίζεται με το ηθικό και αισθητικό μέρος της βίας και της αγανάκτησης. Η Ελλάδα είναι χώρα προφορικού πολιτισμού, με μεγαλύτερη βαρύτητα έναντι του γραπτού. Αποτελεί εργαλείο αναπαραγωγής της γλώσσας, συνθέτει τη γραμμή άμυνας και την ψυχαγωγική τομή οριοθέτησης και πυξίδας του λαϊκού αισθήματος με τη μυθολογία πολιτικού και πνευματικού οράματος. Άλλωστε, εκεί που αποτυγχάνουν οι λέξεις, ξεπηδά η μουσική. Μεταφέρει μηνύματα και προκαλεί συγκίνηση. Ο λόγος θέλει να ενώσει ανθρώπους γύρω από τη δυναμική των κοινών μύθων. Η καρδιά παύει να είναι η βαλβίδα που χτυπάει. Πρωταγωνιστεί. Η ψυχή, έννοια που επί της ουσίας δεν υφίσταται, επιμένει να αναζητά τους κώδικες για τις ατέλειες της ζωής.
Σε έναν έναστρο ουρανό η Αστραδενή, μία από τις έξι Πλειάδες, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης, δένει τα άστρα. Η Αστάρτη ήταν η αρχαία θεότητα των Φοινίκων. Θεωρούνταν κόρη της Σελήνης και του Ήλιου. Προσέγγιζε τα χαρακτηριστικά της ουράνιας Αφροδίτης, εκείνα, δηλαδή, της μεγαλύτερης πνευματικότητας, των υψηλών αξιών. Ήταν διαφορετικά από της πάνδημης Αφροδίτης, κατεξοχήν θεάς του έρωτα. Εμείς, συνεχίζουμε στο σύμπαν του Αλέκου Σακελλάριου με το δεύτερο μέρος του αφιερώματος μας στη σελίδα OOTB.gr
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ (α)
Απέναντι ακριβώς από το εργοστάσιο τσιμέντων «Άτλας» στις Τρεις Γέφυρες, υπήρχε μια μεγάλη εγκαταλελειμένη αποθήκη. Αυτή, λοιπόν, την αποθήκη την πήρε ο Φίνος και την έκανε «πλατό». Κι όταν λέμε «πλατό» μην πάει το μυαλό σας στα «πλατό» όπως είναι σήμερα.
Το πρώτο «πλατό» του Φίνου, που στην ουσία ήταν και το πρώτο «πλατό» του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν όπως είπαμε μια αποθήκη χωρίς κανέναν από τους γνωστούς τεχνικούς εξοπλισμούς. Και μόνο η εφευρετικότητα του Φίνου, κατάφερε να κάνει στούντιο -και μάλιστα, στούντιο μέσα στο οποίο γυριστήκανε αξιόλογες ταινίες— αυτόν τον εντελώς ακατάλληλο χώρο. Και πρώτα-πρώτα δεν υπήρχαν προβολείς. Προβολείς που σήμερα έχουνε ακόμα κι οι ερασιτέχνες φωτογράφοι, τότε ήταν ένα είδος εντελώς άγνωστο.
Ο πρώτος προβολέας που μπήκε στο στούντιο του Φίνου, ήταν ένας μικρός προβολέας -πεντακόσια βατ όλα κι όλα— που δεν ξέρω πού τον βρήκε ο Φίνος και τον έφερε με όλας τας τιμάς, όταν γυρίζαμε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», για να κάνουμε ένα εφέ.
Τα φώτα, λοιπόν, στο πρώτο αυτό «πλατό» ήταν μεγάλες και μικρές τενεκεδένιες σκάφες, που είχανε απλά «ντουί» στα οποία βιδώναμε κοινές λάμπες των εκατό και των διακοσίων κεριών. Υπήρχαν, ακόμα και μερικοί δήθεν προβολείς, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μεγάλες λάμπες απάνω σε κάποιο πόδι, χωρίς να έχουνε όμως μπροστά τους ειδικούς αυτούς φακούς που έχουνε οι προβολείς και που επιτρέπουν, με τους κατάλληλους χειρισμούς, το φως, να γίνεται συγκεντρωτικό ή διάχυτο.
Πριν, όμως, προχωρήσω στο πώς γυρίστηκε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και στα χαριτωμένα επεισόδια που δημιουργηθήκανε στη διάρκεια του γυρίσματος, θα έπρεπε ίσως να σας πω ότι τότε δεν υπήρχανε τα κινηματογραφικά συνεργεία, που δημιουργηθήκανε λίγα χρόνια αργότερα.
Δύο-τρεις άνθρωποι, παθιασμένοι με τον κινηματογράφο, είμαστε όλοι κι όλοι που κάναμε πρόθυμα όλες τις δουλειές -που τώρα κάνουνε τα πολυμελή συνεργεία- χωρίς αρμοδιότητες και προπάντων, χωρίς αντιρρήσεις. Πρώτος και καλύτερος, φυσικά, ο Φίνος, που είχε και το γενικό πρόσταγμα. Μονάχος του ήτανε συνεργείο ολόκληρο.
Αυτός έκανε τους φωτισμούς, αυτός έκανε τη φωνοληψία, αυτός έκανε την εμφάνιση και την εκτύπωση το φιλμ, αυτός έκανε το μοντάζ, κι αυτός όποτε χρειαζότανε, έκανε και τον οπερατέρ. Και κοντά σ’ αυτόν κι όλοι εμείς, που κουβαλούσαμε τα φωτιστικά σώματα, μεταφέραμε τη μηχανή, κινούσαμε το Travelling, στήναμε το ντεκόρ.
Το «συνεργείο», λοιπόν, που γύρισε την ιστορική αυτή ταινία, ήτανε εκτός από το Φίνο, ο Μάρκος Ζέρβας -ο αργότερα διευθυντής και σκηνογράφος της «Φίνος-Φιλμ»— ο μακιγιέρ Σταύρος Κελεσίδης, ο πιτσιρίκος τότε Θεόφιλος Ασημακόπουλος, που αργότερα έγινε ο διευθυντής του εργαστηρίου της «Φίνος», εγώ κι ο βοηθός μου, ο εκλεκτός σήμερα σκηνοθέτης Κώστας Ανδρίτσος.
Από το βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου, “λες και Ήταν Χθες”, εκδόσεις Μένανδρος.