Το παραμύθι “Ό Μπούλης και το Μπούλινγκ” θίγει το επίκαιρο θέμα του ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ και της ΒΙΑΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ καθώς και την δυναμική των σχέσεων μ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Αυτό γίνεται μ’ απλό και κατανοητό τρόπο στα παιδιά, χωρίς να κατηγορείται κανένας. Μέσα απ’ την εξιστόρηση της δράσης δίνονται οι λόγοι που οδηγούνται οι ήρωες της ιστορίας να παίρνουν αυτήν την θέση. Το μπούλινγκ, όμως, όπως κάθε είδους κακοποίηση, τρέφεται απ’ την σιωπή, μεγαλώνει όσο κανένας δεν μιλά γι’ αυτό. Στην ιστορία μας τα πράγματα αλλάζουν, όταν ένα θαρραλέο παιδί αποφασίζει να μιλήσει για τον εκφοβισμό που τού γίνεται και οι δάσκαλοι αναλαμβάνουν δράση, όχι τιμωρητικά, αλλά μετεκπαιδεύοντας τα παιδιά.
Ο “Μπούλης και το Μπούλινγκ” διδάσκει παιδιά και γονείς πώς:
-Να βρίσκουν λύση μέσα απ’ την συνεργασία
-Να ζητάνε βοήθεια, όταν την χρειάζονται
-Να συμφιλιώνονται με τον εαυτό τους και τους άλλους
Με γλώσσα αβίαστη και κατανοητή, μ’ όμορφες εικόνες και νοσταλγικές περιγραφές της φύσης, οδηγείται το παιδί ν’ αγαπήσει την επαφή με την φυσική ζωή και μέσω αυτής να ψάξει να βρει τον εαυτό του για την λύση των προβλημάτων του.
Πραγματικά, το βιβλίο, όσον αφορά στα παιδιά, φαίνεται να μην επιρρίπτει τις ευθύνες σ’ εκείνα, αλλά, σίγουρα, με μια προσεκτική ανάγνωση είναι ολοφάνερο πόσο η οικογένεια διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις επιθετικές συμπεριφορές μερίδας παιδιών. Προσωπικά, πιστεύω πώς όλα ξεκινούν απ’ το σπίτι. Αργότερα, το σχολείο, η πολιτεία και, φυσικά, ο ίδιος ο άνθρωπος μπορούν να καταστείλουν, μειώσουν, εξαφανίσουν την συμπεριφορά αυτήν.
Το παιδί τροφοδοτείται απ’ την νοοτροπία των γονέων του. Δεν είναι τυχαίο που, όταν η Άννα μιλάει, έχει την υποστήριξη των γονιών της και παρασύρονται κι άλλα παιδιά, ώστε να μιλήσουν.
Φυσικά, να μην παρεξηγηθώ, αυτό δεν αποτελεί καθολική εικόνα, υπάρχουν κι εξαιρέσεις, όσον αφορά και στους γονείς και στα παιδιά. Κι απ’ το ρόδο βγαίνει αγκάθι, που λένε.
Για να επιστρέψουμε στο σχολείο και την πολιτεία, ο δήμαρχος της πόλης και οι δάσκαλοι του σχολείου βρήκαν μια σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης προσομοιώνοντας το μέρος που πηγαίνουν για εκπαίδευση με “φυλακή” αλλά με καθαρά σωφρονιστικό χαρακτήρα. Όχι τον απρόσωπο και το ισοπεδωτικό των πραγματικών φυλακών. Εκεί, τα παιδιά, κοντά στην φύση, τα ζώα, τα λουλούδια, τον καθαρό αέρα, θα σκεφτούν, θα προβληματιστούν, θα βρουν τι αγαπούν να κάνουν, θα βρουν το εαυτό τους. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος, για να ενσωματωθούν ξανά κι ομαλότερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το βιβλίο εστιάζει στο να μιλούν τα θύματα γι’ αυτό που τούς συμβαίνει και να μην τ’ αφήνουν να εξελίσσεται μέσω της σιωπής αλλά και στο γεγονός πως για όλα υπάρχει λύση, αν, πραγματικά, κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα.
Ο Νίκος, ο Στέφανος και η Μαρίκα είναι περιπτώσεις παιδιών που, πιθανότατα, ήρθαμε αντιμέτωποι μαζί τους ή, ίσως, υπήρξαμε κι εμείς τέτοιοι. Μαθαίνουμε, ωστόσο, σταδιακά πως οι δυνατοί δεν έχουν την διάθεση και τον χρόνο ν’ ασχοληθούν με το να προξενήσουν πόνο στους άλλους, στους ευάλωτους.
Ο Νικόλας προσπαθεί να κρύψει τις αδυναμίες του και να προλάβει να επιβληθεί στους άλλους πριν το κάνουν εκείνοι. Ο Στέφανος αναγκάζεται να ενσωματωθεί στο μοτίβο αυτό για τους δικούς τους “ντροπιαστικούς” λόγους, ενώ η Μαρίκα, το “κακομαθημένο” της παρέας δεν ευχαριστιέται με τίποτα παρά γεμίζει τα κενά της προκαλώντας πόνο. Στους άλλους.
Στις σελίδες του βιβλίου αυτού η επιθετικότητα αποτελεί το προσωπείο του θυμού και του φόβου.
Στο βιβλίο αυτό αντιλαμβανόμαστε πως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στερούν την φαντασία απ’ τα παιδιά και μετατρέπουν την βία από ανωμαλία σε νόρμα.
Στο βιβλίο αυτό μαθαίνουμε πως τα παιδιά πρέπει να μυηθούν στην υπευθυνότητα και στο πρόγραμμα, τ’ οποίο τούς λείπει.
Στο βιβλίο αυτό αντιλαμβανόμαστε πως όλοι χρειάζεται να είμαστε ισορροπημένοι άνθρωποι.
Στις σελίδες του βιβλίου αυτού διαβάζουμε για την αναγκαιότητα της επιβράβευσης και για τον θαυμασμό γι’ αυτό που είμαστε χωρίς ντροπές και κόμπλεξ.
Ένα ανάγνωσμα που προτείνεται για παιδιά, γονείς κι εκπαιδευτικούς.