Πάντα έβαζε προτεραιότητες στην ζωή της. Από μικρή. Απ’ την πρώτη της επέμβαση, καταμεσής ενός χορταριασμένου οικοπέδου της παιδικής της ηλικίας, κρατώντας ένα σακουλάκι, επιτάχυνε την διαδικασία της φύσης, γλιτώνοντας το μικρό γατάκι που υπέφερε απ’ αυτό που η ίδια δεν άντεχε, τον πόνο…
Και, έτσι, μεγαλώνοντας αποφάσισε να γίνει γιατρός αναισθησιολόγος. Η διαχείριση του πόνου, όμως, την οδηγεί να ξεπεράσει τα όρια της ιατρικής ηθικής, θέτοντας το δίλημμα «ευεργέτης ή φονιάς;»
Πολύ σύντομα ακολουθούν η αποκάλυψη, η νέμεσις και η τιμωρία, και το κελί της φυλακής, απ’ όπου η ηρωίδα αφηγείται την ιστορία της ζωής της.
Μια ιστορία που γοητεύει αλλά και προβληματίζει.
Η αγαπηµένη µου Parker ήταν πάντα στις επάλξεις, ακαταπόνητη και συνεχώς ρέουσα, αλλά, όταν οι σκέψεις σού έρχονται σε κύµατα, άναρχα, ακανόνιστα κι άρρυθµα κι όταν η µια φράση καβαλάει την άλλη, όπως ακριβώς ο αφρός απ’ το µεγαλύτερο κύµα καβαλάει το µικρότερο καταπίνοντάς το, ε τότε… κι ο ειρµός σου καταντάει ναυάγιο, κι όσο κι αν σού έρχεται να σκίσεις τις σηµειώσεις σου, πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις, για να επιβιώσεις.
Το βιβλίο αυτό έχει όλα όσα λατρεύω.
Πριν απ’ αυτό, όμως, θα “πλέξω” λίγο το “εγκώμιο” του κυρίου Μάινα.
Τον άνθρωπο αυτόν τον θαύμαζα από πιτσιρίκα βλέποντάς τον στην εμβληματική κωμωδία ” Οι Μεν και οι Δεν”. Κι έπειτα ακολούθησαν κι άλλοι ρόλοι, κωμικοί και δραματικοί. Κι εγώ, η αφελής, πίστευα πως, επειδή ήταν καλός στην κωμωδία, δεν θα ήταν το ίδιο απολαυστικός και στο δράμα. Έσφαλα. Ήταν ακόμα καλύτερος.
Εν συνεχεία, θεώρησα ότι -ακριβώς επειδή ήταν άρτιος στην υποκριτική- αλίμονο αν θα ήταν εξίσου δυνατός και στην συγγραφή. Και μαντέψτε! Έσφαλα ξανά! Ευτυχώς!
Ίσως είναι ο ορισμός τ’ ανθρώπου που τα καταφέρνει τέλεια μ’ οτιδήποτε καταπιάνεται. Δεν ξέρω.
Πίσω στα δικά μας.
Πίσω στο βιβλίο.
Μικρά κεφάλαια. Κοφτός, ευθύς, ειλικρινής λόγος, χωρίς περιττές φιοριτούρες. Περιγραφές εκεί που πρέπει ν’ “απλωθεί” και, συνήθως, δεν απλώνεται και πολύ.
Ο κύριος Μάινας μάς πιάνει απ’ το χέρι και μάς πάει μπρος – πίσω. Παρόν – παρελθόν. Μ’ αφετηρία την φυλακή.
Με βάση το σωφρονιστικό κατάστημα, όπου κρατείται η πρωταγωνίστρια, πηδάμε διαρκώς τα κάγκελα και μπαινοβγαίνουμε ακολουθώντας την Άννα κι αντλώντας πληροφορίες για την ζωή της. Αυτό μάς βοηθάει να διεισδύσουμε στον τρόπο σκέψης της και ν’ αντιληφθούμε τους λόγους που τήν έκαναν να δράσει καταπώς ενήργησε και να βρίσκεται τώρα έγκλειστη.
Γρήγορο κι ακούραστο, λοιπόν, κινείται ανάμεσα στους χρόνους του παρόντος και -με φλας μπακ- σ’ αυτούς του παρελθόντος προσδίδοντας και χαρίζοντας στο έργο μια κινηματογραφική πλοκή -που, προσωπικά, τόσο πολύ λατρεύω-!
Καθημερινή η ηρωίδα του βιβλίου. Τίποτα λιγότερο – τίποτα περισσότερο από εμένα, από εσένα, απ’ την μάνα, την αδελφή ή την φίλη σου.
Η Άννα -Χαρά στον κλειστό κύκλο της φυλακή- , όπως όλοι μας, έχει τις δικές της ανησυχίες, τα δικά της πιστεύω και ιδανικά. Κι εξαιτίας αυτών καταδικάστηκε με την χειρότερη των ποινών.
Το αν το μετάνιωσε ή όχι θα τ’ ανακαλύψεις διαβάζοντας την ιστορία της.
Θα επιμείνω, όμως, σε δυο – τρία πράγματα.
Ανησυχίες και νοσταλγία μιας άλλης εποχής πολύ πιο διαφορετικής απ’ της δικής μας που οι ρυθμοί τρέχουν και μάς παίρνουν σβάρνα. Αυτό ήταν ένα απ’ τα πράγματα που ξεχώρισα ανοίγοντας το βιβλίο.
Δύσκολα σε μυθιστόρημα θα διαβάσει κανείς για την έννοια του θανάτου, τόσο ως ιδέας όσο κι ως πραγματικότητας, έτσι όπως την περιγράφει η Άννα δια χειρός Μάινα. Πολύ πιο δύσκολα δε, να διαβάσει για το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας. Έγκλημα ή λύτρωση; Ιδού η απορία.
Δεν έχω συναντήσει σε βιβλίο τόσο ρεαλιστική περιγραφή της επιβίωσης -κι όχι, απλά, της παραμονής- μέσα στις φυλακές μέσα απ’ τα μάτια του κρατούμενου, μέσα απ’ τις σκέψεις απ’ την καθημερινότητά του την ίδια.
Δεν έχω διαβάσει ξανά σε μυθιστόρημα -και, μάλιστα, μονάχα 300 σελίδων- τόση φιλοσοφία και τόση τροφή γι’ αναζητήσεις -συμπυκνωμένες και ουσιαστικές-. Τι είναι ζωή; Τι είναι θάνατος; Τι υπάρχει μετά απ’ αυτόν; Τι συναισθήματα γεννά;
Τέλος, δεν έχω διαβάσει ξανά σε μυθιστόρημα να περιγράφεται τόσο ρεαλιστικά κι απροκάλυπτα το χάος των νοσοκομειακών μονάδων και του υγειονομικού τομέα.
Η Άννα μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού και πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής διάγει μέρες ψυχομέτρησης και προσπάθειας αναγνώρισης του Εγώ της. Προσπαθεί να καταλάβει εκ του μηδενός τον εαυτό της, προσπαθεί να βάλει μια προσωπική τάξη εντός της.
Η Άννα δεν πάσχει απ’ το “σύνδρομο του Θεού”. Η Άννα δεν αντέχει τον πόνο. Η Άννα αναζητά ανακούφιση κι αξιοπρέπεια. Όχι, μονάχα, για εκείνη αλλά για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Έχει το δικαίωμα να τα προσφέρει, εφόσον το επιθυμεί. Ποιοι τρόποι, ωστόσο, είναι αποδεκτοί;
Το “Να θυμηθώ να παραγγείλω” έχει όλα όσα μού έλειπαν από ένα βιβλίο!
Είμαι σίγουρη πως θα σάς κερδίσει και πολύ περισσότερο θα σάς προβληματίσει!