Κι, κάπου εδώ, έφτασε, πάλι, εκείνη η στιγμή του χρόνου που κάτι ορμάει από μέσα μου και με παρακινεί ν’ αφήσω τα δάκτυλά μου πάνω στο πληκτρολόγιο κι αυτά να χορέψουν, να ταξιδέψουν, όπως τα δάκτυλα του μουσικού στο πιάνο…
Δε σάς κρύβω ότι ταλαντεύτηκα αναφορικά με το αν έπρεπε ή όχι. Κάτι μέσα μου, ένα κομμάτι μου, μού έλεγε “μη γράψεις”, γιατί όσο θα γράφεις, τόσο θα συνειδητοποιείς… Γιατί όσο γράφεις, τόσο βγαίνουν από μέσα σου πράγματα, τα οποία, αργότερα, τα βλέπεις κατάματα, ξεκάθαρα κι αναγκάζεσαι να τα δεχτείς. Βέβαια, ίσως και να τα έχω δεχτεί πριν, καν, τα δω γραμμένα, αλλά είναι κι αυτό τ’ άλλο, το υπόλοιπο κομμάτι του εαυτού μου που φωνάζει ν’ αφεθώ και να γράψω. Και να κλείσω, με τον τρόπο αυτό, μέσα σε μερικές παραγράφους, όλη τη χρονιά, τα καλά και τα κακά, τα παθήματα και τα μαθήματα. Για ν’ αδειάσει το φορτίο, για να μπουν τα πράγματα σε μια σειρά. Για να δημιουργηθεί χώρος για το νέο. Για να πετάξω οριστικά στα σκουπίδια ό,τι σάπιο.
Το να κάνω μια προσωπική ανασκόπηση στο τέλος του χρόνου είναι κάτι που το ξεκίνησα τα τελευταία χρόνια. Το 2016 ήταν η πρώτη φορά! Το 2019 συνειδητά απείχα. Το μυαλό έδινε την εντολή αλλά την έπαιρνε απευθείας πίσω. Κάτι μ’ έγδερνε. Και, για να γλιτώσω λίγο πόνο, τ’ απέφυγα, αλλά τώρα θέλω ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια μου. Αυτή που με ωρίμασε. Και μπορεί εσάς να μη σάς ενδιαφέρει τι βίωσα το 2020. Ποια είμαι, εξάλλου, για να σάς αφορά, αλλά, αν φτάσατε μέχρι και τις τρεις αυτές πρώτες παραγράφους, είναι κέρδος για εμένα. Γιατί μέρος του σκοπού του κειμένου είναι να σάς μυήσω στη διαδικασία. Δε ξέρετε πόσο ψυχοθεραπευτικά θα λειτουργήσει όλο αυτό! Για σκεφτείτε. Να φυλλομετρήσετε τους 12 μήνες της Ζωής σας! Και δε θα πάρει μόνο λίγο χρόνο. Να είστε σίγουροι γι’ αυτό. Το κείμενο θα σάς παιδέψει. Σίγουρα, δε γράφεται σε μία μέρα. Θα χρειαστεί να ξεκινήσετε, να σταματήσετε, να πάρετε ανάσες, να ρίξετε παγωμένο νερό στο πρόσωπό σας. Θα χρειαστεί να νιώσετε πως αποκόπτεστε για λίγο. Διότι πρέπει να εστιάσετε, να θυμηθείτε, να σκαλίσετε, να νιώσετε. Να κάνετε τη δική σας εξομολόγηση στον εαυτό σας. Να μοιραστείτε την αλήθεια σας. Με το μέσα και το έξω σας. Και μη ξεχάσετε, ίσως και να χρειαστεί να έρθετε και σε ρήξη μαζί τους. Τώρα, όσον αφορά στη δική μου εξομολόγηση, αν θέλετε να βάλετε το μάτι στην κλειδαρότρυπα, είναι καθαρά δική σας επιλογή. Εγώ, πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, όσο ευάλωτη κι αν μπορεί να με καταστήσει όλο αυτό, έχω, συνειδητά, αφήσει την πόρτα ανοικτή…
Οι αναμνήσεις αποτελούν ένα ιδιαίτερο και τόσο πλούσιο μέρος της προσωπικότητας, ακόμη και της ίδιας της ύπαρξης, του κάθε ανθρώπου.
Οι αναμνήσεις ποικίλουν. Το περιεχόμενό τους δε βρίσκεται σε μια ευθεία γραμμή. Αν ήταν έτσι, θα ήταν νεκρές. Θα ήταν ένα τίποτα. Οι αναμνήσεις έχουν παλμό. Η ουσία, η ποιότητα και η ποσότητά τους έχουν παλμό. Αυτό δηλώνει την ύπαρξη κίνησης, την ύπαρξη ροής, την ύπαρξη Ζωής.
Αρκετές αναμνήσεις μάς επισκέπτονται, δίχως καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Υπάρχουν, όμως, κι άλλες, στις οποίες εμείς κτυπούμε την πόρτα κι εκείνες πρόσχαρα -ή κι όχι- την ανοίγουν και μάς υποδέχονται. Κι άλλοτε η μνήμη πληγώνει. Κι άλλοτε η μνήμη σχηματίζει αυθόρμητα χαμόγελα.
Οι αναμνήσεις έχουν δύναμη. Οι αναμνήσεις έχουν ένταση. Κάποιες αφήνουν μια γλύκα κι άλλες μια στυφή και πικρή γεύση στα διψασμένα χείλη μας.
Είναι, όμως, όλες δικές μας. Είναι η ιστορία μας. Είναι αυτό που -όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται- έχει διαμορφώσει -και θα εξακολουθεί να διαμορφώνει- την προσωπικότητά μας, το είναι μας.
Μοιραία, λοιπόν, είτε το επιδιώκουμε είτε όχι, πάντα, όσο πλησιάζει η έλευση του νέου έτους -με ό,τι νέο κρύβει μέσα του- μα και το τέλος της κάθε γέρικης χρονιάς που το πέρασμά της άφησε πάνω μας σημάδια ανεξίτηλα, το μυαλό μπαίνει αυτόματα σε μια διαδικασία ανασκόπησης κι αναδρομής. Και μαζί ακολουθούν η καρδιά και η Ψυχή.
Ξέρεις, είναι που τελειώνει κάτι παλιό και ξεκινά κάτι νέο και θες να δεις πώς ήσουν στην έναρξη και πώς στη λήξη του ταξιδιού. Τι άλλαξε πάνω σου και, κυρίως, μέσα σου.
Ποιες οι προσθήκες, ποιες οι απουσίες, ποιες οι εμπειρίες, ποια τα διδάγματα, ποια η νέα γνώση, πόσα και ποια συναισθήματα σε κυρίευσαν, σε γέμισαν, σ’ άδειασαν, πόσα γέλια, πόσα δάκρυα, πόση χαρά, πόσος πόνος, πόσος τρόμος, πόσος ενθουσιασμός κατάφεραν να χωρέσουν σ’ ακόμη δώδεκα πλούσιους μήνες που ανέπνεες σ’ αυτή τη Ζωή; Κάθε ανάσα σου και μια στιγμή σου. Κάθε στιγμή σου και μια ανάμνηση. Κάθε χρονιά με τα πάνω της και τα κάτω της.
Το δίχως άλλο, ήταν μια ζωντανή χρονιά. Κάθε χρονιά είναι. Δε γίνεται διαφορετικά. Κάθε χρονιά, καθετί, κάτι έχει να σού μάθει. Φτάνει να ξέρεις να το επεξεργαστείς, να το εκτιμήσεις, να τ’ αξιοποιήσεις.
Οι αναμνήσεις μπορούν να γίνουν φορτίο στις πλάτες μας, αλλά έχουν και την εκπληκτική ικανότητα να εντάσσουν μέσα τους τ’ απόσταγμα της Ζωής μας, μα και το καθετί που μπορεί να μάς παρακινήσει, να μάς ωθήσει, να μάς κάνει να βουτήξουμε στη δράση, για να διαμορφώσουμε κι άλλες, πολλές περισσότερες από δαύτες. Δίχως αμφιβολία, λοιπόν, κι αυτή η χρονιά έφερε πολλές εμπειρίες, πολλές δυνατές στιγμές που δύσκολα θ’ άλλαζαν ή θ’ αντικαθίσταντο από κάποιες άλλες.
Στιγμές τόσο δικές μας, τόσο μοναδικές, κινητήριος δύναμη, χαμόγελο στα χείλη, γλύκα στη Ψυχή, ενίοτε και πόνος που με τον κατάλληλο τρόπο μετουσιώνεται σε δύναμη. Τη δική σου προσωπική δύναμη για τη συνέχεια.
Κάθε κείμενό μου, απ’ το πρώτο ως και το τελευταίο, αναφορικά με τ’ αντίο στο χρόνο, συνήθιζα να το ξεκινώ μ’ αυτές τις έντονα σε μαύρο χρώμα γραμμένες λέξεις, αυτούσιες, όπως ακριβώς τις είχα νιώσει το 2016! Κι αυτό το κάνω, διότι τις πιστεύω ακράδαντα μία προς μία και θεωρώ πως δε μπορεί να υπάρξει μια εισαγωγή διαφορετική, καλύτερη απ’ αυτή.
Κι, αν και δεν είχε τόσα πολλά γέλια παρά μπόλικο πόνο, δάκρυ και βάρος τούτη η χρονιά, αυτό δεν ισοδυναμεί με τ’ ότι δεν τέλεσε το σκοπό της. Αντίθετα! Συνεπώς, θα φυσήξουμε τις στάχτες, θα σκορπιστούν ψηλά στον αέρα και πάνω σε στέρεο έδαφος θα δημιουργηθεί το νέο… Μέχρι κι αυτό, βέβαια, με τη σειρά του να γίνει στάχτη. Ή ν’ αντέξει και να ριζώσει. Ποιος ξέρει…
Αντικειμενικά, δεν ήταν εύκολη χρονιά. Ήταν φορτίο. Βαρύ. Και, φυσικά, η πανδημία έπαιξε το ρόλο της. Αλλά, όπως σε κάθε κατάσταση, έτσι κι απ’ αυτή, έπρεπε να κρατήσουμε τα θετικά της στοιχεία σε μια ύστατη προσπάθεια να μην αποτρελαθούμε. Επισημαίνω ξανά ότι δε μιλώ εκ μέρους όλου του κόσμου, αλλά εκπροσωπώ μονάχα το μυαλό, την καρδιά και τη Ψυχή της Νίκης. Διότι μόνο αυτά μού ανήκουν και στο τέλος της ημέρας μονάχα εγώ, και πάλι, είμαι υπόλογη και στα τρία.
Τονίζω, λοιπόν, πως, ενώ κάπου στις αρχές ή στα μέσα της πρώτης καραντίνας (αν και η αρχή του έτους δεν ήταν καθόλου ιδανική για εμένα. Το αντίθετο, μάλιστα…) πίστευα πως η χρονιά αυτή είχε ξοφλήσει, πως θα ήταν απ’ τις χειρότερες και πως θα γραφόταν με πελώρια γράμματα στη μαύρη λίστα, εντούτοις τολμώ να πω πως ήταν απ’ τις πιο εποικοδομητικές! Κι αυτό γιατί μέρα με τη μέρα έφτανα πιο κοντά στην αλήθεια μου και, αν και 26, πλέον, χρόνων, γνώρισα λίγο καλύτερα τον εαυτό, τον οποίο αναγκάζομαι να κουβαλώ στον “αχαρακτήριστο” τούτο κόσμο, την ύπαρξη μου την ίδια, την Νίκη.
Πράγματα, ίσως, μικρά αλλά για ‘μένα τόσο μα τόσο καθοριστικά…
Νίκη,
Αρχής γενομένης, ήταν η χρονιά που αναγκάστηκες να πάρεις σημαντικές για τη Ζωή σου αποφάσεις. Σε κάθε επίπεδο. Μα το πρώτο και το καθοριστικό αφορούσε στην αγαπημένη σου πόλη. Εξωγενείς παράγοντες σού κτύπησαν την πόρτα και σού ζήτησαν να ξεριζώσεις ένα κομμάτι σου, τη σύνδεσή σου με το χώρο, την αγαπημένη σου, πλέον, γειτονιά, τη λατρεμένη σου πόλη. Έπρεπε να βάλεις κάτω τα δεδομένα, έπρεπε να σκεφτείς κι όσα σχέδια είχες κάνει, ακόμα και λίγους μήνες πριν, έπρεπε, αναγκαζόσουν να τ’ ανατρέψεις. Πάλεψες να μείνεις στην πόλη σου. Στην Αθήνα σου.
