Εν μέσω ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στα εδάφη της Ουκρανίας, αποφασίσαμε να γίνουμε βλάσφημοι για το δυτικό κόσμο της αριστείας. Με αυτό τον οδηγό θα επιχειρήσουμε μια παράδοξη, ταύτιση του έργου του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι (11/11/1821-9/2/1881), οι Δαιμονισμένοι (1872) με την ταινία And Tomorrow the Entire World (2020) της Julia von Heinz.
Λίγα λόγια για το βιβλίο: Μια ήσυχη επαρχιακή πόλη γίνεται άνω κάτω, όταν δύο άσωτοι γιοι, ο αριστοκράτης Νικολάι Σταβρόγκιν και ο πολιτικός οπορτουνιστής Πιότρ Βερκοβένσκι, επιστρέφουν από την Αγία Πετρούπολη. Ο Σταβρόγκιν, που έχει επανειλημμένα βρεθεί στο κέντρο των σκανδάλων, διαπληκτίζεται συνεχώς. Είναι όμορφος άνδρας, εξαρτημένος στο σεξ και καταστρέφει όσες τον ερωτεύονται. Ο Βερκοβένσκι, διανοούμενος και κυνικός, καθιερώνει μια «μυστική κοινωνία» η οποία βασίζεται στο κυρίαρχο φιλοσοφικό δόγμα της εποχής, το μηδενισμό, και απλώνει το χάος, τις δολοφονίες και την απελπισία. Μια αλυσίδα τραγικών γεγονότων ακολουθούν, τα οποία οδηγούν στο θάνατο σχεδόν όλους τους κύριους χαρακτήρες. Ένα κύμα φόβου σαρώνει όλη την πόλη. Η «μυστική κοινωνία» αρνείται την ύπαρξη του θεού, αισθάνεται αποστροφή για τους παρηκμασμένους θεσμούς του τσαρισμού με στοιχεία από τα γλωσσικά ιδιώματα και τις συνήθειες της εποχής του Ναπολέοντα Α’ (Βοναπάρτη). Επικρατεί η τυποποιημένη συντηρητική αισθητική και παρουσιάζονται οι αποστάσεις, τις οποίες ανέδειξε και ο Τολστόι στα έργα του, μεταξύ αστικού ιστού και ζωής στην καθυστερημένη, τόσο σε επίπεδο μέσων παραγωγής όσο και ιδεών, επαρχεία.
Ο Ντοστογιέφσκι, κατά την ταπεινή γνώμη της στήλης, υπογραμμίζει τη σύγχυση και την ανωριμότητα στις τάξεις των πρώιμων επαναστατών για την αλλαγή κοινωνικού καθεστώτος. Δεδομένου ότι δεν βρίσκουν τη θεωρητική βάση για να στηρίξουν την ορμητικότητα καταστροφής, παραμένουν στην πρώτη τάξη. Δηλαδή, δεν διακόπτουν την πρόσδεση τους με την, σε αποδρομή, φεουδαρχική τάξη αλλά καταφεύγουν σε συνωμοσιολογικού τύπου σεχταριστικές αντιλήψεις, ατομικής τρομοκρατίας. Η άμεση και ίσως μοναδική τους επιλογή είναι η δολιοφθορά. Με αυτή την προσέγγιση μένουν στις αρνητικές απαιτήσεις μιας ανατροπής. Την καταστροφή. Δυσκολεύονται να βρουν το πρόταγμα και τις προϋποθέσεις στροφής του οικονομικοκοινωνικού μοντέλου.
Τα αρνητικά επαναστατικά καθήκοντα έχουν να κάνουν με τις αντιφάσεις εντός μιας χώρας. Δημιουργείται ασθενής ή αδύναμος κρίκος. Το δεύτερο στοιχείο (θετικό) αφορά τη δυνατότητα δόμησης, ενός άλλο τύπου ανάπτυξης. Σε αστικοδημοκρατικούς θεσμούς και ελλιπή βιομηχανική ανάπτυξη. Αν και κατά πόσο είναι τυπική η παραγωγή. Το σοσιαλιστικό κράτος ήταν τυπικά ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής. Η αντίφαση μιας κοινωνίας δεν είναι διαχειριστικό πρόβλημα αλλά η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξής της. Το μέσο της επίλυσης των αντιφάσεων, σε φυλογένεση της κοινωνίας και της οντογένεσης του ατόμου.
Θεμελιώδης ιστορική νομοτέλεια της επαναστατικής θεωρίας: Μεγαλώνει ο ρόλος του συνειδητού παράγοντα. Δεν υπάρχει επαναστατική διαδικασία χωρίς δρών υποκείμενο. Δεν υπάρχει αυθόρμητη ενεργοποίηση των αντικειμενικών-ωρίμανση- καταστάσεων. Το αντικείμενο της επαναστατικής θεωρίας έχει να κάνει με την αλληλεπίδραση φύσης και ανθρώπου. Την ποιοτική και ουσιώδη μετάβαση. Ο άνθρωπος αλλάζει τα μέσα επενέργειας της φύσης. Η συναρμογή τεχνικών μέσων δημιουργεί μηχανές στην κεφαλαιοκρατία.
Επί φεουδαρχίας ενισχύεται το εμπόριο και η χειροτεχνία. Όταν η παραγωγική διαδικασία βγαίνει από τα όρια της πόλης, οι όροι παραγωγής μετατρέπονται σε εμπόρευμα και η δουλοκτησία σε μισθωτή εργασία. Μια οικονομική διαδικασία εδραίωσης του νέου τρόπου παραγωγής στα σπλάχνα του παλιού. Έπειτα, αλλάζει το εποικοδόμημα στη βάση των αλλαγών με σκοπό την μετατροπή της δουλοκτητικής εργασίας σε μισθωτή εργασία. Μετάβαση από το μεσαίο υποστάδιο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στο τελευταίο με το νομικό επίχρισμα.
Η αντανάκλαση αυτή είναι γνωσιολογική στο βαθμό που η ιδεολογία καθορίζει και αιτιολογεί ένα κοινωνικό πρόγραμμα, ένα σύνολο στόχων για την ανάπτυξη της κοινωνίας, καθώς και τα μέσα για την πραγμάτωση αυτών των στόχων, αλλά και αξιολογική, στο βαθμό που προβάλλει και αιτιολογεί διάφορα ιδανικά, διάφορες πολιτικές, ηθικές, αισθητικές, κοινωνικές αξίες.
Από την άλλη μεριά, η Βερολινέζα σκηνοθέτιδα Julia von Heinz, παρουσιάζει ένα υπαρκτό, αντιφασιστικό, πείραμα. Φοιτήτριες και φοιτητές, σε συνθήκες κολεκτίβας, διοργανώνουν δράσεις και παρεμβάσεις προσπαθώντας να χτυπήσουν τα πλοκάμια της κλίκας, πρώην και νυν, μελανοχιτώνων η οποία στήνει πογκρόμ σε μετανάστες και με τις πλάτες του ομοσπονδιακού κράτους της Γερμανίας, κινείται στις παρυφές της νομιμότητας, κραυγάζοντας για νομιμοφροσύνη και έχει, τουλάχιστον, τη σκιερή υποστήριξη της ασφάλειας και την ευκολία να χειριστεί με εύνοια την κρατική μηχανή με διάφορες αναγνώσεις και προσαρμογές των νόμων και του Συντάγματος, σχετικά με την παρακολούθηση και την πιθανή ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. Το σενάριο, αφήνει υπαινιγμούς ότι στο παρελθόν, το πλαίσιο ήταν πιο αυστηρό και η ενεργοποίηση τέτοιων διατάξεων, σπάνια ή στοχευμένη. Η παρέα, με τις αντιφάσεις, τη ροπή προς τις εξαρτησιογόνες ουσίες, την παρορμητικότητα και την αφέλεια, οδηγείται σε ένα τέλμα, με ορισμένα μέλη της να σκέφτονται και την αυτοχειρία. Σε κάποιο σημείο, γίνεται αναφορά σε προσπάθειες για ευρύ κάλεσμα συλλογικοτήτων και διεύρυνση των αιτημάτων αλλά απορρίπτεται ως μη λειτουργικό εξαιτίας της διαφορετικότητας, η οποία άλλοτε είναι επιθυμητή και άλλοτε όχι. Εδώ, να σημειώσουμε πως η νομική κατοχύρωση δικαιωμάτων, μελών κοινοτήτων, μειονοτήτων, ευπαθών ομάδων και οποιασδήποτε άλλης ομάδας βρίσκεται σε δυσχέρεια, είναι απολύτως θεμιτή και χρειάζεται απόλυτη υποστήριξη. Το επιθυμητό θα ήταν να μην σταματούσαν οι κινηματικές δράσεις όταν οι στόχοι επιτυγχάνονται αλλά να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια που διαχωρίζουν, βάζουν αναχώματα και ξεχωρίζουν τους ανθρώπους από τα εξωτερικά, θρησκευτικά, πολιτικά, και φυλετικά τους χαρακτηριστικά.
Από την άποψη της επιστημολογίας, ο κανόνας από το νόμο, διαφέρουν μόνο σε ένα πράγμα. Ο κανόνας περνάει τον έλεγχο διαψευσιμότητας-επαληθευσιμότητάς δια των εξαιρέσεων που τον διέπουν. Ο νόμος από την άλλη, επιβεβαιώνει τον ίδιο του το εαυτό. Δεν έχει εξαιρέσεις. O Ρουσό στάθηκε ανάμεσα και συμπύκνωσε στον ευγενή άγριό του την καλύτερη εκδοχή του είδους μας: γεννηθήκαμε στον παράδεισο της φυσικής ισότητας, περάσαμε (και ακόμη περνάμε) από την κόλαση της αφύσικης ανισότητας, αλλά έχουμε την ευφυΐα να καταλήξουμε σε ένα παράδεισο κοινωνικής ισότητας.
Ο Μάρεϊ Μπούκτσιν στον πρώτο τόμο του έργου του «Η Τρίτη Επανάσταση» γράφει ότι ορισμένοι μελετητές, με δημοφιλέστερο ίσως τον Κρέιν Μπρίτον στην «Ανατομία της Επανάστασης», υποστήριξαν μια θεωρία σταδίων για τις επαναστάσεις. Στο πρώτο στάδιο, την «Πρώτη Επανάσταση», ο λαός ενωμένος οδηγείται σε μια εξέγερση ενάντια στην άρχουσα τάξη που μπορεί να έχει και εθνικά χαρακτηριστικά, όπως στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (Οθωμανοί) ή μόνον ταξικά, όπως στις επαναστάσεις εκείνης της περιόδου στην Ευρώπη (φεουδάρχες αρχικά, αστική τάξη το 1848). Όμως, μετά την αρχική επιτυχία της επανάστασης μπαίνει θέμα εξουσίας.
Ακολουθεί ή συμβαίνει ταυτόχρονα εμφύλιος πόλεμος, δηλαδή ταξικός πόλεμος για την κατοχή της εξουσίας, ο οποίος αφυπνίζει μεγάλα τμήματα των κατώτερων τάξεων, τα οποία αγωνίζονται ενάντια στους μετριοπαθείς πρώην συμμάχους τους, οδηγώντας έτσι στη «Δεύτερη Επανάσταση». Η θεωρία αυτή επαληθεύτηκε στην Αγγλική, τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση.
Το αίτημα της «Τρίτης Επανάστασης», γράφει, πρόβαλαν οι επαναστάτες «Αβράκωτοι» στο Παρίσι του 1793 για να αντικαταστήσουν την υποτιθέμενα ριζοσπαστική Συμβατική Συνέλευση με μια λαϊκή δημοκρατία, τα παρισινά «τμήματα», που οι ίδιοι είχαν εγκαθιδρύσει κατά τη διάρκεια μιας σειράς εξεγέρσεων συχνά παρά τη θέληση των Ιακωβίνων ηγετών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι μιλούσαν εξ ονόματός τους. Σε διαφορετικό χρόνο, στη Ρωσία του 1921, οι επαναστατημένοι εργάτες της Πετρούπολης και οι περίφημοι «κόκκινοι ναύτες» της Κροστάνδης ύψωσαν το ίδιο αίτημα.