Ο ναρκισσισμός είναι η ζωτική συνιστώσα που υπάρχει παντού και πάντα στις δυτικές, κυρίως αστικές, κοινωνίες. Ο καταναλωτισμός έχει σχέση με τα αντικείμενα και την αξία τους. Χρήση ή απόλαυση. Με άλλα λόγια, η εξάρτηση της ύπαρξης από την κατοχή πραγμάτων. Το Είναι εκτοπίζεται από το Έχω. Σε δεύτερο επίπεδο, το Έχω μετατρέπεται από την κυριαρχία του χρήματος και το φετιχισμό της σαγήνης της ποσότητας.
Ο έρωτας για τον εαυτό μας, χωρίζεται σε δύο μέρη. Αρχικά, ο πρωτογενής ναρκισσισμός. Κλειστός χώρος για την ανάγκη προστασίας και ανάπτυξης του εγωισμού. Ο δευτερογενής ναρκισσισμός διαμεσολαβείται από το αντικείμενο. Έμψυχο ή άψυχο. Η υιοθέτηση μια εικόνας, δηλαδή η πιθανή ταύτιση και για την πραγμάτωση επιθυμιών.
Ο ναρκισσισμός είναι ανθρωπολογικό δεδομένο. Πρώτη του έκφανση είναι ο ζωοδότης ναρκισσισμός. Η καλύτερη στάση προς τους άλλους είναι η ίδια με την εκτίμηση της στάσης μας προς τον εαυτό μας. Ο παραισθησιογόνος ναρκισσισμός είναι εκείνη η συνθήκη που βάζει το άτομο σε διαδικασία φαντασιακού των συγκρίσεων με σκοπό την επικράτηση έναντι του άλλου. Το τρίτο είδος είναι ο νοσηρός ναρκισσισμός. Είναι η μισαλλοδοξία. Εκεί που ο άλλος δεν έχει χώρο. Επικρατούν οι διακρίσεις.
Ο Γκάτσος με τους στίχους του καλλιέργησε τον αντί-νάρκισσο. Αναγνώρισε το λαό ως δρων υποκείμενο. Παράλληλα, ξόρκισε την απάτη της τελειότητας και της ορθής κρίσης των εκάστοτε κυβερνώντων. Σμίλευσε το χώρο για την κοινή εμπειρία και έβαλε τους σπόρους του κοινού κήπου για το χορό. Τη χάρη και την αναγνώριση. Η σοφία του ήταν ότι έκανε το καθεστώς ανάγκης, καθεστώς απόλαυσης ενός χρόνου γνώσης και εναρμόνισης με το φυσικό περιβάλλον, τις αξίες της καθολικότητας μέσων της παροδικότητας όλων.
Στα Παράλογα Τραγούδια Της Φθοράς Και Του Ονείρου (Ελλαδογραφία), το 1976, ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδάει για τελευταία φορά Νίκο Γκάτσο. Με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι αλλά ενορχήστρωση του Μίκη. Η πρώτη φορά είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ο Γκάτσος έβαλε στην παλάμη του Μίκη ορισμένους στίχους οι οποίοι μπορεί να τον αφορούσαν. Το 1961, στο Παρίσι, βλέπει την πρόχειρη κόπια της ταινίας, Η Σκιά της Γάτας, προκειμένου να γράψει μουσική για το φιλμ. Εκεί θυμάται το χαρτάκι του ποιητή. Μόλις ανάβουν τα φώτα, ο Θεοδωράκης, αρχίζει με μελοποιεί. Δεν τον συγκίνησαν όσα είδε. Μάλιστα, είπε στους υπεύθυνους ότι θα έπρεπε να την ξαναδεί!
Στην αρχική γραφή του Γκάτσου υπήρχε και δεύτερο κουπλέ για το “Αν θυμηθείς τ’όνειρό μου”. Έλεγε: Στην αγκαλιά μου σαν άστρο κοιμήσου κι απόψε, είναι η καρδιά μου κοντά σου ποτάμι θολό, απ’της αγάπης τον κήπο γαρύφαλλα κόψε και πριν να φύγω, άσε με λίγο να σε φιλώ.
Ο άνθρωπος που περνάει δια πυρός και σιδήρου στη ζωή του είναι η κύρια κραυγή στο εικονοστάσι του Νίκου Γκάτσου σχετικά με τον καθημερινό βίο. Η άγρια μετάβαση από το ροδόσταμο στο φαρμάκι. Το παραπάνω τραγούδι είναι μέρος ενός ανολοκλήρωτο θεατρικού έργου του Γκάτσου, Η Εποχή Των Δολοφόνων, και εντασσόταν στα χορωδιακά μέλη ως μοιρολόι. Μάλιστα είχε και μια επιπλέον στροφή. Μαχαίρι σου έδωσα χρυσό και τ’ασημένιο τάσι μου, να πιεις νερό της λησμονιάς και να χαράξεις άλιωτο στην πέτρα τ’όνομά σου.
Ο κύκλος τραγουδιών, ο μοναδικός που έγραψε ο Θεοδωράκης σε στίχους Νίκου Γκάτσου ήταν τα Έξι Φεγγάρια της Θάλασσας. Ηχογραφήθηκε λίγο πριν τη δικτατορία. Με ερμηνευτές τη Βίκυ Μοσχολιού και το Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε δυο φίλους σε κάποιο νησί. Τελικά, πήρε ο ένας το μαχαίρι και ο άλλος το σπαθί και τ’αγαπημένο ταίρι σαν καπνός έχει χαθεί. Τους εκοίταζαν οι γλάροι, τους εκοίταζα και γω, σαν θαλασσινό φεγγάρι πάνω από την Αμοργό.