Τα έβαλες κάτω. Μέτρησες τα υπέρ και τα κατά. Μέτρησες τα θετικά και τ’ αρνητικά κι, όσο και αν κατέληγες στο γεγονός ότι την πόλη αυτή δεν πρέπει να την αφήσεις, αναγκάστηκες. Γιατί, πολλές φορές, είναι η ίδια η Ζωή που μάς δείχνει το δρόμο, μάς πιάνει απ’ το χέρι, μάς κατευθύνει και μάς τοποθετεί σε παραδρόμους διαφορετικούς απ’ αυτούς που εμείς είχαμε διαλέξει να διαβούμε. Μόνο εσύ, Νίκη, ξέρεις πόσο σού στοίχισε αυτή η αλλαγή. Μόνο εσύ ξέρεις πόσο έξω απ’ τα νερά σου νιώθεις, ακόμα κι ένα, σχεδόν, χρόνο αργότερα, που πρέπει να κρατήσεις όλα αυτά τα βιωμένα χρόνια, με τα πάνω και τα κάτω τους, ως μια ανάμνηση μέσα σου. Μόνο εσύ ξέρεις πόσο πολύ σε λυγίζει που είσαι μακριά απ’ όλα εκείνα τα μέρη, τα στέκια, τους δρόμους, τα σημεία – κλειδιά που τόσο αγαπάς σ’ αυτή την πόλη. Σ’ όλα εκείνα που έχουν τ’ αποτύπωμά σου. Τις στιγμές σου που τις περπάτησες και τις βίωσες στους δρόμους αυτούς, στα σημεία εκείνα που έγιναν κομμάτι σου, που μ’ επιμονή, φίλους και βιώματα – καταστάσεις έμαθες και χαράχθηκαν μέσα σου.
Το τζι πι ες της καρδιάς σου πάντα θα οδηγεί στους δρόμους αυτούς, στις στάσεις εκείνες, στην αγαπημένη γειτονιά, στην είσοδο της πολυκατοικίας, ανεβαίνοντας τα σκαλιά και καταλήγοντας στο διαμέρισμα εκείνο που στέγασε τους φοιτητικούς σου μήνες, τη ξεκούρασή σου μετά τη δουλειά, τον αγαπημένο σου, τις στιγμές σου, τον κόπο σου να τα προλάβεις όλα, τη μουσική σου, τους αγώνες της ομάδας σου στη διαπασών, όταν δεν έπαιρνες τον ηλεκτρικό, για να τρέξεις στο γήπεδο και στο πλευρό της “αγαπημένης” σου. Το σπίτι εκείνο που στέγασε μια καινούργια Νίκη. Μια διαφορετική, απ’ τα προηγούμενα χρόνια, Νίκη. Το σπίτι εκείνο που γινόταν πότε καταφύγιο και πότε θηλιά στο λαιμό σου. Αλλά δεν έφταιγε εκείνο. Η καθημερινότητα έφταιγε γι’ αυτό.
Και, όταν δεν άντεχες, ντυνόσουν βιαστικά κι έβγαινες έξω. Περπατούσες, χανόσουν με τις ώρες με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά και τις σκέψεις μπερδεμένες, παλεύοντας να τις βάλεις σε μια σειρά. Άλλες φορές έτρεχες να βρεις την οικεία, την αγκαλιά εκείνη που σ’ έκλεινε μέσα της κι εκείνα τα δυο χείλη που κούμπωναν πάνω στα δικά σου και ηρεμούσες -ή, έτσι, νόμιζες… Άλλες φορές καλούσες τον κολλητό σου και παίρνοντας το γνωστό εκείνο λεωφορείο έτρεχες κοντά του, τον κολλητό εκείνο που, όσο τα χρόνια περνούν, τόσο περισσότερο συνεννοείστε με τα μάτια και, όσο και αν σού σπάει τα νεύρα, ξέρεις ότι, αν δε μιλήσετε μια μέρα, τότε η μέρα αυτή, σίγουρα, έχει κυλήσει χαμένη. Και, άλλοτε, με τα πόδια να σ’ οδηγούν, χωρίς να τα ελέγχεις, πήγαινες στα στέκια τα γνωστά να συναντήσεις φίλους αγαπημένους κι άλλους που με τον καιρό αποδείχθηκαν φθηνοί. Μα, τότε, δεν ήξερες… Και, άλλοτε, έτρεχες να δεις, έστω και μισή ώρα, τον αδελφό σου, ένα πέρασμα απ’ τη δουλειά, ένα γρήγορο καφέ, διότι τις σχέσεις, όσο τις αφήνεις, τόσο σ’ αφήνουν…
Έτρεχες σ’ αυτή την πόλη. Έτρεχες, όλο έτρεχες. Πότε με τα πόδια, πότε με τα Μέσα Μεταφοράς, αλλά, μέσω εκείνων, την γνώρισες καλύτερα. Διαδρομή τη διαδρομή, περιοχή την περιοχή, στενό το στενό κι αισθανόσουν κι εσύ κομμάτι τους. Εικόνες απ’ τα τζάμια των λεωφορείων, των ταξί, των αστικών, του ηλεκτρικού. Κι άλλοτε αυτές βίαια σταματούσαν κάτω απ’ τη γη, μέσα στο στενόχωρο μετρό. Την έμαθες την πόλη μέρα με τη μέρα γράφοντας στο κάθε μέρος τη δική σου ιστορία. Πότε για δουλειά, πότε για διασκέδαση, πότε ως απλή περαστική. Πότε με τον έρωτα, πότε με τους φίλους και πότε μόνη. Μέσα σε μια μοναξιά που σ’ έπνιγε, μέσα σε μια μοναχικότητα που την είχες απόλυτη ανάγκη.
Η πόλη αυτή σημαίνει ελευθερία κι ανεξαρτησία για ‘σένα. Το σπίτι εκείνο ήταν το πεδίο σου, οι ρίζες σου, κάτι το στέρεο και γύρω από εκείνο έτρεχες να πιάσεις τη Ζωή. Ήταν η σιγουριά σου κι έκλεινε μέσα κάθε χαρά και πίκρα σου. Ήταν η βάση σου απ’ την οποία ορμούσες, για να πιάσεις, άλλοτε με πάθος κι άλλοτε με λίγη τεμπελιά και κούραση, τη Ζωή και το νόημά της. Και λάτρευες, όταν γύριζες σ’ αυτό αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί, έπειτα από εκείνη τη βόλτα. Εσύ κι ο εαυτός σου. Και δε φοβόσουν κανέναν. Κάθε βήμα σου και σιγουριά μέσα σ’ εκείνη τη ζούγκλα, διότι μέρα με τη μέρα κατάφερνες να την δαμάζεις. Και, άλλοτε, ήταν εκείνος ο φίλος που δεν έφευγε, δεν ησύχαζε, αν δε σ’ οδηγούσε ως την είσοδο της πολυκατοικία κι αν δε λέγατε τις τελευταίες σας κουβέντες εκεί.
Στην πόλη εκείνη κατάλαβες τι σημαίνει έρωτας και φιλία. Κι ας πληγώθηκες. Η πόλη εκείνη αποτελεί μέσα σου ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Που σού λείπει. Και, ίσως, να τής λείπεις κι εσύ. Πού ξέρεις… Η πόλη που γνώρισες αγνώστους και τούς ένιωσες λίγο “δικούς” σου μετά από τόσες καλημέρες. Η πόλη που, άλλοτε, σού φαινόταν τόσο δική σου κι, άλλοτε, αφιλόξενη. Η πόλη της οποίας οι άνθρωποί σε ξάφνιαζαν άλλοτε, υπέρ του δέοντος, ευχάριστα και, άλλοτε, δυσάρεστα.
Μα προσπάθησες. Προσπάθησες πάρα πολύ να μείνεις, να μη φύγεις, να μην εγκαταλείψεις. Αλλά οι συνθήκες σε ξεπέρασαν. Οι συγκυρίες και η τύχη δε βοήθησαν τούτη τη φορά. Μα έδωσες όρκο. Θα επιστρέψεις πιο δυνατή και με περισσότερη τρέλα στην πόλη εκείνη. Στην πόλη που ανεξαρτητοποιήθηκες, λάτρεψες, σε μάγεψε, μοιράστηκες, έχασες, πάλεψες, νίκησες. Στην πόλη που περιπλανήθηκες κι, αν και κάτοικος, ένιωσες τουρίστας γνωρίζοντας μέρη, ιστορία, πράγματα. Στην πόλη στην οποία στάθηκες στα πόδια σου, διεκδίκησες, ζήτησες, πήρες. Στην πόλη εκείνη που σε σήκωσε. Στην πόλη που σε ισοπέδωσε. Σχέση αγάπης και μίσους. Συνδέθηκες με το χώρο. Συνδέθηκες και για το λόγο αυτό η αποκόλληση ήταν βίαιη.
Μα ορκίστηκες. Θα επιστρέψεις. Θα επιστρέψεις!
Επιπρόσθετα, τη χρονιά αυτή έμαθες κάτι πολύ – πολύ σημαντικό! Μην κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια, Νίκη. Όσο κι αν θες να έχεις τον έλεγχο, όσο κι αν θες να τα τοποθετείς όλα σε κουτάκια. Όσο κι αν θες να είναι όλα στην “πένα” και να μην επικρατεί το μπάχαλο σ’ αυτά που θες να κάνεις, έμαθες ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο και κάθε μέρα είναι διαφορετική κι οφείλεις να παλεύεις γι’ αυτήν. Σαφώς και θες να κοιτάς μπροστά, για να μη φας τα μούτρα σου, αλλά η πανδημία ήρθε να σού δείξει ότι όσα σχέδια κι αν κάνεις, όσο κι αν προσπαθείς όλα να περνούν απ’ τα χέρια σου, έρχεται κάτι εξωγενές, ένα πελώριο κύμα και τα καταστρέφει όλα. Και δε φταις εσύ γι’ αυτό. Είναι κάτι πέρα από εσένα, πάνω από εσένα.
Έκανες πλάνα για την ανασυγκρότηση της Ζωής σου, αλλά αυτά ναυάγησαν. Πλάνα οικονομικά, πλάνα επαγγελματικά, πλάνα στέγασης. Κι όλα τινάχθηκαν στον αέρα. Γιατί κάποιες φορές η Ζωή αποφασίζει να παίξει μαζί σου ή να σού δώσει μια διέξοδο, την οποία χρειαζόσουν, αλλά δεν έβλεπες. Όλα είναι θέμα οπτικής, εξάλλου. Ένα, όμως, είναι το σίγουρο. Σ’ όλα δόθηκε μια και διαλύθηκαν. Κι εσύ, ένα χρόνο μετά, νιώθεις να είσαι, και πάλι, στο μηδέν. Αλλά έμαθες κάτι σημαντικό. Ένα βήμα τη φορά! Κι ούτε που θα καταλάβεις πότε θα φτάσεις στον τελικό προορισμό.
Τούτη τη χρονιά, λοιπόν, έκανες ένα βήμα προς τα πίσω, μα κλήθηκες να το μετουσιώσεις σε δέκα πιο μπροστά. Τούτη τη χρονιά επέστρεψες στο πατρικό σου, με τους γονείς σου. Κι αυτό ήταν κάτι που σε ζόρισε. Διότι, παρόλο που, ανέκαθεν, είχες τη στήριξή τους, είχες μάθει να πατάς στα πόδια σου και να ελίσσεσαι μόνη σου. Έμεινες, ωστόσο, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι στην πρωτεύουσα (για λόγους που δεν αφορούσαν κάποιο δικό σου πρόβλημα κι αυτό το καθιστά περισσότερο δύσκολο) και η επιστροφή στο πατρικό σου ήταν μονόδρομος. Κι όσο κι αν τα έβαλες κάτω, όσο κι αν είδες πως κι αυτό έχει τα θετικά του, πνίγεσαι, διότι μεγαλώνεις κι αντίστοιχα μεγαλώνουν και οι ανάγκες σου και, πλέον, τ’ αποκλειστικά δικά σου τετραγωνικά είναι αυτά του δωματίου σου αλλά, ακόμη κι αυτά, δε σού αρκούν. Ακόμη και η παραλία, με τα κύματα της θάλασσας να σκάνε μια ανάσα απ’ το σπίτι σου, δεν αρκεί, για να πάρεις οξυγόνο. Κι ο ναός του Ποσειδώνα, λίγα μέτρα πιο μακριά, δε σού αρκεί, γιατί εσύ αποζητάς τη θέα της Ακρόπολης. Μονάχα στ’ αντίκρυσμα τούτης της θέας νιώθεις ασφαλής. Ακόμα και στα 40 τετραγωνικά νιώθεις πιο ελεύθερη απ’ τα 120 κι αυτό γιατί και τα 40 είναι ολόδικά σου.
