Home >> Αφιέρωμα >> Άννα Παναγιωτοπούλου: Χρυσάφι στο χαλκό

Άννα Παναγιωτοπούλου: Χρυσάφι στο χαλκό

Το 1994, ο Κώστας Μακεδόνας μαζί με το Γιώργο Ζήκα, μέσα από τις δισκογραφικές τους επιλογές, χάραξαν το δρόμο για να ξανασυστήσουν το λαϊκό τραγούδι, απαλλαγμένο από τα άλγη της δεκαετίας του 1980 και την απελευθέρωση της κουλτούρας και της βροντερης εμφάνισης, εν είδει κοινού τόπου, των μικροαστικών αντιλήψεων. Ο Μπουζουξής είχε ακουστεί, τότε, από τη Μαριώ και τον ίδιο το δημιουργό αλλά έγινε, ευρέως, γνωστός από τον τρίτο δίσκο του Μακεδόνα, με τη συμμετοχή της Άννας Παναγιωτοπούλου. Οι τρεις δίσκοι, ήταν με τη φροντίδα του Σταμάτη Κραουνάκη. Εμείς, πάλι, λέμε να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από πιο πίσω…

Με θέμα τη δεκαετία του 1950, η θεατρική παράσταση, “Το τραμ το τελευταίο”, με την Άννα Παναγιωτοπούλου και το Σταμάτη Φασουλή ανέβηκε το καλοκαίρι του 1976 στο Άλσος Παγκρατίου. Οι δυο τους ήταν κομβικά πρόσωπα για την αναγέννηση του θεάτρου στα τελευταία χρόνια της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης. Το παλιό θέατρο είχε τη μούχλα των Απριλιανών και η εμφάνιση του Ελεύθερου Θεάτρου, για τους Αθηναίους, ήταν αποκάλυψη. Στο θεατράκι που άλλοτε, έπαιζε καραγκιόζη. Επιτέλους, το υλικό είχε φρεσκάδα, τόλμη και σάτιρα που έσπαγε κόκαλα. Ζωντάνευε η δεκαετία του 1950, έως τις αρχές του 1960 σε όλα τα επίπεδα. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα μουσικά, τα οικογενειακά, τα πολιτικά θέματα, περνούσαν από τα μάτια των θεατών.

Η ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου με βάση της φοιτητές από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η οποία εμπλουτίστηκε αργότερα, είχε ξεκινήσει τις παραστάσεις της από το 1970. Το 1980, μετονομάστηκε σε Ελεύθερη Σκηνή. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, γράφει σχετικά: «Ανακαλύψαμε το θησαυρό της αμεσότητας, το θησαυρό του αυτοσχεδιασμού, το θησαυρό της απόλυτης επικοινωνίας και συνενοχής με το κοινό. Αυτό το μοναδικό κλείσιμο του ματιού σε ένα θεατή που μιλάς την ίδια, καθημερινή γλώσσα μαζί του. Η λογοκρισία της χούντας ευνούχιζε την επιθεώρηση. Έτσι, ξαναμπήκαμε σε αυτό το άγνωστο, μαγικό τοπίο και ανακαλύψαμε ένα άλλο, μαγικό όπλο. Το υπονοούμενο!».

Ήταν, πια, καλοκαίρι του 1980 και όλα ήταν προσφερόμενα. Με χορηγό τα ζυμαρικά, Κρετίνοι (μάλλον ιταλικής προέλευσης! ) ο Μίμης Χρυσομάλλης σε ρόλο εκφωνητή, παρουσίαζε την τελευταία περίοδο του Ελεύθερου Θεάτρου, το οποίο στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ελεύθερη Σκηνή, στο Άλσος Παγκρατίου, με την επιθεώρηση Αναντάμ Παπαντάμ.

