Με πρόσταγμα σαν έτοιμο σπαθί. Πού καιρός για να απελευθερωθεί απ’το αγκάθι του δρόμου ο στοχασμός; Μέρες δίκοπες. Εκεί όπου τα πάντα άλλαξαν μεμιάς. Στην πέτρα της υπομονής με το λωτό και τον άγγελο για το πανάρχαιο δράμα. Βαρύς ρυθμός. Τρικύμισμα της θάλασσας.
Όταν οι δύο βράχοι από τα σπλάχνα της ΕΠΟΝ, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης συναντήθηκαν στις κουίντες του Βρετάνια, ο θίασος των ενωμένων καλλιτεχνών, ζυμωμένος από τους αγώνες της αριστεράς, έδωσαν όλη τους την ορμή για ένα μουσικό σύμπαν με κέντρο του τον άνθρωπο. Κεντρικό πρόσωπο του έργου τους, η γυναίκα. Το άλλο μισό του ουρανού. Η μάνα, η αδερφή, η φίλη, η ερωμένη, η καλόγρια, η τσιγγάνα, η γυναίκα που γεννά τον κόσμο, εκείνη που γίνεται μοιρολογίστρα του πνεύματος και της σάρκας. Οι γυναίκες και η θάλασσα έχουν το κοινό στοιχείο. Δεν μπορεί κανείς να τις εξαντλήσει.
Την αποφράδα 21/4/1967, η αμερικανοκίνητη χούντα έσβησε ακόμη και το κεράκι θλίψης του ελληνικού λαού. Το υπέροχο από το γελοίο απέχουν μόνον ένα βήμα. Σταγονίδια με μορφή μπόρας και καταιγίδας. Η φαιά πανούκλα. Την επταετία της σιωπής, λίγοι στάθηκαν ορθοί στον εσπερινό της ελευθερίας. Βαριά ζωή για τη σύγχρονη περηφάνια. Γελοίο πραξικόπημα με δραματική επίπτωση στην Κύπρο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, Οδυσσέας Ελύτης
[Π ρ ο β ο λ έ α ς α’]
Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο
προαύλιο, μεθυσμένοι οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χει-
ρονομίες. Ο αξιωματικός που βγαίνει από κάποιο κελί κάτι
λέει στον στρατιωτικό ιατρό. Πίσω τους ακούγονται γδούποι
και οιμωγές.
Στις 28 Μάρτη του 1969 ο Γιώργος Σεφέρης με μαγνητοφωνημένο μήνυμά του που στέλνει κρυφά και μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, εκφράζεται ανοιχτά κατά του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας των συνταγματαρχών.
«Πάει καιρός. Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου ―δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία― έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά, τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας, και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω: μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
28 Μαρτίου 1969.»
και
Από το ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄:
Από βλακεία
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Αθήνα, καλοκαίρι — Princeton N. J., Χριστούγεννα 1968
Με δήλωσή του στο περιοδικό Σπίγκελ, ο Λαδάς υποστήριξε τα εξής: ” Ο αριθμός των συλλήψεων δεν υπερβαίνει το 1% των κατοίκων της Ελλάδας”. Σημειώνουμε ότι, τότε, ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 8,5 εκατομμύρια ήτοι 85 χιλιάδες συλλήψεις, βασανισμοί, μετατοπίσεις, εκτελέσεις, εξορία.
Προτού περάσουμε στο κύριο θέμα μας, καταγράφουμε πως οι καλλιτέχνες της εποχής, μαθημένοι στις δυσκολίες και την, ήδη, ισχύουσα λογοκρισία, εφηύραν το έμμετρο ημερολόγιο στο οποίο το μέτρο ήταν ο υποβολέας του ρυθμού. Επίσης, ο βαθιά αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χαρακτήρας της μουσικής τους κατάφερε να στήσει παγίδα στους αστούς ηθικολόγους και τις παραφυάδες τους. Ο γνήσιος καλλιτέχνης είναι τέρας εγωισμού και μόνον οι ανόητοι θα μπορούσαν να εκλάβουν τις δημιουργίες σαν παιδαγωγικές πράξεις ή εκφράσεις λαϊκών συμφερόντων.
Χούντα χωρίς λογοκρισία δεν μπορεί να σταθεί. Οτιδήποτε έχει σχέση με τον πολιτισμό και τον άνθρωπο, τα βιβλία, τις τέχνες, τις γελοιογραφίες, έπρεπε να μπει στο γύψο. Οι εντεταλμένοι λογοκριτές υπέπιπταν σε διαρκή ευτράπελα καθώς έκοβαν και ερωτικά τραγούδια, κρίνοντάς τα ως ύποπτα. Το διάταγμα είχε τον αριθμό 13, 1/6/1967, του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Οδυσσέα Αγγελή. Απαγορεύτηκαν η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν γλίτωσαν οι Σαββόπουλος, Χατζιδάκις, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Γκάτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης.
Η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε με πάθος την αντίσταση από το Μπρόντγουεϊ, με τη θεατρική μεταφορά των Παιδιών του Πειραιά.
Ο πόνος, η φτώχεια, η πίκρα και η απογοήτευση ήταν έννοιες ανεπιθύμητες για την καθεστηκυία πολιτική κατάσταση των ταμάτων του έθνους και των λεόντειων συμβάσεων με τα αμερικανικά μονοπώλια.
Βέβαια, ούτε λόγος από την “εθνοσωτήριον” για φτωχά παιδιά που ξενυχτάνε νηστικά…
Ο δίσκος του Λίνου Κόκκοτου και του Άκου Δασκαλόπουλου, με στίχους όπως, στους Αμπελοκήπους πάνε σηκωτούς δυο τύπους, δεν θα μπορούσε παρά να μπει στην πυρά.
Ο Γιώργος Νταλάρας, το 1967, ηχογραφεί σε 45αρι, ένα τραγούδι των Βασίλη Αρχιτεκτονίδη και Παναγιώτη Καλαποθαράκου, με τίτλο “Η Προσμονή“. Κόπηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Τα ίδια με τα παραπάνω και εδώ. Τραγούδι του Βασίλη Κουμπή με το Δημήτρη Μητροπάνο.
Ο Κουταλιανός δεν ενόχλησε τη λογοκρισία. Εν προκειμένω, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά εδώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δίνει σαφείς υπόνοιες για το δικτάτορα τη συμπεριφορά του μπροστά στη σύζυγο Δέσποινα.
Έκλεισαν την εφημερίδα που εργαζόταν. Η ίδια πήγε στο αεροδρόμιο και αναζήτησε τη φυγή της προς τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, την περίμενε η ασφάλεια. Έπειτα από εξοντωτικό έλεγχο ανέβηκε στο αεροπλάνο και έτσι, η Σώτια Τσώτου έγραψε το ακόλουθο.