Δε θέλησες, όμως, να επιβαρύνεις -κι άλλο- τους γονείς σου, έχασες -λόγω της πανδημίας- τη δουλειά που θα σού εξασφάλιζε την παραμονή σου στη αγαπημένη σου πόλη και, κατ’ επέκταση, την ανεξαρτησία σου και, έτσι, τα μάζεψες κι επέστρεψες. Κι έπεσες πάνω στην πρώτη καραντίνα κι αυτό έκανε πιο δύσκολη την κατάσταση. Απελπιστική. Κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς εργασία κι επαγγελματική αποκατάσταση, προσπαθώντας να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να χωνέψεις ότι έχασες τις συνήθειές σου, τα στέκια σου, τους φίλους σου. Επέστρεψες σε μια πόλη που αποζητούσες να επισκέπτεσαι, μονάχα, τα σαββατοκύριακα, για να δεις τους δικούς σου και, έπειτα, μ’ ανανεωμένη λαχτάρα έτρεχες να κουρνιάσεις στην αγκαλιά του χώρου σου. Γύρισες στην πόλη εκείνη που έπρεπε να κτίσεις ξανά νέες βάσεις, ν’ αναζωπυρώσεις τις φιλίες, να βρεις εργασία, να μάθεις να ζεις σ’ αυτήν, σύμφωνα με τους δικούς της ρυθμούς, και να προσπαθήσεις να συνυπάρξεις με τους -νέους- συγκατοίκους σου, τους γονείς σου. Κι έτυχε και η καραντίνα. Το βίαιο κλείσιμο που σάπισε κι άλλο την, ήδη, σάπια ψυχολογική σου κατάσταση.
Κι, όσο κι αν οι γονείς σου σού τόνιζαν πως είναι εδώ για εσένα και πως δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς για το παραμικρό, εσύ φοβούμενη, μήπως εξαρτηθείς ξανά απ’ την πλήρη φροντίδα τους, φοβούμενη πως δε θα είσαι, πια, κύρια του εαυτού σου, νιώθοντας ότι για κάποιο διάστημα (άγνωστο, αν θα είναι μικρό ή μεγάλο) έπρεπε να συμβιβαστείς -κάτι που, πραγματικά, μισείς- ούρλιαζες απ’ αγανάκτηση κι από πόνο. Έπαθες κρίσεις πανικού, τ’ άγχος σου σε κυρίεψε, ένιωθες να χάνεις το μυαλό σου, ένα χέρι ήταν κλειδωμένο γύρω απ’ το λαιμό σου, η καρδιά χτυπούσε ξέφρενα πάνω στο στήθος, οι παλμοί άγγιξαν τα ύψη κα ι, όσο κι αν οι γονείς σου έρχονταν, κατέβαλαν προσπάθειες, ώστε ν’ αποτινάξουν αυτό το χέρι από πάνω σου, εσύ η ίδια δεν τούς άφηνες.
Διότι ήθελες να έχεις τον αποκλειστικό έλεγχο. Να τα βιώνεις όλα μόνη σου, μέσα σου, έξω σου, να προσπαθείς να βρεις απαντήσεις και να τα λες, να τα μοιράζεσαι, μόνο όταν νιώθεις, πραγματικά, έτοιμη και σ’ όποιον σού εμπνέει αυτή την εμπιστοσύνη. Δεν τούς άφηνες να σε βοηθήσουν, παρόλο που ξέρεις πολύ καλά μέσα σου πως, παρά τα όσα έχεις καταφέρει μόνη σου, χωρίς τη βοήθειά τους τα πράγματα δε θα σού έρχονταν τόσο “βολικά” όσο θα ήθελες. Και υπάρχουν και φορές που δεν παίρνεις αυτό που θέλεις (τουλάχιστον απ’ τη μια πλευρά) κι αυτό είναι κάτι που προσπαθείς να το εκλογικεύσεις, θυμώνεις, πεισμώνεις και τα καταφέρνεις μόνη σου, οπότε αν το δεις, το έμμεσο αυτό σπρώξιμο, και πάλι, σε βοήθεια μετουσιώθηκε, γιατί σ’ έμαθε να προσπαθείς μόνη σου κι αυτό είναι μεγαλύτερο κέρδος. Ίσως και καλύτερο απ’ το να είχες τη λύση στο πιάτο, όσο ιδανική και αν σού φαινόταν η “εύκολη” οπτική.
Αλλά, παρά το αίσθημα της υπερηφάνειας, κάπου, βαθιά μέσα σου, υποβόσκει και το παράπονο. Και παράπονο το παράπονο κάπου έγινες και πιο σκληρή. Ίσως και ίδια μ’ αυτό που δε θες να μοιάσεις…
Επέστρεψες, λοιπόν, κι έπρεπε να συμβιβαστείς με τούτη την ιδέα. Έναν συμβιβασμό που οριζόταν ως τέτοιος μονάχα στο μυαλό σου, γιατί είχες μάθει στην ελευθερία. Την απόλυτη, τη “διαχειρίσιμη” ελευθερία.
Η επιστροφή σου, λοιπόν, συνέπεσε με την καραντίνα κι εσύ έπρεπε να προσαρμοστείς, όχι μονάχα στα δεδομένα του “επαναπατρισμού”, αλλά και στην ιδέα του επιβαλλόμενου -για λόγους υγείας- εγκλεισμού, παρά το γεγονός ότι αυτό σ’ επιβάρυνε τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Πέρασες δύσκολες μέρες. Άλλοτε τις έβλεπες ευκαιρία γι’ αλλαγή κι άλλοτε ως ένα ανελέητο πισωγύρισμα σκεπτόμενη τα όσα έχανες στην πρωτεύουσα.
Και κάπου μέσα σου κάτι άλλαξε, σαν τσιπάκι. Περιορίστηκαν οι μέρες θλίψης κι ανασκουμπώθηκες, ώστε ν’ αρπάξεις την ευκαιρία και να κάνεις κάτι καινούργιο, ένα ξεσκαρτάρισμα. Και η λέξη αυτή έμελλε να γίνει η αγαπημένη σου. Ξεσκαρτάρισμα. Όχι μονάχα στη διάρκεια της καραντίνας, όχι για όσο μάς επέτρεψαν να βγούμε ξανά δανείζοντάς μας την ελευθερία μας, αλλά μέχρι και τώρα, στη δεύτερη τούτη καραντίνα… Ένιωσες να χάνεις την ίδια στιγμή δυο φορές την ελευθερία σου, αλλά προσπάθησες ν’ αμυνθείς με το ξεσκαρτάρισμα. Πόσο άκομψη ως λέξη και πόσο ευεργετική για τη Ψυχή. Όση ομορφιά κι αν διαθέτει το χάος, η οργάνωση έχει μια μαγεία διαφορετική, λειτουργική.
Ανασκουμπώθηκες, λοιπόν, και βάλθηκες να τακτοποιήσεις, να βάλεις μια σειρά. Όλοι οι μπόγοι της μετακόμισης έπρεπε ν’ αδειάσουν. Είχε έρθει η ώρα τους. Κατόπιν, ήρθες για πρώτη φορά σ’ επαφή με την έννοια του “μινιμαλισμού”, γοητεύτηκες απ’ την ιδέα και βάλθηκες να πετάξεις ό,τι άχρηστο και περιττό σε περιέβαλλε. Και ξεκίνησες απ’ τα υλικά αγαθά.
Έφερες να πάνω κάτω. Στοίχισες όλα τ’ αντικείμενα το ένα δίπλα στο άλλο και μέρες αρκετές σού πήρε μέχρι ν’ αποφασίσεις τι, πραγματικά, χρειάζεσαι και τι μπορείς να εγκαταλείψεις. Κι, αφού έκανες το πρώτο αυτό βήμα, ένιωσες μια γαλήνη. Ένιωσες να ξαλαφρώνεις από κάτι περιττό. Φάνηκε, βέβαια, στη συνέχεια ότι δεν ήταν αρκετό, αλλά το πάλεψες. Σε κάθε περίπτωση, σού αρκούσε που έκανες ένα βήμα κι απαλλάχθηκες από φορτίο περιττό που έπιανε χώρο.
Μέσα κι απ’ αυτή τη διαδικασία έμαθες ότι το να στοιβάζεις πράγματα, όσο όμορφα ή όσο λειτουργικά κι αν φαντάζουν, δε μπορούν ν’ αλλάξουν και πολύ την καθημερινότητά σου. Ίσα που μπορούν και να την επιβαρύνουν. Και η αρχή είχε γίνει. Έμαθες πως οφείλεις στον εαυτό σου να είσαι περισσότερο εκλεκτική και να φιλτράρεις, πριν πράξεις τ’ οτιδήποτε. Διότι ο μινιμαλισμός και η ψυχική ηρεμία, η εκλεκτικότητα, η διαλογή, δεν αφορούν, μονάχα, στ’ αντικείμενα, αλλά έχουν να κάνουν και με τις επιλογές, καθώς και με τους ανθρώπους.
Κι αυτό το έτος έμαθες πολλά για τους ανθρώπους και τις σχέσεις. Πόσα και πόσα μαθαίνουμε μέρα με τη μέρα. Απ’ τη μια ο εγκλεισμός, απ’ την άλλη η μετακόμιση. Η βίαιη παύση των σχέσεων και η απόσταση είναι αυτά που σ’ έκαναν να δεις καθαρά. Να εκτιμήσεις το ενδιαφέρον των άλλων αλλά να δεις κι εσύ, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ποιοι, πραγματικά, αξίζουν να σε περιστοιχίζουν και σε ποιους δίνεις ουσιαστικό νόημα στη Ζωή τους μη γεμίζοντας με τοξικότητα τη δική σου. Οπότε, το ξεσκαρτάρισμα, που αναφέρθηκε παραπάνω, ήρθε τώρα να πάρει και να σηκώσει και τους ανθρώπους. Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, μέσα στην πολλή τριβή, μέσα στα πολλά “χαχαχα” είναι αρκετές οι φορές που χάνεις τμήμα της όρασης και δε βλέπεις πόσο φθηνοί και λίγοι μπορούν να γίνουν κάποιοι άνθρωποι. Άνθρωποι που, κάποτε, τούς ένιωσες δικούς σου. Κι ακολουθεί και η αυτοκριτική, διότι, χωρίς αυτήν, δεν κατορθώνεις να βελτιωθείς. Απλά και μόνο με το “κατηγορώ” δεν πας μπροστά.
Έβαλες, για μια ακόμη φορά, κάτω τα πράγματα και είδες με μάτια καθαρά. Ξεχώρισες τους αληθινούς απ’ τους ψεύτικους. Ξεχώρισες, όχι τους τέλειους, αλλά αυτούς που προσπαθούν σε σύγκριση με τους τιποτένιους. Ξεχώρισες αυτούς που, ενώ ύψωσες τείχη, ενώ χάθηκες, σ’ έψαξαν. Δε σε ξέχασαν. Και τούς εκτίμησες διπλά. Και ξέρεις πως είσαι κομματάκι δύσκολος χαρακτήρας. Το γέλιο σου είναι η άμυνά σου. Κάτω απ’ το φλοιό πονάς πολύ. Κάτω απ’ το φλοιό κάτι σού λείπει. Κάτι κλαίει απαρηγόρητο. Μα, με τέτοιους ανθρώπους κοντά σου, νιώθεις τον κόσμο τούτο πιο υποφερτό. Οι άνθρωποι τούτοι σού δείχνουν μια αθέατη πλευρά. Ελκυστική.