Το 1981 στο θέατρο Σμαρούλα, έφυγε το τσερβέλο, έγινε της Ελλάδας το κάγκελο σε ετούτο το παλιάμπελο. Μαζί με τη Μίνα Αδαμάκη. Νέο μέλος στην ομάδα. Το χειμώνα εκείνης της χρονιάς, στο θέατρο Βέμπο, παρουσιάστηκε το Γιατί χαίρεται ο κόσμος-κάτι σαν θεατρικό/μουσικό ντοκυμαντέρ για τη δικτατορία-, και το επόμενο καλοκαίρι, ξέρετε, αυτό της Αλλαγής, επέστρεψαν στην επιθεώρηση. Τίτλος της; Αλλαγή και επάνω τούρλα! Εμπρός για επιθεώρηση, εμπρός παιδιά μου, εμπρός. Ένα, δύο, τρία και αλλαγή! Μην την ψάχνεις δηλαδή, με ένα στόμα μια φωνή…Θα φάτε καλά!

Το 1982, στο θέατρο Βέμπο, στην Ελεύθερη Σκηνή, ο Μίμης Χρυσαμάλλης εκείνο το καλοκαίρι, έσπαγε ταμεία με το ακόλουθο νούμερο σαν Λάκης με τη μαύρη και άραχνη ζώνη του! Στο σύντομο χρόνο του σκετς παρουσίαζε το προφίλ μιας λίγο πολύ υπαρκτής φιγούρας του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας προς την αθρόα κατανάλωση. Εκεί που το “είμαι” έδινε το ρόλο του στο “έχω” και το τελευταίο με τη σειρά του, στις μέρες μας πλέον, παραχωρεί την έκταση στο “φαίνομαι και επιδεικνύω”.

Λίγα χρόνια μετά, οι Τρεις Χάριτες, Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίνα Αδαμάκη, Νένα Μεντή, όλες από τα σπλάχνα της Ελεύθερης Σκηνής, αναβιώνουν την οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με τη βοήθεια της Δήμητρας Γαλάνη.

Οι πίκρες, οι χαρές και τα λόγια, η μετουσίωση των παθών σε μια ιστορία γίνονται ελαφρύτερη κατάσταση όταν προσλάβουν γενικά χαρακτηριστικά. Επισημαίνουμε ότι τα τελευταία, περίπου 20 χρόνια, παρατηρείται παραποιημένη αποστασιοποίηση από το δράμα, λέγοντας, όσοι την πρεσβεύουν, ότι βαδίζουν στις νόρμες του Μπρεχτ. Ωστόσο, κρίνοντας με ασφάλεια, εκ του αποτελέσματος, η απόσταση από όσα γίνονται βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην αδιαφορία και τη ματαιοπονία. Την αποστροφή από την οποιαδήποτε συμμετοχή σε κάθε συλλογικότητα, μακριά από κάθε ρεαλισμό, έστω και το μελοδραματισμό και το νατουραλισμό του μεσοπολέμου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπρεχτ σημείωνε πως:” Όταν το δίκιο σου πετάς στο δρόμο, άδικο το δίκιο σου θα γίνει”.

Για παράδειγμα η κίσσα ή αλλιώς κλέφτρα, με μέγεθος σαν μικρό κοράκι, αρπάζει όσα της αρέσουν από το περιβάλλον και τα φέρνει στη φωλιά της. Με άλλα λόγια οι δημιουργοί κλέβουν από τους ανθρώπους αυτά που τους πονούν, τους βασανίζουν, τους χαροποιούν. Τα φτιάχνουν και τα μετασχηματίζουν επιστρέφοντας τα πίσω με το μυστικό άγγισμα όσων ενώνουν.

Το παραπάνω, από το δίσκο, Πάμε Μαέστρο, 1973-1974, και την παράσταση, Και εσύ χτενίζεσαι! Οι στίχοι είναι έμπνευσης του Μποστ και η μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Παράλληλα με το θέατρο στο σανίδι, η Άννα Παναγιωτοπούλου είχε και ραδιοφωνική πορεία με τη Λιλιπούπολη. Είχε την επιμέλεια των κειμένων την οποία ανέλαβε λίγους μήνες μετά την έναρξη της εκπομπής στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ήταν, την ίδια στιγμή και η Χιονάτη! Το 1979, συμμετείχε στο Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, στη φιλόξενη ραδιοφωνική στέγη. Εμείς επιλέγουμε απόσπασμα από τη Βεγγέρα του 1977.

