“Πρέπει οπωσδήποτε να γίνεις μάνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ την μητρότητα, σού λένε οι άλλες μάνες, προτού μπεις στο κλαμπ, και σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι: «Εγώ πότε θα γίνω μάνα; Πότε, επιτέλους, θ’ αποκτήσω μωρό;».
Καλά, δεν ξέρεις τι χάνεις, συνεχίζουν με χαμόγελο. Η εγκυμοσύνη είναι υπέροχη εμπειρία, η γέννα παιχνιδάκι και το μωρό σου θα είναι άγγελος. Θα έχεις και τον άντρα σου να σε βοηθάει στα δύσκολα! Κι όσο για την δουλειά σου; Μην ανησυχείς, βρε κουτό. Όλα συνδυάζονται, αν το θέλεις!
Μια συνωμοσία ροζ πανευτυχίας που ξεσκεπάζεται, όταν, δυστυχώς, είναι, πια, πολύ αργά. Όταν έχεις αποκτήσει μια τεράστια κοιλιά σαν φάλαινα, όταν γεννάς, αν και θα προτιμούσες να πατήσεις σ’ αναμμένα κάρβουνα, κι όταν το μωρό ουρλιάζει ρυθμικά, σε κοιτάζει μ’ αγωνία κι εσύ αδυνατείς να καταλάβεις τι θέλει από ‘σένα! Κι όλα αυτά την ώρα που η στρίγκλα διευθύντριά σου απαιτεί τα πάντα, ενώ ο στοργικός πατέρας σφυρίζει αδιάφορα!
Ένα διαχρονικό βιβλίο, που καταρρίπτει τον μύθο της ιδανικής μητέρας, της υπέροχης συζύγου και της τέλειας εργαζόμενης. Οι “αληθινές” γυναίκες έχουν μαύρους κύκλους στα μάτια, δε χωράνε μετά την γέννα στο καλό τους τζιν και τα νεύρα τους είναι μονίμως χάλια, γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει… τι τραβάμε κι εμείς οι μάνες!”.
Είναι το πρώτο βιβλίο της κυρίας Μανανεδάκη που διάβασα! Η αλήθεια είναι ότι δεν έμεινα 100% ικανοποιημένη. Είχα διαφορετικές αξιώσεις και, δυστυχώς, δεν με γέμισε στον βαθμό που προσδοκούσα.
Γενικά, είναι ένα βιβλίο με χιούμορ, αλλά, πολλές φορές -τουλάχιστον, για τα δικά μου γούστα-, γίνεται κουραστικό, οι διάλογοι αγγίζουν τα επίπεδα παιδικής συζήτησης, ενώ το ύφος γίνεται πολύ – πολύ απλοϊκό. Επίσης, κυρίως στην αρχή, το βιβλίο βρίθει από πολλές περιγραφές που, κατά την γνώμη μου, ήταν λίγο ανούσιες και ξεφεύγουν του κεντρικού θέματος. Για παράδειγμα, αναφέρει πως η πρωταγωνίστρια, με την βοήθεια των φιλενάδων της, επισκέπτεται μια μάγισσα, για να την “βοηθήσει” να κάνει παιδί. Αντιλαμβάνομαι ότι η συγγραφέας θέλει να σατιρίσει τους τσαρλατάνους, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την απόγνωση των ανθρώπων, αλλά απλώθηκε κι αναλώθηκε πολύ στο κομμάτι αυτό.
Η αφήγηση είναι, μεν, πρωτοπρόσωπη, κάτι που μού αρέσει αφάνταστα γιατί καθιστούν τα βιβλία περισσότερο άμεσα στον αναγνώστη, εντούτοις σε πολλά σημεία ο λόγος γίνεται πολύ προφορικός, πολύ χύμα… Δυστυχώς, υπήρχαν φορές που βρήκα τους διαλόγους μη ρεαλιστικούς καθώς και πολλές αναντιστοιχίες. Για παράδειγμα, σ’ ένα τηλεφώνημα προσπαθούσε να κάνει ρεπορτάζ και, απλά, περιορίστηκε στην μια πληροφορία που έλαβε, χωρίς, καν, να προσπαθήσει να κάνει μια διασταύρωση ή επιβεβαίωση. Σίγουρα, πάντως, τ’ αποκλειστικά δεν βγαίνουν χωρίς κόπο, απλά, “τάζοντας” έναν λεμονοστύφτη.
Υπήρξαν κι αρκετά χωρία, τα οποία βρήκα, πραγματικά, αστεία και γέλασα, εντούτοις παρατήρησα πολλές περιγραφές και γενικά πολύ μεγάλη καθυστέρηση στο να φτάσουμε να γίνει, επιτέλους, η πρωταγωνίστρια μητέρα, γεγονός π’ αποτελεί και τον βασικό κορμό του βιβλίου.
Εν συνεχεία, η αλήθεια είναι πως ο τρόπος προσέγγισης, για να γίνει μητέρα (βλέπε μάγισσες, επιμονή και λόγους), είναι, κομματάκι, σαχλός. Όταν θέλεις παιδί, δεν το θέλεις εδώ και τώρα. Η απόφαση για το παιδί πρέπει να είναι κοινή, θέλει συζήτηση με τον σύντροφο και η πρωταγωνίστρια δεν ακολουθεί τίποτε απ’ τα παραπάνω. Θέλει, απλά, να κάνει παιδί για όλους τους -λανθασμένους- δικούς της λόγους.
Στον αντίποδα, το βιβλίο είναι πολυδιάστατο κι αγγίζει αρκετούς απ’ τους τομείς π’ αφορούν σε μια γέννα κι ένα παιδί. Θίγει τ’ άγχος των γυναικών, ώσπου να συλλάβουν, το τι βιώνουν μέχρι να δουν το τεστ εγκυμοσύνης θετικό (παρεμπιπτόντως, γέλασα ΑΠΕΙΡΑ στην περιγραφή της συνουσίας του ζευγαριού στην προσπάθειά του να είναι εκείνη η συγκεκριμένη νύχτα η “τυχερή”), την όλη αγωνία και προσμονή. Θίγει την κατάσταση που έχει να διαχειριστεί μια έγκυος ή μια νέα μητέρα με την δουλειά της και πώς μπορεί ν’ ακροβατήσει ανάμεσα σε τόσους ρόλους κι αρμοδιότητες. Θίγει την φρενίτιδα των γονέων τους (παππούδων και γιαγιάδων) που, πολλές φορές, άθελά τους -ή κι όχι-, γίνονται φορτικοί και πιεστικοί, με την γνωστή διαφωνία (τι όνομα θα πάρει το παιδί) να μη λείπει απ’ τις σχετικές περιγραφές.
Ωστόσο, οι περιγραφές με την εξέλιξη της κύησης, οι επισκέψεις στον γυναικολόγο αλλά και η αναφορά στα κιλά μ’ εκνεύρισε!! Κατανοώ ότι μια γυναίκα σ’ ενδιαφέρουσα δεν έχει “ασυλία” τρώγοντας τα πάντα στην διάρκεια της εγκυμοσύνης της, αλλά το να διαβάζω διαρκώς να προτρέπουν την πρωταγωνίστρια να μην τρώει όχι, απλά, με κούρασε (επανάληψη) αλλά μ’ εξόργισε, κιόλας. Δεν κατανοώ ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα που ήθελε να περάσει η συγγραφέας, αλλά κάθε γυναίκα είναι διαφορετική και μπορεί να βιώνει την εγκυμοσύνη της καταπώς εκείνη νομίζει. Το αν θα πάρει ή δε θα πάρει 10 παραπάνω κιλά είναι κάτι που αφορά εκείνη. Το αν και πώς θα τα χάσει είναι δικό της θέμα, επίσης. Μια συμβουλή αρκεί. Πάνω από μια φορά, όμως, καταντάει κήρυγμα.
Επίσης, το βιβλίο κάνει λόγο για τ’ άγχος μετά την κύηση και την γέννα. Για την ζωή μετά το μαιευτήριο. Για το πώς ο σύζυγος, ενώ έλεγε πως θα βοηθήσει, βγάζει την ουρά του απ’ έξω. Για το πώς η κούραση εξαντλεί την λεχώνα. Γενικότερα, περιγράφει την πραγματικότητα της κατάστασης, αλλά, ενίοτε, όχι με τόσο ρεαλιστικές καταστάσεις. Αυτή ήταν η εικόνα που σχημάτισα. Ίσως, σ’ αυτήν μου την άποψη να οφείλονται και τα βιώματά μου. Δεν ξέρω…
Όπως και να έχει, και για να μη μακρηγορώ, το “Τι τραβάμε κι εμείς οι μάνες” της Κατερίνας Μανανεδάκη απ’ τις Εκδόσεις Ψυχογιός είναι ένα βιβλίο που βουτάει στην πραγματικότητα και στην ψυχολογία της γυναίκας, της εγκυμονούσας, της λεχώνας, της μητέρας. Ενίοτε, σκορπάει γέλιο. Υπάρχουν, ωστόσο, και στιγμές που προσπερνάς λίγο πιο γρήγορα κάποιες παραγράφους με σκοπό να φτάσεις λίγο πιο γρήγορα στο τέλος…