Ήταν, όμως, δύσκολο το διάστημα αυτό, γιατί, άθελά τους, κάποιοι σε πίεσαν. Μα εσύ δεν είχες να δώσεις. Και πείσμωσαν και στενοχωρήθηκαν. Και ήρθατε σε ρήξη. Σε μεγάλη ρήξη. Όμως, δεν ήταν η μοναδική. Σε ρήξη ήρθες και με πιο κοντινούς σου ανθρώπους, με το ίδιο σου το αίμα. Γιατί ένιωσες τον αποκλεισμό, το παράπονο. Και μπορεί αυτό να σ’ έφθειρε, αλλά κάπου μέσα σου ξαλάφρωσες, διότι είπες όσα αισθανόσουν, πέταξες στα μούτρα τους την αλήθεια σου, προσπάθησε να τούς δείξεις το λάθος τους και παραδέχτηκες πως η απόμακρη, ίσως, συμπεριφορά σου είναι τ’ αποτέλεσμα της δικής τους στάσης. Πληγώθηκες και πλήγωσες πολύ. Μα, αν δε σ’ ενδιέφερε και τόσο, ίσως και να μην έμπαινες στη διαδικασία της αντιπαράθεσης. Ποιος ασχολείται με κάτι τ’ οποίο δεν τον ενδιαφέρει; Και ίσως να είναι και καλύτερα έτσι. Γιατί μπαίνουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Γιατί εξηγούνται συμπεριφορές, γιατί ανταλλάζεις αλήθειες.
Αλλά υπάρχουν και εκείνοι για τους οποίους δεν αξίζει να προσπαθήσεις, καν. Τούς διαγράφεις, δίχως τύψεις, απ’ τη Ζωή σου, διότι αποτελούν ανθρώπινη σαβούρα κι εσύ θες ν’ αποβάλλεις κάθε τοξικότητα. Αντιλήφθηκες πως κάποιοι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένα όρια και δυνατότητες, ακόμη και στο συναίσθημα, κι έπαψες να σκας. Αποφάσισες να δίνεις ό,τι παίρνεις. Διότι, ναι! Κατέληξες στο συμπέρασμα. Δε χρειάζεται, Νίκη, να πέφτεις με τα μούτρα στον καθένα, για τον καθένα. Τόσα και τόσα έχουν γραφεί για τις σχέσεις. Τόσα και τόσα γράφεις κι εσύ για τα συναισθήματα. Τόσα και τόσα βιώνεις και, ακόμα, μυαλό δεν έβαλες.
Έγινες, λοιπόν, διστακτική. Άρχισες πέρα απ’ τις ιδέες, πλέον, ν’ αμφιβάλεις και για τους ανθρώπους. Έμαθες να μη θεωρείς κανένα συναίσθημα ως δεδομένο. Ακόμα και το επιβαλλόμενο. Ακόμη κι εκείνου της συγγένειας. Παραδέξου το ότι άλλαξε άρδην η οπτική σου στο θέμα των σχέσεων. Παραδέξου πως ακλόνητη παρέμεινε, μονάχα, η αγάπη προς τη μάνα! Ό,τι άλλο νιώθεις το αισθάνεσαι να καταρρέει μέσα σου. Δεν είσαι σίγουρη για τα συναισθήματα των άλλων και κουράστηκες να κτίζεις πάνω σε “αν” και “μήπως”. Αναθεώρησες τον όρο “αγάπη”. Παραδέχεσαι ότι, ναι, υπάρχει, αλλά δεν είναι για να ξοδεύεται σε πολλούς, για να ξοδεύεται σ’ όλους.
Για τους άλλους έχεις αποδοχή, συμπάθεια, νιώθεις οικειότητα, ακόμη και ηρεμία. Αυτό νιώθεις πως παίρνεις και δίνεις στους άλλους. Σ’ αυτούς που σ’ αφορούν. Αλλά η έννοιας της αγάπης κλονίστηκε για τα καλά. Και ίσως να έχεις μπερδέψει εσύ κάπου την πραγματική της ουσία. Ίσως και να βρήκες την αλήθεια της. Κατάλαβες, όμως, πως η αγάπη δεν επιβάλλεται. Δεν αποτελεί ανάγκη να βαφτίζεις αγάπη το καθετί. Πολύ περισσότερο δεν είναι ανάγκη να βαφτίζεις αγάπη τον αυθορμητισμό. Κατάλαβες πως στη Ζωή μας όλοι μας έχουμε ένα μικρό μπουκαλάκι, σαν εκείνο που φυλά μέσα του ακριβά αρώματα. Και μέσα εκεί υπάρχουν τ’ αποθέματα της αγάπης μας.
Αυτό το συναίσθημα, λοιπόν, δεν είναι για να σκορπιέται σ’ όλους. Δεν είσαι απάνθρωπη μη θέλοντας να ξοδεύεις την αγάπη σου. Ρεαλίστρια είσαι. Και, ίσως, πληγωμένη. Και την ενσυναίσθησή σου δε θες, πια, να την αισθάνεσαι ν’ αποτελεί μέσο “χειραγώγησής” σου. Ούτε την ενσυναίσθησή σου θες να σπαταλάς. Ή, τουλάχιστον, δε θες να δείχνεις ότι την σπαταλάς. Υψώνεις, πλέον, τα δικά σου τείχη γιατί “έφαγες φρίκες” πολλές. Και δε σε νοιάζει, αν θα σε πουν εγωίστρια. Σε νοιάζει να τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, να μην αναλώνεις τα συναισθήματά σου, να ποντάρεις, μονάχα, εκεί που αποδεικνύεται ότι αξίζει, για να μη μείνεις, αργότερα, να μετράς απώλειες που θα σε τραβήξουν πίσω.
Έμαθες, λοιπόν, να μη γίνεσαι έρμαιο τ’ αυθορμητισμού σου. Ναι, έμαθες να φυλάγεσαι. Ή, τουλάχιστον, προπονείσαι. Κι αυτό θα σε βοηθήσει στο να ξεχωρίζεις τ’ αληθινό απ’ το σκάρτο. Στην τελική, δεν αρκεί, μονάχα, να θες εσύ κάποιους ανθρώπους στη Ζωή σου. Χρειάζεται να το θέλουν κι αυτοί. Και, επειδή εσύ, αρκετές, ως τώρα, φορές την έχεις πατήσει, πετάς έμμεσα το μπαλάκι σ’ εκείνους. Προσπαθείς να ερμηνεύσεις συμπεριφορές, να κερδίσεις απαντήσεις, πριν να είναι ολότελα αργά…
Φέτος πέρασες και στιγμές πραγματικής γαλήνης. Αφού βρήκες δουλειά κι αφού άρχισες να παίρνεις τα πάνω σου, ένιωσες την ανάγκη για λίγες ντέιζ-οφ. Προγραμμάτισες διακοπές. Πήρες μια, έστω και μικρή -παρά τις συνθήκες της πανδημίας-, γεύση και μυρωδιά απ’ την αλμύρα των Κυκλάδων. Παρέα με τον κολλητό -τον άνθρωπο που τον αισθάνεσαι αδελφό, τον άνθρωπο που όσο περνούν τα χρόνια δένεσαι όλο και περισσότερο- γνώρισες την Κύθνο. Περιπλανήθηκες στα σοκάκια της. Έμαθες την ιστορία της. Κολύμπησες στα νερά της. Δοκίμασες της λιχουδιές της. Γνώρισες ανθρώπους που, παρά το γεγονός ότι είναι επαγγελματίες, πολύ περισσότερο φέρθηκαν ως άνθρωποι! Γέλασες, ξεχάστηκες, ανανεώθηκες, αφέθηκες. Ισχυροποίησες τη φιλία σου. Τα κέρδη ήταν πολλά περισσότερα, μα η μνήμη θα κολλήσει σ’ εκείνα τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά και τον καυτό ήλιο.
Κι επέστρεψες. Αλλά, πολύ γρήγορα, έκανες μια, ακόμη, μικρή απόδραση. Και μπορεί να σού κακοφάνηκε που φέτος δεν επισκέφθηκες την πατρίδα σου, μπορεί να μη χάθηκες, για μια ακόμη φορά, στα στενά της Σαντορίνης, αλλά σού δόθηκε η ευκαιρία να σεργιανίσεις με τους δικούς σου στη Τζια. Γνώρισες ένα, ακόμη, νησί, έπλασες εμπειρίες, άφησες και το δικό σου στίγμα στο νησί. Πολύ περισσότερο, έδωσες και πήρες με τους δικούς σου. Ήρθατε πιο κοντά κι αυτό είναι κάτι περισσότερο απ’ απλές αναμνήσεις. Αυτό είναι η ίδια η Ζωή.
Και, πέρα από το γεγονός ότι ξέδωσες, ότι ευχαριστήθηκες λίγες μέρες μακριά απ’ την καθημερινότητα που φθείρει, ευχαριστήθηκες το γεγονός ότι τις διακοπές αυτές τις πραγματοποίησες μ’ ολόδικά σου έξοδα. Είχες και πήγες. Δε ζήτησες, για να πας. Έτσι, τις ευχαριστήθηκες διπλά.
Όσον αφορά στα επαγγελματικά, ταλαιπωρήθηκες –και ταλαιπωρείσαι, ακόμη-… Σε κάθε περίπτωση, έψαξες, προσπάθησες, συναντήθηκες, συζήτησες, πειραματίστηκες αλλά υπάρχει και κάτι που αποκαλείται όρια κι αξιοπρέπεια και σήκωσες, όχι μόνο κεφάλι, αλλά κι ολόκληρο τ’ ανάστημα. Δε σού πήρε και πολύ, για ν’ αρνηθείς, για να μη ρίξεις τα στάνταρ σου. Δε σού πήρε πολύ, για ν’ απαιτήσεις το νόμιμο, τ’ ανθρώπινο, το “φυσιολογικό” μέχρι να “ευχαριστήσεις” και να σηκωθείς να φύγεις.
Έμαθες -για μια ακόμη φορά- πόση βρωμιά υπάρχει εκεί έξω και δε δέχτηκες για λίγα ψίχουλα να καταπατήσεις κάτι για τ’ όποιο κάποιοι άνθρωποι χρόνια πολλά πίσω επαναστάτησαν και μάτωσαν. Κι, αφού μόνη σου δε μπορείς να κάνεις μαζική επανάσταση, έκανες ατομική! Απέρριψες, ανέμεινες, δε συμβιβάστηκες, βοήθησε η τύχη και βρήκες κάτι που άξιζε. Έστω και προσωρινό! Δούλεψες, αλλά κύλησε ο καιρός ανθρώπινα! Και γνώρισες κι άτομα αξιόλογα, αρχής γενομένης απ’ τον εργοδότη σου. Γιατί, τελικά, αποδεικνύεται ότι δεν είναι όλοι “μπαμπούλες ή κτήνη” αλλά μερικοί φέρουν και τον τίτλο τ’ ανθρώπου! Δεν έχει σημασία, λοιπόν, ότι η δουλειά δεν είχε καμιά σχέση μ’ ό,τι σπούδασες. Σημασία έχει ότι δοκιμάστηκες, αναμετρήθηκες, ξανά, με τα όριά σου, έμαθες νέα πράγματα, αποκόμισες νέες εμπειρίες -είτε χρειαστούν είτε όχι ξανά-.
Κι ο καιρός πέρασε. Και η δουλειά σταμάτησε. Κι έπρεπε να τραβήξεις ξανά το κουπί της αναζήτησης. Αλλά άνθρωποι που σε νοιάζονται, άνθρωποι που λειτούργησαν ως συστατική επιστολή αναγνωρίζοντας τη δουλειά σου, σ’ εμπιστεύθηκαν και σε πρότειναν. Και στα μάτια σου ψήλωσαν περισσότερο.
Και ξεκίνησες στη νέα σου δουλειά. Και ήσουν υπέρ του δέοντος καλή. Και σε κράτησαν. Αλλά έχεις μάθει να δουλεύεις με κάποια στάνταρ, κάποιον επαγγελματισμό. Δε συμβιβάστηκες, δε δείλιασες, είπες αυτό που σ’ έπνιγε. Στον εργασιακό μας χώρο δαπανούμε το 1/3 της ημέρας μας. Πως, λοιπόν, θα συνυπάρξουμε, αν νιώθουμε να πνιγόμαστε; Αν δέκα άνθρωποι δε μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Αν δε σε σέβονται, κυρίως, ως άνθρωπο πέρα από εργαζόμενο; Έβαλες τα όρια σου, επεσήμανες λάθη, ήρθες σ’ αντιπαράθεση. Ναι, τσακώθηκες. Ύψωσες τη φωνή, αντάλλαξες κουβέντες. Με το πέρασμα των ημερών η κατάσταση εξομαλύνθηκε. Έριξες κι εσύ τους ρυθμούς σου μη χάνοντας την αποδοτικότητά σου κι έτσι, κάπως καλύτερα, συνυπάρχεις με τους συναδέλφους.