Το 1981 υποδύθηκε την εγγονή της Μαρίας της Πενταγιώτισσας για τις ανάγκες της τηλεοπτικής εκπομπής Πρώτη Σελίδα, με το Φρέντυ Γερμανό. Λίγο καιρό μετά, έγινε ραδιοφωνική συρραφή των καλύτερων κειμένων.

Παρότι ήταν αστικής καταγωγής και στα μικράτα της δεν είχε δει ποτέ επιθεώρηση, έφτιαξε ένα καινούργιο κύτταρο γεμάτο αυτοσαρκασμό, διότι όπως έλεγε, αφού έπαιζε από μικρή τις γριές, θα μπορεί να έχει δουλειά μέχρι τα γεράματά της! Το Έκτο Πάτωμα του Αλφρέντ Ζερί, χειροποίητη δουλειά εκείνης και του Σταμάτη Κραουνάκη, σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, στην αρχή δεν είχε κωμικά στοιχεία. Τα τραγούδια της παράστασης ηχογραφήθηκαν μέσα σε ένα βράδυ μετά την παράσταση. Εδώ, μια πρώτη γεύση!

Η παράσταση Στον Αστερισμό της Μέδουσας, μουσικοθεατρικές σεκάνς για το Γιώργο Μαρίνο, στη Μέδουσα, σε κείμενα του Γιάννη Ξανθούλη, είχε στίχους και τραγούδια που μεταφέρθηκαν και δισκογραφήθηκαν, σε διπλό βινύλιο, στο Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Μαρίνος έβγαινε από ένα τεράστιο αυγό. Η Άννα Παναγιωτοπούλου σε ατμόσφαιρα καμπαρέ!

Η μαντάμ Σουσού παίχτηκε το 1998-1999 στο θέατρο Βρετάνια σε μουσική επιμέλεια Διονύση Τσακνή και στίχους της Μαριανίνας Κριεζή. Τα τραγούδια και τα θέματα της παράστασης δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ. Αντί αυτών, ετούτο.

Όμως, το 2012, το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, σε επιμέλεια Σιδερή Πρίντεζη, παρουσίασε τις βραδιές Ελλήνων Δημιουργών, ο Τσακνής, μετέφερε μέρος των συνθέσεών του από την θεατρική παράσταση Μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά. Από εκεί, το ακόλουθο.

Εκτός των υπόλοιπων ταλέντων της, η Άννα Παναγιωτοπούλου ήταν και φιλόζωη. Το καταγράφουμε ως κάτι ξεχωριστό, σαν πρόσθετη ιδιότητα του χαρακτήρα της, επειδή στην εποχή της αποκτήνωσης, τίποτε δε θεωρείται δεδομένο. Πόσο δε μάλλον, η ευαισθησία. Να πώς αποδόθηκε από το Σάκη Τσιλίκη.

Το 1998 τραγούδησε Γιώργο Ζαμπέτα και Κώστα Πρεντεντέρη. Αλλά, εμείς θα ολοκληρώσουμε το αποψινό αφιέρωμα με το σήμα κατατεθέν της. Σαν ένα γράμμα, με διάφορες αναγνώσεις, στις γενιές που ακολουθούν. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, όπως μας υπενθυμίζει ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ μέσω του Άμλετ, ενίοτε, εμφανίζει τις αντίθετες και μακρινές αξίες και το χάσμα που δημιουργεί η συνειδητοποίηση της μοναχικότητας. Ειδικότερα, η ερώτηση, από την έξοχη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά: «Ο κόσμος γέρνει, γκρεμίζεται, γιατί έπρεπε να γεννηθώ εγώ για να τον στερεώσω;».

Ο Πάμπλο Νερούδα γράφει στα σονέτα του: Αυτός που δεν ταξιδεύει, που δεν διαβάζει που δεν ακούει μουσική, που δεν βρίσκει τη χάρη στον εαυτό του, αυτή που δεν βρίσκει τη χάρη στον εαυτό της, πεθαίνει αργά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *