Η πανδημία του κορονοϊού συνεχίζει να μας απασχολεί καθημερινά και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να το κάνει για αρκετό καιρό ακόμα. Αυτό που όλοι ελπίζουμε να γίνει, είναι να αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου ανοσία στον ιό ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ώστε να σταματήσει η ευρεία και συνεχόμενη μετάδοσή του. Βέβαια για να πραγματοποιηθεί αυτό, θα πρέπει πρώτα να έχει διατεθεί διεθνώς κάποιο εμβόλιο ή και φάρμακο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey, ένας αριθμός ανάμεσα σε 90 με 300 εκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού, μπορεί να έχει αποκτήσει ήδη φυσική ανοσία στον COVID-19. Το πρώτο στάδιο στο οποίο αναμένεται να οδηγηθούμε, πριν την πολυπόθητη ‘’ανοσία της αγέλης’’, είναι μια κανονικότητα στην οποία όλα (ή σχεδόν όλα) τα γρανάζια της κοινωνικής και οικονομικής ζωής θα μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τον φόβο των πιθανών νέων θυμάτων και των μακροχρόνιων επιπτώσεων του ιού στην υγεία. Μέχρι να γίνει αυτό, αναζητούνται από την επιστημονική κοινότητα τα εργαλεία που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν απέναντι σε αυτόν τον ‘’αόρατο εχθρό’’. Μερικά από αυτά είναι τα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και ακριβή τεστ και η θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας. Επομένως, είναι προφανές ότι σε ορισμένες περιοχές, η κανονικότητα δύναται να έρθει νωρίτερα από το επιδημιολογικό τέλος της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται υπομονή, πειθαρχία και συλλογική προσπάθεια.
Ζούμε σε μια εποχή που ακόμα και η παραμικρή υποψία βήχα μας προκαλεί άγχος και συνήθως τραβάει τα βλέμματα. Ερευνητές του MIT εργάστηκαν για να διαλευκάνουν λίγο το τοπίο, αφού ανέπτυξαν έναν αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης (AI), ο οποίος μπορεί να αναγνωρίσει τον βήχα των ανθρώπων που είναι φορείς του κορoνοϊού, ακόμα κι αν δεν έχουν άλλα συμπτώματα. Άλλοι οργανισμοί, όπως τα πανεπιστήμια του Cambridge και Carnegie Mellon και η startup Novoic, εργάζονται πάνω σε παρόμοια project. Σημαντικό ρόλο στη δουλειά του MIT, έπαιξε η δημιουργία μιας σειράς από νευρωνικά δίκτυα, τα οποία μπορούν να ξεχωρίσουν διακριτικές αλλαγές που είναι όμως ενδεικτικές των συμπτωμάτων του ιού. Ένα από αυτά αναγνωρίζει ήχους που σχετίζονται με τη δύναμη της φωνής, ένα δεύτερο ελέγχει πιθανές αλλαγές σε νευρολογικό επίπεδο (πχ. εξάντληση) και ένα τρίτο μετρά τις αλλαγές στο μοτίβο της αναπνοής. Σε συνδυασμό με έναν αλγόριθμο που ελέγχει τη μυική φθορά (η οποία προκαλεί ασθενέστερο βήχα), μπορούν να παρέχουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της υγείας κάποιου. Υποστηρίζεται ότι το AI που αναπτύχθηκε, ‘’εκπαιδεύτηκε’’ μέσα από δεκάδες χιλιάδες δείγματα βήχα και διαλόγων και κατάφερε στα πρώτα τεστ να αναγνωρίσει το 98,5% των ανθρώπων που είχαν τον ιό, μέσα από τον βήχα τους. Επίσης, κατάφερε να αναγνωρίσει το 100% των κρουσμάτων που ήταν ασυμπτωματικά. Είναι βέβαιο ότι αυτή η τεχνολογία, αφού είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο, δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αποκλειστικό μέσο για τη διάγνωση ασθενών του κορονοϊού, αφού μπορεί να υπάρχουν και άλλες ασθένειες ή παθήσεις που προκαλούν παρόμοια συμπεριφορά κατά τον βήχα. Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες ετοιμάζουν μια απλή στη χρήση εφαρμογή για κινητά, που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην εξάπλωση του ιού. Για παράδειγμα, ο χρήστης θα μπορεί να βήχει προς το μικρόφωνο της συσκευής του και μέσω της εφαρμογής θα ενημερώνεται για το αν είναι ασφαλές να βγει από το σπίτι του (χωρίς να είναι φορέας του ιού).
Όπως είχαμε τονίσει και σε παλαιότερο άρθρο, η τεχνητή νοημοσύνη έχει αρχίσει να εμφανίζεται όλο και περισσότερο στις ζωές μας, ακολουθώντας το τρίπτυχο ‘’εκμάθηση-συλλογιστική-αυτοδιόρθωση’’. Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι υπάρχουν φιλόδοξοι επιστήμονες που εργάζονται πάνω σε τέτοια project, αφού έτσι θα ανοίξουν το δρόμο για νέες και πιο δυναμικές τάσεις στην αγορά και την κοινωνία. Ακόμα κι αν αυτή η νέα τεχνολογία του MIT χρησιμοποιηθεί τελικά μόνο για την αντιμετώπιση του ζητήματος της ασυμπτωματικής μετάδοσης του COVID-19, θα αποτελεί ένα πραγματικά πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της ανθρωπότητας. Το μοντέλο AI που χρησιμοποιήθηκε, βασίζεται σε προηγούμενες μελέτες που διερευνούσαν πώς ο βήχας και οι μεταβολές στα πρότυπα ομιλίας θα μπορούσαν να υποδηλώνουν άλλες ασθένειες, όπως το Alzheimer. Επομένως, μπορούμε να δούμε ότι αυτές οι τεχνολογίες μπορούν να οδηγηθούν και σε εναλλακτικά ‘’μονοπάτια’’ όσο βελτιώνονται και εξελίσσονται. Ακόμα και στην περίπτωση που μια τέτοια εφαρμογή δεν τελειοποιηθεί πλήρως, οι χρήστες θα μπορούν να έχουν άμεση και εύκολη πρόσβαση σε αυτή και να την χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση που έχουν έρθει σε επαφή με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα ή απλά αισθάνονται ότι έχουν ύποπτα συμπτώματα. Οι ζωές μας αδιαμφισβήτητα έχουν αλλάξει αρκετά τους τελευταίους 8 μήνες και όπως φαίνεται, η ανθρωπότητα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την επιστήμη και την τεχνολογία, ώστε να ξεφύγει από αυτό το μεγάλο αδιέξοδο.