Και κατέληξες πως είτε με ήρεμη είτε με υψωμένη απ’ τα νεύρα φωνή, μονάχα με το διάλογο, με τις λέξεις μπορείς να βγάλεις άκρη, εφόσον η γλώσσα του σώματος δε γίνεται αντιληπτή απ’ όλους, παρά το γεγονός ότι αποτελεί περισσότερο απ’ το 70% της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ούτε και οι προφητείες και οι εικασίες βοηθούν την κατάσταση. Μονάχα η πρόσωπο με πρόσωπο ανταλλαγή απόψεων.
Και, έτσι, νιώθεις ν’ αναπνέεις λίγο καλύτερα στο χώρο όπου καταθέτεις ιδρώτα και κόπο για την απόκτηση των απαραίτητων για την επιβίωσή σου. Στην τελική, άνθρωπος είσαι κι όχι μηχάνημα. Και η αλήθεια είναι ότι, αν κι, αντικειμενικά, τέτοια ξεσπάσματα, ούσα νέα σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον, αποτελούν ρίσκο, εντούτοις πρέπει να διεκδικείς έχοντας, παράλληλα, την ικανότητα να διαβλέπεις πότε πρέπει να υποχωρήσεις στα θέματα, φυσικά, εκείνα που δε σ’ απαξιώνουν, αλλά μπορούν να επιφέρουν την εύρυθμη λειτουργία.
Μονάχα πρόσεξε μη συμβιβαστείς και μην υποχωρήσεις στο πιο σημαντικό νομίζοντας πως όλα κυλούν καλά. διότι, ίσως, και να το έπαθες αυτό στη διάρκεια της όλης αυτής αναμπουμπούλας. Κάτι που, ναι μεν, διέκρινες, αλλά ήταν κομματάκι αργά…
Και, τέλος πάντων, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται απ’ την πλευρά τους, για να νιώσεις στο κλίμα τους και στο πνεύμα τους, υπάρχει κάτι από προγενέστερη εμπειρία που δε σ’ αφήνει να το αισθανθείς, έτσι όπως θα τού έπρεπε, μ’ αποτέλεσμα να καταλήγεις πως τα προσωπικά σου τείχη υψώθηκαν και στην εργασία αφήνοντας τα πράγματα να σ’ αγγίζουν επιδερμικά, παρά το γεγονός ότι νιώθεις πως το πόστο αυτό καθαυτό σε γεμίζει και δεν το κάνεις σαν απ’ αγγαρεία.
Κάπου κουράστηκες και θες να πάρεις μια ανάσα. Κάπου η αναδρομή, η ανασκόπηση, η ενδοσκόπηση αυτή σ’ έχει κουράσει, σ’ έχει εξαντλήσει, αλλά ξέρεις πώς πρέπει να συνεχίσεις. Όχι, μονάχα, γιατί ξεκίνησες αλλά, κυρίως, γιατί το να γράφεις, το να τα βάζεις σε μια σειρά αποτελεί λύτρωσή σου. Κλείνεις τη χρονιά σου, τα βιώματά σου, τ’ αποστάγματά σου μέσα σε λέξεις, προτάσεις, παραγράφους…
Το σώμα σου, Νίκη, σού έλεγε ότι κάτι δε πήγαινε καλά με τη Ψυχή σου. Ναι, σίγουρα δεν είσαι τρελή, αλλά οι ισορροπίες σου κλονίστηκαν. Σού ήρθαν όλα μαζεμένα. Κάμποσες αλλαγές, τις οποίες έπρεπε, όφειλες, να διαχειριστείς. Οι ψυχολογικές σου μεταπτώσεις φάνηκαν στο δέρμα σου, τ’ οποίο πονούσε, μάτωνε. Ανασκουμπώθηκες, τ’ αντιμετώπισες, είσαι, πια, καλύτερα. Βγήκες, για μια ακόμη φορά, δυνατή. Αλλά έτσι είσαι. Έτσι έμαθες κι έτσι θα ζεις. Καταδικασμένη, με τ’ άγχος αγκαλιά. Στο χέρι σου, ωστόσο, είναι να τ’ αλλάξεις αυτό. Κανένας γιατρός, καμιά συμβουλή, κανένα φάρμακο. Μονάχα το μυαλό σου μπορεί να δώσει τη λύση και ν’ αποτινάξεις το σύγχρονο δυνάστη, τ’ άγχος…
Παράλληλα, μέσα στη δίνη της όλης κατάστασης -και κατ’ επέκτασης της χρονιάς, γενικότερα- παραμέλησες κάποια πράγματα, αναφορικά με την υγεία σου, την ευεξία σου, αλλά μυήθηκες και σ’ άλλες πρακτικές, έμαθες να φροντίζεις και να περιποιείσαι περισσότερο πρακτικά και καθημερινά τον εαυτό σου. Έμαθες να σού αφιερώνεις χρόνο εξασφαλίζοντας πνοή. Κάτι κέρδισες και κάτι έχασες. Μα, μόλις επανέλθουν οι κανονικοί ρυθμοί στη Ζωή σου -όπως κι όλων γενικότερα- τότε, και πάλι, όλα θα μπουν στη θέση τους. Συνειδητοποίησες, ωστόσο, για πολλοστή φορά, πως η υγεία, σωματική και πνευματική, είναι πάνω απ’ όλα.
Απ’ την άλλη, παραδέξου πως στη διάρκεια του 2020 συνέβη και κάτι απίστευτα υπέροχο που θα εξακολουθεί να σε κυνηγά μέχρι εσύ ν’ αποφασίσεις να τ’ αφήσεις… Στο χέρι σου είναι κι αυτό. Βρήκες δύο νέες στέγες. Εντάχθηκες σε δυο ομάδες, σε δυο σάιτ που σού προσφέρουν την απόλυτη ελευθερία να γράφεις για ό,τι θέλεις, όποτε το θέλεις. Σού δίνουν τη δυνατότητα να γράφεις αβίαστα κι απρόσκοπτα. Το ένα αθλητικό, τ’ άλλο, θα το ‘λεγες, κοινωνικό, περισσότερο ελεύθερο, πιο ευρύ, πιο ανοικτό.
Στην πρώτη περίπτωση σού δόθηκε ο ρόλος να συμμετέχεις ενεργά, να είσαι μέλος που παίρνει αποφάσεις. Σού δόθηκε η ευκαιρία να κάνεις αυτό που αποφάσισες να σπουδάσεις. Να υπηρετήσεις τη δημοσιογραφία και, μάλιστα, την αθλητική. Σού δόθηκε το βήμα να λες την αλήθεια, την πραγματικότητα, έτσι, όπως συμβαίνει, έτσι όπως την βλέπεις, έτσι όπως είναι, αυτούσια. Σού δόθηκε η ευκαιρία να γράφεις χωρίς να φουσκώνεις τα πράγματα βλέποντας αντικειμενικά και μόνο. Πολύ περισσότερο δε σ’ αναγκάζουν να μπολιάζεις με σάλτσα την πραγματικότητα. Και πήρες φόρα. Παρέα με τους φίλους και συνεργάτες ριχτήκατε στη δουλειά. Δεν έχετε φτάσει στ’ απόλυτο αποτέλεσμα, στον τελικό στόχο, αλλά κείμενο το κείμενο νιώθεις γεμάτη και πιο κοντά σ’ αυτό που αγαπάς. Και καταπιάστηκες μ’ αθλητικά αφιερώματα, με συνεντεύξεις, με κείμενα για την αγαπημένη σου ομάδα πάντα απ’ το πρίσμα του δημοσιογράφου κι όχι του οπαδού. Μίλησες μ’ ανθρώπους που θαυμάζεις, μ’ ανθρώπους που δεν πίστευες ότι θα δεχτούν να σού μιλήσουν. Έκανες πράξη όλα αυτά που μάθαινες. Ξεπέρασες τον εαυτό σου. Υπερπήδησες την όποια ντροπή ή δειλία σου. Κοίταξες το στόχο και πεινασμένη χύμηξες, για να τον κατακτήσεις. Έμαθες κι άλλα πράγματα που σε ωρίμασαν, σ’ εξέλιξαν. Μεταλαμπάδευσες και τη γνώση σου στους άλλους σε σημείο που ξάφνιασες, ακόμη και τον ίδιο, τον εαυτό σου. Πόσα ήξερες, τελικά. Και πόσα θυμόσουν. Όλα αποκτημένα απ’ τις πρακτικές σου. Όλα αποτέλεσαν το λιθαράκι τους, για να σε κάνουν αυτό που είσαι τώρα. Και νιώθεις ευγνώμων. Και ξέρεις ότι έχεις πολλά, ακόμα, να μάθεις. Και λαχταράς να τα μάθεις.
Όσον αφορά στην άλλη συνεργασία, ήταν ο άνθρωπος εκείνος που σού ενέπνευσε την εμπιστοσύνη κι αφέθηκες στο να ενταχθείς, στο να βοηθήσεις και ξαφνιάστηκες -ξανά- με το πόσα καταφέρνεις κάθε φορά. Ο άνθρωπος εκείνος που λειτουργεί για εσένα σαν ψυχολόγος, που μπορείς να τού ανοιχθείς και ξέρεις ότι, στο τέλος, δε θα μετρήσεις απώλειες. Ο άνθρωπος που δεν πιέζει, δε ζητά, παρά μονάχα είναι εκεί. Αυτός “ευθύνεται” για τ’ άλμα εκείνο. Νιώθεις ευλογημένη που έπεσε ουρανοκατέβατος στη Ζωή σου και σού χαρίζει γαλήνη, σού χαρίζει λύσεις, εκεί που ούτε κι ο ίδιος ξέρει ότι το κάνει. Ο άνθρωπος αυτός, ο τόσο πολύτιμος, που, ίσως, δεν ήξερε πόσο πολύ τον εκτιμούσες, αλλά τώρα, φαντάζομαι, έμαθε. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, άνοιξε το λογοτεχνικό του σπίτι και σ’ έβαλε μέσα, σού άναψε το τζάκι, σού έδωσε ένα ποτήρι κρασί και, προτείνοντάς σου να γράφεις, προσπάθησε να στραγγίσει τη βροχή από μέσα σου. Και, μέχρι στιγμής, το καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τη χρονιά αυτή, Νίκη, έγραψες. Έγραψες τόσο πολύ όσο δεν είχες γράψεις την προηγούμενη. Ναι, η καραντίνα, ίσως, και να σού χρησίμευσε σε κάτι. Γράψιμο, γράψιμο, γράψιμο. Πόσες σκέψεις μπήκαν σε σειρά. Κι όχι μόνο. Συγκέντρωσες όλα σου τα κείμενα. Παλιά, μισά, ανολοκλήρωτα και νέα. Τα ξεχώρισες, τα οργάνωσες, τα ολοκλήρωσες, τα παρήγαγες απ’ την αρχή και τούς έδωσες σπίτι. Το δικό σου λογοτεχνικό σπίτι. Αυτό που το έφτιαξες με τα χέρια σου. Και κάθε μέρα προσθέτεις όλο και κάτι απ’ τη Νίκη. Κάθε μέρα, έστω και μια λέξη, απ’ αυτά που φέρεις μέσα σου. Και δεν είναι ότι θέλεις, απαραίτητα, να τα μοιραστείς με τους άλλους. Είναι που θες να τα έχεις όλα συγκεντρωμένα. Κυρίως, για εσένα. Για ν’ ανατρέχεις, για να ηρεμείς, για να θυμάσαι ποια είσαι. Για να μη ξεχάσεις. Γιατί αυτό που έχεις μέσα σου είναι το μοναδικό που δε μπορούν να σού τ’ αρπάξουν κι εσύ θες να το έχεις κάπου προστατευμένο. Σ’ αυτή τη φωλιά, λοιπόν. Τη δική σου, τη λογοτεχνική. Κάθε μέρα προσθέτεις κι από ένα κομμάτι σου. Έγινε καθημερινότητά σου και προσδοκάς να μη σταματήσει αυτό. Προσδοκάς να συνεχίσει. Γιατί λειτουργεί. Κυρίως, ψυχοθεραπευτικά.
Τέλος, αποφάσισες να σηκώσεις τα μανίκια και να οργανώσεις κάτι που με τον καλύτερό σού φίλο ξεκίνησες αλλά μόνη σου θέλησες να συνεχίσεις. Πάντα μ’ εκείνον οδηγό, πάντα μ’ εκείνον μέντορα, διότι δε ξεχνάς ότι σού έμαθε πράγματα που άλλοι, επαγγελματίες, τους οποίους, μάλιστα, πλήρωσες, δε σού έμαθαν. Ξεσκόνισες την έτερή σου στέγη, αθλητική τούτη τη φορά. Την αναδιάρθρωσες, την οργάνωσες, έκανες αλλαγές και ξεσκαρταρίσματα. Σού πήρε χρόνο. Απαίτησε κόπο. Κουράστηκες. Τα μάτια σου, σχεδόν, δάκρυσαν απ’ την αϋπνία αλλά έφερες να πάνω κάτω. Έβαλες μια σειρά, έτσι όπως εσύ ήθελες, σχεδόν έμαθες τα πάντα απ’ την αρχή, πράγματα που αγνοούσες. Κυρίως, πειραματίστηκες μαζί της. Την σουλούπωσες. Και η στέγη αυτή έγινε όπλο και “μέσο” σου! Ίσως να πρέπει να τής αφιερώσεις κι άλλο χρόνο. Ίσως να πρέπει να επενδύσεις κι άλλο σ’ αυτήν αλλά, ήδη, σ’ έχει βοηθήσει και χαίρεσαι που ηγείσαι αυτής. Ξέρεις ότι δεν την έχεις απογειώσει, αλλά γνωρίζεις ότι μπορείς να θέσεις τους στόχους για το μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, το σπίτι αυτό είναι ο αρωγός σου.
Τούτη τη χρονιά, Νίκη, συνειδητοποίησες πως οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν, για να ξοδεύονται. Ακούς, σχεδόν, την Αλκυόνη Παπαδάκη να σού ψιθυρίζει πως “πάνω από τρεις καταντάει πρέζα”. Έχεις ανοχή, έχεις υπομονή, έχεις, όμως, και κάποια όρια. Και τα ξεπέρασες περισσότερες από τρεις φορές. Κι αποφάσισες, έστω και βίαια, έστω κι αν χαρακτηρίστηκες σκληρή, να δώσεις ένα τέλος. Για να περισώσεις ό,τι μπορούσε να σωθεί. Για να μη φτάσεις να μισήσεις τον άνθρωπο που κάποτε αγάπησες. Η διαδικασία ήταν δύσκολη. Πήρες την απόφαση. Είχες λυγίσει στο παρελθόν, αλλά τώρα έγινε σκοπός. Έδωσες τέλος. Η άλλη πλευρά αντέδρασε. Προσπάθησε ν’ αλλάξει την αρχική άποψη. Δε θέλησες. Επέμεινες. Επέμεινε, όμως, κι εκείνος. Πάλεψες με το μέσα σου. Καταδέχτηκες να δώσεις μια απειροελάχιστη ευκαιρία -κι ας μη το πίστευες, πραγματικά. Την ξόδεψε άσκοπα κι αυτή. Έχασε. Τον διέγραψες. Προσπάθησες. Γιατί η συνήθεια είναι άτιμη. Γιατί η οικειότητα σε λύγισε.
Εναντιώθηκε. Ήρθε. Σε βρήκε. Τού έκλεισες την πόρτα. Προσπάθησες να συνεχίσεις. Επανήλθε. Δέχτηκες, απλά, να μιλήσεις. Έφυγε άπραγος. Χτύπησε ξανά. Παρακάλεσε. Θέλησε μια συνάντηση. Την κέρδισε. Και κέρδισε! Κι εσύ έχασες και πάλι. Σε παραμύθιασε. Σε στούμπωσε μ’ όλα εκείνα που ήθελες ν’ ακούσεις. Σε στούμπωσε μ’ όλα εκείνα που δε μπορεί ή που ποτέ του δε θα έκανε πράξη. Και, όμως, κάτι μέσα σου σού έλεγε ότι θέλει. Προσπαθεί. Το έβλεπες. Το βλέπεις. Αλλά γιατί δε μπορεί; Ποιο το πρόβλημα; Γιατί η αγάπη πρέπει να είναι, πάντα, τόσο δύσκολη; Άραγε, υπήρχε ποτέ η αγάπη; Και, αν δεν υπήρχε, τότε τι είναι αυτό που σε τραβάει. Που τον σέρνει. Που σάς φέρνει κοντά. Για άλλη μια φορά, φάνηκε λίγος. Κι εσύ ηλίθια. Ήξερες δίνοντας την τελευταία ευκαιρία πως το πράγμα δε θα λειτουργήσει. Και δε ξαφνιάστηκες και τόσο. Ούτε και πόνεσες. Μόνο οίκτο ένιωσες. Κατέφυγες σε μέσα φθηνά. Αφού εκείνος δεν καταλάβαινε, κάπως έπρεπε ν’ αμυνθείς, να σε προστατέψεις. Τον διέγραψες! Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τον διέγραψες από κάθε κοινωνικό μέσο. Πάτησες και το μπλοκ, για να σιγουρευτείς πως η δυνατότητα επικοινωνίας είναι ανέφικτη. Το έκανες και για τους δυο σας. Για να ξεκολλήσετε από κάτι που ίσως και να ήταν νοσηρό. Για να προχωρήσεις. Για να προχωρήσει. Ίσως να μην ήσασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Ίσως και να είστε, αλλά να μη μπορείτε να το διαχειριστείτε. Έσβησες φωτογραφίες. Ναι, κάποιες τις κράτησες, γιατί είναι ένα κομμάτι της Ζωής σου. Μα βάλθηκες να τις περιορίσεις. Απαλλάχθηκες από κάθε δώρο του, από κάθε ενθύμιο, απ’ ό,τι θύμιζε το πέρασμά του απ’ τη Ζωή σου. Κάθε ενθύμιο και χιλιάδες αναμνήσεις. Δε μπορείς να τις κουβαλάς άλλο… Μα δεν υπολόγισες το κινητό. Αυτό, κάποτε, χτύπησε. Κάποτε, απάντησες. Σού ζήτησε. Σε παρακάλεσε. Τού εξήγησες. Μα έχεις, πια, αποφασίσει… Κάπου μέσα σου, όμως, χάρηκες που υπάρχεις, ακόμα, σε μια μεριά του μυαλού του… Κι ας έπαιξες εσύ το ρόλο της σκληρής. Κι ας σε γέμισε με παράπονα κι απογοήτευση πέρα από πόνο… Κάπου μέσα σου χαμογέλασες.
Έκανες αλλαγές τούτη τη χρονιά. Μεγάλωσες, πια, και μεγαλώνοντας άλλαξε το γούστο και η αισθητική σου. Παράλληλα, ήταν ώρα, πλέον, το εφηβικό δωμάτιο ν’ αλλάξει δομή. Να γίνει γυναικείο. Ήταν κι αυτή η καραντίνα στη μέση. Αυτός ο βάρβαρος εγκλεισμός που κάπου, πια, κατάντησε όχι μέτρο προστασίας αλλά μέσο υποταγής. Ένιωθες, όμως, την ανάγκη να κάνεις την αλλαγή, ν’ ανατραπούν όλα άρδην. Χρησιμοποίησες ένα σεβαστό ποσό απ’ τα χρήματα της καλοκαιρινής δουλειάς και βάλθηκες ν’ αναμορφώσεις τον προσωπικό σου χώρο. Για ν’ αλλάξει η όψη, για να έρθει στα τωρινά σου μέτρα. Για να έχει και η Ψυχή να πιαστεί από κάπου. Και λειτούργησε όλο αυτό. Τόσο στη διάρκεια της διαδικασίας όσο και τώρα. Το βλέπεις. Το νιώθεις.
Άρπαξες χρώματα και πινέλα κι έδωσες νέο φόντο στο προσωπικό σου δωμάτιο. Πέταξες κάθε παλιό έπιπλο. Κατάλοιπο μιας άλλης Ζωής και κάθε ανάμνηση που αυτό έφερε. Αγόρασες με προσοχή νέα έπιπλα. Αυτά που ταιριάζουν με το τωρινό εγώ. Απλά και λιτά. Και τα συναρμολόγησες μόνη σου. Ίσως απόδειξη ότι μπορείς και μόνη σου. Δίχως βοήθεια. Πατώντας γερά στα πόδια σου και μόνο. Κάτι σαν υπενθύμιση. Καθάρισες το χώρο απ’ άκρη σ’ άκρη σα να ‘χε να καθαριστεί χρόνια. Τοποθέτησες με προσοχή κάθε έπιπλο. Μ’ ακόμη περισσότερη φαντασία τα διακόσμησες μ’ αντικείμενα που για μέρες προσεκτικά κοιτούσες, ξεχώριζες κι απέρριπτες και ξανά απ’ την αρχή, μέχρι να καταλήξεις στο ιδανικό. Στη συνέχεια, σαν σε κλίμα μιας ειδικής τελετής, πήρες ένα – ένα τα βιβλία σου, τα καθάρισες, τα φυλλομέτρησες, τα μύρισες και τα τοποθέτησες μ’ αυστηρά μέτρα ταξινόμησης στις βιβλιοθήκες.
Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας και προσπαθώντας να κάνεις το χώρο σου περισσότερο λειτουργικό, ανοικτό, όμορφο και λιγότερο αποπνικτικό στουμπώνοντας τον με περιττά πράγματα, βάλθηκες να κάνεις ένα δεύτερο ξεσκαρτάρισμα, μια συνέχεια αυτού που προηγήθηκε στην πρώτη καραντίνα. Και, τούτη τη φορά, ήσουν περισσότερο αυστηρή. Άδειασες όλη την ντουλάπα, κάθε συρτάρι, όλα τα ράφια. Όλα τ’ αντικείμενα πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο. Τ’ άγγιξες, τα ένιωσες, τ’ άκουσες. Κάποια δεν είχαν να σού πουν τίποτα και σα μπασκετμπολίστας τα έστελνες στο στεφάνι του κάδου απορριμμάτων. Έπειτα, οργάνωσες. Μπήκαν όλα σε μια σειρά. Μέσα σου κι έξω σου. Ψυχή και μάτι ξαλάφρωσαν. Πήραν ανάσα. Εν συνεχεία, κοίταξες τις ελλείψεις σου, τις πραγματικές ελλείψεις, όλα όσα θα ολοκλήρωναν το παζλ. Τα προμηθεύτηκες. Δαπάνησες χρήματα, αλλά το ευχαριστήθηκες, γιατί ήξερες ότι το έκανες με σύνεση, πλάνο, πρόγραμμα και, κυρίως, για να πραγματοποιήσεις μια αλλαγή τόσο μα τόσο ουσιαστική. Τον φαντάστηκες το νέο χώρο σου, τον εξασφάλισες, τον έστησες και είναι, πλέον, δικός σου. Για να χάνεσαι μέσα του. Κομμάτι του δικού σου εαυτού. Σημάδι μιας νέας Νίκης.
Έμαθες και την έννοια της αποταμίευσης, πλέον. Γνωρίστηκες, πια, με τον κουμπαρά. Και πολύ άργησες. Ούσα σπάταλη, ανέκαθεν. Μα, πολύ σύντομα, αναγκάστηκες να ξοδέψεις. Αλλά έμαθες, πλέον, κυρίως χάρη -και- στο μινιμαλισμό, ότι δεν πρέπει να δαπανάς άσκοπα, άλλογα… Συνειδητοποίησες ότι έκανες κακοδιαχείριση στο παρελθόν. Ξόδευες δίχως αύριο. Δε σ’ ένοιαζε να σε γυρίζουν ανάποδα και να μην έχεις το παραμικρό κέρμα. Όμως, δεν πάει έτσι. Έμαθες τι σημαίνει “άκρη”. Αποφάσισες να ξοδεύεις για τ’ απαραίτητα, με προτεραιότητες. Αποφάσισες ν’ αποκτάς αυτό που, πραγματικά, έχεις ανάγκη κι όχι να στοιβάζεις πληθώρα ίδιων ή και διαφορετικών αντικειμένων. Κι ας νιώθεις ανασφάλεια, όταν δεν έχεις την αγαπημένη σου κρέμα σώματος επί 5. Κάπου συνειδητοποίησες πως μία αρκεί. Έδωσες χώρο, για να την ανανεώσεις, όταν αυτή τελειώσει, αλλά και την ευκαιρία, να πειραματιστείς με κάτι άλλο που, σε διαφορετική περίπτωση, η πληθώρα καβατζών δε θα σού επέτρεπε να κάνεις. Κατέληξες πως κάποια προϊόντα κουμπώνουν σ’ εσένα, στις ανάγκες σου και, κυρίως, στο σώμα σου κι έδωσες ένα τέλος σε κάθε καταναλωτική μανία. Και για το λόγο αυτό, πλέον, είχες να επενδύσεις κάτι παραπάνω σε ρούχα, στην προσπάθειά σου ν’ ανανεώσεις αλλά και να ενισχύσεις την γκαρνταρόμπα σου, σε κάποια όργανα γυμναστικής αλλά, κυρίως, σε βιβλία, σε πολλά βιβλία. Στο μοναδικό αντικείμενο που δε θα δεχθείς ποτέ καμιά έκπτωση. Η επένδυση στο χαρτί. Η όσφρηση των σελίδων. Το μαγικό άρωμα της έντυπης ύλης.
Πολύ περισσότερο έμαθες να επιλέγεις, και κατ’ επέκταση, ν’ αγοράζεις πρακτικά. Τι, πραγματικά, θα χρειαστείς, τι, πραγματικά, είναι αναγκαίο για την Νίκη, τι, πραγματικά, κουμπώνει στο χώρο της. Λειτουργείς συνδυαστικά κι αφαιρετικά. Και κάθε φορά όλο και πιο γρήγορα. Μαθαίνεις ν’ απορρίπτεις στο λεπτό το περιττό.
Το 2020 σού πρόσφερε άπλετο χρόνο. Στον χάρισε. Είτε τον ήθελες είτε όχι τον ακούμπησε στα χέρια σου. Αναγκαίο κακό. Ήταν τώρα δική σου επιλογή το τι θα τον έκανες. Πώς θα τον ξόδευες. Αν θα τον σπαταλούσες ή αν θα τον αξιοποιούσες. Θέλεις να πιστεύεις ότι κατάφερες το δεύτερο. Ότι δεν τον έκανες μια μάζα και τον πέταξες στα σκουπίδια. Ανάμεσα στις παύσεις της Ζωής, στη διάρκεια εκείνων των βάναυσων διαστημάτων τ’ απαραίτητου εγκλεισμού, θεώρησες ότι ήρθε η ώρα να κάνεις όλα εκείνα, σημαντικά ή ασήμαντα, που δεν είχες το χρόνο, για ν’ ασχοληθείς. Γέμισαν τις ώρες σου, μείωσαν τον όγκο των πραγμάτων που άφηνες “για μετά” αλλά αυτό το μετά δεν ερχόταν ποτέ. Αντίθετα, προσέθετες υποσχέσεις, δουλειά κι όλα εκείνα τα οποία, ακόμη και τώρα, αναρωτιέσαι πότε θα έκανες.
Είδες ταινίες. Πολλές ταινίες. Άπειρες σειρές. Τόσο που κουράστηκες να είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ή βιδωμένη στην καρέκλα. Γνώρισες, έμαθες, συγκινήθηκες, προβληματίστηκες, θύμωσες, εξοργίστηκες, διδάχθηκες. Ξεσκόνισες τ’ αγγλικά μα και τα λίγα ισπανικά σου. Είδες διαδικτυακές θεατρικές παραστάσεις. Ούτε που σού περνούσε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσες να παρακολουθήσεις θεατρική παράσταση μακριά απ’ το θέατρο. Δεν ήταν το ίδιο. Η μαγεία δε μεταδόθηκε αυτούσια, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Αφιέρωσες χρόνο σε παζλ. Κάθισες, κοίταξες, ένωσες, αφαίρεσες. Και το παζλ σού δίδαξε ότι λειτουργεί σαν τη Ζωή. Πρέπει να παρατηρείς, να έχεις υπομονή και να μη βιάζεσαι να κουμπώσεις τα κομμάτια. Όλα θέλουν το χρόνο τους κι όλα, κάποτε, βρίσκουν το δρόμο τους. Ολοκλήρωσες τα δικά σου δημιουργήματα. Εικόνες μαγικές. Εικόνες που σε βύθισαν μέσα τους. Άλλοτε, πάλι, απ’ αγανάκτηση, από κούραση, έδωσες μια και τα κατέστρεψες. Άκουσες και μουσική. Χάθηκες, ξανά, στη δίνη της. Βούτηξες μέσα της. Ανακάλυψες νέα κομμάτια, νέους καλλιτέχνες. Νέους κόσμους.
Βρήκες την ευκαιρία ν’ ασχοληθείς με τον ταλαίπωρο υπολογιστή σου. Με τη βοήθεια φίλου τον “επιδιόρθωσες”, τον ενίσχυσες. Και, στη συνέχεια, βάλθηκες να τον τακτοποιήσεις. Είχε έρθει η ώρα, πια, για οργάνωση. Για το γνωστό κι αγαπημένο ξεσκαρτάρισμα. Θέαση όλων των αρχείων. Διαλογή, διαγραφή, διατήρηση, οργάνωση. Φωτογραφίες, βίντεο, μουσική, έγγραφα, κείμενα. Χίλια δυο πράγματα. Όλα πέρασαν από προσεκτική διαλογή. Κάποια σε αποχαιρέτησαν και τ’ άλλα βρήκαν τη θέση τους στους φακέλους τους δίνοντας ανάσα, πλέον, σ’ αυτό το χάος που υπήρχε. Και, για να τα διπλοκλειδώσεις, μεταφέρθηκαν σε σκληρούς εξωτερικούς δίσκους.
Και το ίδιο ακολούθησε και στο κινητό. Ολικό ξεσκαρτάρισμα. Πνοή. Σε κάθε μορφής αρχείο. Σε κάθε περιττή εφαρμογή. Παρομοίως και στα σόσιαλ μίντια. Ξεσκαρτάρισμα κάθε μορφής ηλεκτρονικής βαβούρας. Σε Facebook, Instagram, Mail και πάει λέγοντας. Αναδιοργάνωση. Διαγραφή αγνώστων κι ανθρώπων που καμιά θέση δεν έχουν στη Ζωή σου. Για ποιο λόγο να έχουν στην ηλεκτρονική σου υπόσταση; Διαγραφή περιττών συνομιλιών. Συμμάζεμα στα “αποθηκευμένα” που μαζεύονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αλλά παρέμεναν αδιάβαστα, αθέατα. Ξεφόρτωμα περιττών ή ξεπερασμένων σελίδων ή ομάδων που “μού αρέσει”. Ένας, όσο το δυνατόν, φρέσκος αέρας κι εκεί. Ήταν ευκαιρία. Γιατί να έμενε ανεκμετάλλευτη; Επανεξέταση “βιογραφικού”, “πληροφοριών”. Και μια ζαβολιά; Διαγραφή παλιών όχι και τόσο αρεστών, πια, φωτογραφιών.
Και σειρά είχε ο χαρτοπόλεμος. Όλα τα έγγραφα εκείνα που έκλαιγαν απαρηγόρητα ζητώντας λίγη προσοχή. Σημειώσεις του Πανεπιστημίου, σημειώσεις της ιδιωτικής σχολής, σημειώσεις από σκόρπιες ιδέες για μελλοντικά σου κείμενα, εφημερίδες, περιοδικά, προγράμματα, έγγραφα. Χίλια δυο πράγματα. Ξεπηδούσαν από ντουλάπες, βιβλιοθήκες, γραφεία, αποθήκες. Κόντευαν να σε πνίξουν. Ζητούσαν… ξεσκαρτάρισμα. Έγινε η διαλογή. Άλλα πήγαν στ’ άχρηστα (στην ανακύκλωση, φυσικά!) κι άλλα, αφού τοποθετήθηκαν σε νέους φακέλους, βρήκαν τη θέση τους στα ράφια.
Κι αφού, πλέον, πήρες το “κολάι” βάλθηκες ν’ αδειάσεις ολάκερο το σπίτι. Ξεσκαρτάρισμα στο σαλόνι, στο δωμάτιο των αδελφών σου, στην αποθήκη. Ξεσκαρτάρισμα. Πέταμα του περιττού. Χώρος στο νέο. Πότε μόνη. Πότε με παρέα. Πότε με μουσική. Πότε στην απόλυτη σιωπή.
Το 2020 τ’ αδέλφια σου έκαναν ένα σημαντικό βήμα στη Ζωή τους. Παντρεύτηκαν. Βίωσες τους δύο αυτούς γάμους και, κατά βάθος, παρά τη χαρά, σε προβλημάτισαν. Τον ένα τον βίωσες στο έπακρο, τον άλλο μ’ ενέσεις. Και συνειδητοποίησες ότι η υφή των σχέσεων που κτίζεις με τους ανθρώπους είναι αυτή που δίνει διάσταση και σημασία στις καταστάσεις. Κι ο ένας σε σημάδεψε, ενώ ο άλλος σε στιγμάτισε…
Ήταν αλλόκοτη η χρονιά, Νίκη, γιατί μέσα απ’ τις στιγμές, μέσα απ’ τις καταστάσεις ήρθες στα όριά σου και έφτασες πολύ κοντά στο να πατήσεις αυτή τη λεπτή, σχεδόν ισχνή, κόκκινη γραμμή. Σε κάποιες περιπτώσεις την ξεπέρασες. Ξανά και ξανά. Και ξανά. Ήταν αλλόκοτο. Κοίταξες πίσω σου, σχεδόν, τρομαγμένη. Δεν έφταιγες εσύ για τα αισθήματά σου. Δε φταις εσύ γι’ αυτά. Δε φταις μόνο εσύ. Έτσι είναι οι σχέσεις. Και, παρά το γεγονός ότι κάποιοι είναι κοντινοί σου, ένιωσες να τούς χάνεις. Άπλωνες το χέρι, μα τ’ άνοιγμα δεν ήταν αρκετό, για να φτάσει το δικό τους. Σχεδόν, μάτωσες, για να τα καταφέρεις. Έκανες το δικό σου αδύνατο δυνατό. Δεν έχει σημασία, αν για τον άλλο δεν είναι αρκετό. Εσύ έφτασες όπου μπόρεσες. Αλλά οι σχέσεις είναι αλληλεπίδραση. Δούναι και λαβείν. Πως, λοιπόν, μπορείς να τις κρατήσεις ζωντανή μόνη σου; Σίγουρα θα έχεις σφάλει. Είσαι, όμως, πεπεισμένη πως όχι όσο εκείνοι. Με κάποιους ήρθες πιο κοντά. Με κάποιους η σχέση έμεινε αναλλοίωτη, αγνή. Κι άλλους τούς έχασες ολότελα. Και, αν υπάρχουν στη Ζωή σου, διότι δε γίνεται διαφορετικά, νιώθεις να τούς έχεις χάσει από μέσα σου. Από μέσα σου! Κι αυτό είναι χειρότερο. Είναι χειρότερο το γεγονός ότι μόνοι τους σε βοηθούν να τούς σκοτώνεις κάθε μέρα κι από λίγο. Σού δίνουν “λίγο” και το θεωρούν “πολύ”. Ενώ ξέρεις ότι μπορούν να προσφέρουν κι άλλο. Κι αυτό δε σού αρκεί. Και κάπου έπαψες κι εσύ ν’ ασχολείσαι. Διότι διακρίνεις τη ματαιότητα. Διότι διακρίνεις πως το μυαλό του καθενός πλάθει δικά του σενάρια. Κι αυτά, πολλές φορές, δε συμβαδίζουν στο δικό σου σκηνικό. Και δεν τούς βγάζεις στη δική σου θεατρική σκηνή. Αποφασίζουν μόνοι τους να είναι αλλού πρωταγωνιστές. Έτσι κι εσύ τούς ξεχνάς κάπου στο προσκήνιο. Κι όσες φορές κι αν τράβηξες την κουρτίνα, για να δεις τι συμβαίνει, μ’ επιβεβαιωμένο πόνο κάθε και κάθε και κάθε φορά την τράβηξες βίαια, για να κρύψει την τραγωδία, γιατί αυτή η φαρσοκωμωδία σού προκαλεί φρίκη.
Αναδιαμορφώθηκε εν νέου η οπτική των σχέσεων. Γενικότερα και ειδικότερα. Μίσησες τα επιβαλλόμενα αισθήματα και συναισθήματα και τα “πρέπει εκείνο” και “πρέπει τ’ άλλο”. Είναι και η αγάπη, λοιπόν, κάτι σαν τη θρησκεία. Κάτι αφηρημένο. Ίσως να υπάρχει. Ίσως κι όχι. Ίσως και να ισχύει, τελικά, η συμπάθεια ή η αντιπάθεια. Με το πολύ ή το λίγο. Μόνο αυτό. Και το ίδιο συνειδητοποίησες και για τον έρωτα. Ίσως, τελικά, να έχεις ερωτευτεί την ιδέα. Ίσως να μην ερωτεύτηκες τ’ άτομο. Ίσως να στάθηκες κι εδώ άτυχη. Θύμα. Καταστάσεις με τις οποίες μάς γαλουχίζουν. Τις ακούμε απ’ τα μικράτα μας. Μεγαλώνουν μέσα μας. Ανθίζουν. Φουντώνουν. Νομίζουμε πως έτσι θα είναι. Έτσι είναι. Γιατί έτσι πρέπει! Αλλά γκρεμιζόμαστε. Γιατί, ίσως, όλα να είναι παραμύθια. Ή, ίσως, να μη τα μοιραζόμαστε με τους κατάλληλους ανθρώπους. Και, έτσι, αμφιβάλλουμε. Όλο αμφιβάλλουμε. Και, όσο κι αν επιμένεις ότι αυτό αποτελεί την άμυνά σου, σού στερεί πράγματα. Σού στερεί στιγμές. Σού στερεί γαλήνη και ηρεμία. Σού στερεί. Και νιώθεις διαρκώς σ’ επιφυλακή. Σαν σε διαρκή πόλεμο. Κι αυτό, κάποτε, σε ξεπερνά. Μα σηκώνεις ξανά τα μανίκια και ρίχνεσαι στη μάχη. Στη μάχη σου.
Και ήταν και εκείνα τα ενθύμια. “Κατάλοιπα”, που λέει και η Κική Δημουλά. “Σαρκοβόρα”. Εκείνα τ’ απτά. Τα σκόρπια μέσα στο σπίτι. Τ’ αγαπημένα σου, τα πιο ξεχωριστά σου τα είχες συγκεντρωμένα. Σ’ εκείνο το κουτί. Μα, στο πλαίσιο των αλλαγών, στο πλαίσιο του ξεσκαρταρίσματος, πήρε κι εκείνα η μπάλα. Μέρες αρκετές αφιέρωσες, μονάχα, σ’ εκείνο το κουτί. Κάποια, δίχως δεύτερη σκέψη, τα φύλαξες ξανά πίσω, άλλα τ’ απομάκρυνες, άλλα δεν ήθελες, πλέον, να τα κουβαλάς, μα φρόντισες, πριν τ’ αποχωριστείς, να τα τραβήξεις μια φωτογραφία. Ένα κλικ. Για να μείνει, έστω και στην οθόνη, έστω και μέσα σε μιας απλής φωτογραφίας τη χωρητικότητα, όλη η ιστορία του εκάστοτε αντικειμένου χωρίς να κουβαλάς, πια, τ’ απτό του βάρος, αλλά και χωρίς να πιάνει χώρο, χώρο πολύτιμο. Είναι εξάλλου, σαν τα σουβενίρ απ’ τις διακοπές. Για ποιο λόγο να φορτώνεσαι με περιττά αντικείμενα, ανούσια, πολλές φορές, πανομοιότυπα μπιχλιμπίδια που διαφέρουν μονάχα ως προς τ’ όνομα του νησιού ή του χωριού που φέρουν πάνω τους; Λες και το εισιτήριο, από μόνο του, δεν αρκεί, για να θυμίζει την απόδραση. Ή τ’ άλμπουμ στο κινητό σου γεμάτο από φωτογραφίες γαλαζοπράσινων παραλιών κι ασπροχιονισμένων βουνών…
Και των απτών αναμνήσεων σειρά πήραν και οι νοερές. Αλλά εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα. Εδώ δεν πατάς ντιλίτ. Εδώ, απλά, την… “πάτησες”. Και πόσες μνήμες ξύπνησαν στη διάρκεια του 2020… Με τόσα που αναγκάστηκες ν’ αποχωριστείς. Με τόσα με τα οποία ήρθες αντιμέτωπη. Με τόσα που έπρεπε να ξεσκαρτάρεις. Ανέτρεξες χρόνια πίσω. Σ’ εκείνη την πρώτη δουλειά σου. Στη χαρά και την αίσθηση. Έπειτα στην επόμενη. Στο πόσα έμαθες, πόσα διδάχθηκες, κι ας κουραζόσουν, κι ας βλαστημούσες. Ανέτρεξες στις σχέσεις σου με τους συναδέλφους σου. Με πόσους, άραγε, μιλάς, ακόμη; Πόσοι από εκείνους δεν έσβησαν; Γύρισες το χρόνο πίσω και στα φοιτητικά χρόνια. Στο πανεπιστήμιο. Στο πρώτο σπίτι. Η πρώτη αίσθηση. Η ανεξαρτησία. Οι μέρες σου. Οι νύχτες σου. Εκείνη η βεράντα. Η γειτονιά σου. Το φαγητό που μόνη μαγείρευες. Οι πειραματισμοί. Λογής – λογής. Ανέτρεξες στα φοιτητικά έδρανα. Στον πρώτο… έρωτα; Ενθουσιασμό; Αγάπη; Νοιάξιμο; Ό,τι κι αν ήταν, ήταν βαθύ και σε χάραξε. Αναδρομή στις πρώτες ευαισθησίες. Στις μικροεπαναστάσεις. Στο πρώτο τσιγάρο, αν και το μοναδικό. Ανέτρεξες στην εποχή εκείνη που ξεκίνησες να βλέπεις τη μουσική σαν ιδέα κι όχι σαν απλούς στίχους και μελωδίες στ’ αυτί σου. Ανέτρεξες στην ανάμνηση των πρώτων κειμένων. Πότε ήταν το πρώτο; Πως κόλλησε το μικρόβιο; Στην ομάδα εκείνη που άνθιζε κάθε προβληματισμός σου. Εκεί που δυο χούφτες άνθρωποι ανταλλάζατε στιχάκια και ιδέες. Έπειτα, στις σελίδες που σε δέχτηκαν, που φιλοξένησαν κομμάτι το μυαλού σου, της Ψυχής σου. Έπειτα, στις ριζικές αποφάσεις για τη Ζωή σου. Η δεύτερη σχολή. Τα όνειρα. Τα φάσκελα. Το πείσμα. Κι όλα αυτά μέχρι που έφτασες στο σήμερα…
Και συνειδητοποίησες ότι έκανες και λάθη. Δεν είσαι και τέλεια. Όσο κι αν το προσπαθείς, είτε το παραδέχεσαι είτε όχι. Άκουσες τον όρο “control freak” και κάπου ταυτίστηκες. Σα σκληρή και δυνατή παλάμη πάνω στ’ ατάραχο πρόσωπό σου έσκασε η συνειδητοποίηση και τρόμαξες. Αντιλήφθηκες, όμως, κι άλλα πράγματα για τον εαυτό σου. Δεκάδες που, ίσως, να καταλάβουν πολύ απ’ το χώρο της φωτεινής σελίδας που υπάρχει μπροστά σου. Αλλά αποφάσισες πως ήρθε, πλέον, η ώρα να κάνεις κάτι, για να βελτιώσεις την κατάσταση. Να προσπαθήσεις, κυριολεκτικά. Όχι σαν τους στόχους που θέτουμε στο ξεκίνησα κάθε έτους και κάπου στα μέσα σου Φλεβάρη έχουμε ξεχάσει που ακουμπήσαμε τη λίστα αυτή. Και, τέλος πάντων, ήρθαν κι άλλοι όροι που σ’ έκαναν να προβληματιστείς, όπως ο νόμος των 5” κι εκείνα τα βίντεο που τόσο σ’ αρέσουν. Και βάλθηκες να οργανωθείς -και πρακτικά- ως προς τους στόχους σου. Πλάνερ ημέρας, εβδομάδας, μήνα και χρόνου. Για να μη σε καταδυναστεύσει ο χρόνος, αλλά για να τον δαμάσεις. Επιχείρησες να καταγράψεις τα ελαττώματά σου, τις αιτίες εκδήλωσης και τους τρόπους βελτίωσής τους. Εκτίμησες τα βιβλία αυτοβελτίωσης, όλα εκείνα τα εγχειρίδια που θεωρούσες ότι ήταν γνώμες αδαών και ματαιόδοξων, αυτών που έχουν πιάσει την καλή. Στην πραγματικότητα, είναι η αλήθεια του καθενός φιλτραρισμένη μέσα απ’ την προσωπική του εμπειρία και στην προσφέρει στην προσπάθεια εύρεσης της αντίστοιχης δικής σου.
Για πολλούς, ίσως, απλά, να ήταν μια άσχημη και τραγική χρονιά, αλλά για εσένα λειτούργησε ως ένας κουβάς με παγωμένο νερό που έπεσε πάνω σου και σε ξύπνησε! Σού άνοιξε τα μάτια. Και ίσως να μην πήρες όλα τα μηνύματα. Αλλά έλαβες αρκετά και βάλθηκες να τα χρησιμοποιήσεις. Αν και μ’ άγχος, αν και με κρίσεις, αν και με πολλές αναποδιές, αρκετές φορές, ακόμη και στα πιο απλά, άντεξες. Άντεξες. Σ’ έπνιγε η αγανάκτηση, το παράπονο, δακρυσμένη έτρεξες, κούρνιασες στην αγκαλιά τ’ αγαπημένου σου λιμανιού, ζήτησες φροντίδα, αλλά άντεξες. Πάτησες γερά στα πόδια σου και μέτρησες τις δυνάμεις σου. Υπερασπίστηκες μ’ όποιο μέσο τον εαυτό σου. Δε λύγισες. Δε σιώπησες. Υποστήριξες τη γνώμη σου. Μ’ απλές λέξεις. Με φωνές. Αλλά το έκανες.
Και, γενικότερα, θυμήθηκες πόσο ουσιαστικό είναι και το παραμικρό που μαθαίνεις, βλέπεις, ακούς, βιώνεις. Το παραμικρό που αισθάνεσαι. Γιατί αποκτάς εμπειρία, αποκτάς γνώση. Αποκτάς όπλα. Μικρά και μεγάλα. Και, παράλληλα, προχώρησες σε πρακτικές που στόχος τους ήταν να σού απλουστεύσουν τη Ζωή, προχώρησες σε πρακτικές, για να μάθεις πράγματα. Με το δικό σου τρόπο. Φτάνει που είχαν αποτέλεσμα. Τακτοποίησες εκκρεμότητες. Σημαντικές, ασήμαντες. Προσωπικές. Γραφειοκρατικές. Έτρεξες και θυμήθηκες πως τον εαυτό σου τον εκπροσωπείς εσύ και μόνο.
Τόσα κι άλλα τόσα πραγματοποιήθηκαν μέσα στο 2020. Εικόνες, στιγμές, καταστάσεις. 1002 πράγματα που, αν προσπαθήσεις να τ’ αποτυπώσεις γραπτώς, θα χάσεις το λογαριασμό. Δε ξεχνάς, λοιπόν, πως στη διάρκεια τούτου του έτους συνειδητοποίησες -ξανά και ξανά- πόση ηλιθιότητα κυριαρχεί στον κόσμο ενώ, παράλληλα, σιχάθηκες την ανθρωπότητα. Σιχαίνεσαι για το επίπεδο και την “ποιότητα” των ανθρώπων. Αρκετών ανθρώπων. Ανθρώπων που καθημερινά περπατούν ανάμεσα στους άλλους. Έχασες μέρος της πίστης σου για τ’ ανθρώπινο γένος. Έφτασες στο σημείο να μισήσεις. Τόση ήταν η αηδία σου. Και, σίγουρα, σού στέρησε πολλά. Μικρά, μεγάλα. Δεν έχει σημασία. Γιατί για εσένα είναι σημαντικά. Για τη δική σου ψυχική, όμως, υγεία κι ανάταση αποφάσισες πως και το 2021 θα εστιάσεις σ’ όλα εκείνα που σε τροφοδοτούν με γαλήνη. Καφές στο χέρι και περπάτημα μόνη ή με παρέα στο λιμάνι, φαγητό και κεράσματα στο σπίτι κι άπειρες βόλτες με τους ξεχωριστούς σου. Πόσες στιγμές. Πόσες αναμνήσεις. Πόσες εμπειρίες. Πόσα βιώματα. Ως και τις τελευταίες μέρες του χρόνου. Ως και λίγα λεπτά πριν ολοκληρώσεις το κείμενό σου. Σού πήρε και σού έδωσε τούτο το έτος. Αυτή είναι η αλήθεια.
Πολλοί το καταριούνται, θέλουν να φύγει γρήγορα, να “ξεκουμπιστεί”…
Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι υπήρξε μέντοράς μου. Και θα κλείσω λέγοντας πως, κάποιες φορές, κάθε πέρσι και καλύτερα…
Θα ισχύσει αυτό στην περίπτωση του 2021;
Δε μένει, παρά να δούμε…
Όσο για εμάς, ραντεβού στο τέλος του επόμενου έτους. Τι λέτε;