Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, ο όρος στρες γίνεται όλο και περισσότερος γνωστός τόσο στις συμπεριφορικές όσο και στις επιστήμες υγείας, ενώ οι αιτίες του αποτελούν διαρκώς θέμα διερεύνησης. Αρχικά, είχε χρησιμοποιηθεί στο πεδίο της φυσικής, προκειμένου ν’ αναλύσει το πρόβλημα του πώς παραγόμενες απ’ τον άνθρωπο κατασκευές θα έπρεπε να σχεδιαστούν, για ν’ αντέχουν στις παραμορφώσεις που ασκούν μεγάλα εξωτερικά φορτία. Σύμφωνα μ’αυτήν την προσέγγιση, το στρες αναφερόταν στην εξωτερική πίεση ή δύναμη που ασκείται σε μια δομή, ενώ ως ένταση χαρακτηρίζεται η προκύπτουσα εσωτερική παραμόρφωση του αντικειμένου.
Στην πορεία, η χρήση του όρου στρες, άλλαξε. Στην πλειονότητα των προσεγγίσεων, ο όρος «στρες» τώρα, πια, χαρακτηρίζει, κυρίως, σωματικές διεργασίες που δημιουργούνται από συνθήκες που ασκούν σωματική ή ψυχική πίεση στο άτομο, ενώ οι εξωτερικές δυνάμεις που έχουν επιπτώσεις στο σώμα ονομάζονται στρεσογόνοι παράγοντες.
Οι στρεσογόνοι παράγοντες αναφέρονται σε συγκεκριμένα ερεθίσματα που παράγουν μια συγκεκριμένης μορφής αντίδραση στο στρες και είναι:
- Βιοχημικοί στρεσογόνοι παράγοντες, που αφορούν το εξωτερικό περιβάλλον που εκπροσωπείται απ’ την φύση (π.χ. ζέστη, κρύο, χημικές ουσίες, κ.λπ.).
- Κοινωνικοί στρεσογόνοι παράγοντες, που αφορούν το «κοινωνικό περιβάλλον» (π.χ. εργασία κι εργασιακό περιβάλλον, αλληλεπιδράσεις μ’ άλλα άτομα).
- Βιολογικοί στρεσογόνοι παράγοντες που αφορούν το εσωτερικό περιβάλλον.
- Ψυχικοί στρεσογόνοι παράγοντες, που αφορούν την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, όπως ευχαρίστηση και δυσαρέσκεια.
Τέλος, θα πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στους όρους στρες κι άγχος (anxiety), καθώς το στρες μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε κατάσταση ή σκέψη που κάνει το άτομο να νιώθει απογοητευμένο, θυμωμένο, νευρικό, ανήσυχο ή ακόμα και αγχωμένο. Έτσι, κάτι που είναι αγχωτικό για κάποιον μπορεί να μην είναι αγχωτικό για κάποιον άλλο. Αντίθετα, το άγχος είναι ένα αίσθημα ανησυχίας ή φόβου. Κάποιος μπορεί να μην γνωρίζει την πηγή αυτής της ανησυχίας, αυτή, όμως, μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της δυσφορίας (distress) που αισθάνεται το άτομο.
Τα είδη του στρες
Το στρες είναι μια έννοια που, αν και είναι οικεία σ’ όλους, γίνεται κατανοητή με διαφορετικούς τρόπους. Η χρήση του όρου αυτού με μια ασαφή και γενικότερη μορφή δημιουργεί αυτό το πλαίσιο των διαφορετικών ερμηνειών που μερικές φορές είναι αντιφατικές. Στο πλαίσιο αυτό, οι συγγραφείς προσπαθούν να κατηγοριοποιήσουν τους διαφορετικούς ορισμούς του στρες αντί να δημιουργήσουν έναν γενικό ορισμό. Σύμφωνα με τον Barron, υπάρχουν τρία είδη ορισμών για το στρες:
Α. Το στρες ως ερέθισμα: Το στρες ορίζεται ως οποιαδήποτε κατάσταση που προκαλεί μεταβολή στις διαδικασίες της ομοιόστασης. Αυτός ο ορισμός αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις ατομικές διαφορές στις αντιδράσεις σ’ ένα στρεσογόνο ερέθισμα. Τα άτομα δεν είναι παθητικά και υπάρχουν πολλές καταστάσεις που οδηγούν σε μεταβολές των ομοιοστατικών διαδικασιών που δεν είναι στρεσογόνες, όπως για παράδειγμα η αναπνοή.
Β. To στρες ως αντίδραση: Το στρες ορίζεται σε σχέση με τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον οργανισμό. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτό το είδος του ορισμού του στρες μπορεί να παρερμηνευτεί, δεδομένου ότι υπάρχουν τόσο συναισθηματικές όσο και σωματικές αντιδράσεις που μπορούν να ταιριάξουν σ’ αυτόν τον ορισμό του στρες και προκύπτουν από μια μη στρεσογόνα κατάσταση, π.χ. η εξάσκηση σ’ ένα άθλημα.
Γ. Το στρες ως αλληλεπίδραση: Πολλοί συγγραφείς προτείνουν ότι το στρες θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια σχέση μεταξύ των ατόμων και του περιβάλλοντός τους. Σ’ αυτήν την ειδική σχέση, το περιβάλλον γίνεται αντιληπτό ως απειλή απ’ τα άτομα όταν βιώνουν το γεγονός ότι οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις υπερβαίνουν τους προσωπικούς τους πόρους (ή δυνατότητες). Ως εκ τούτου, ο ορισμός του στρες αντιστοιχεί ισότιμα σ’ ένα είδος ερεθίσματος ή στρεσογόνου παράγοντα, μια μορφή σωματικής αντίδρασης ή απάντησης και την αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων.
Η επίδραση του στρες στην υγεία
Η έκθεση στο χρόνιο στρες αυξάνει σημαντικά την ευπάθεια σ’ ανεπιθύμητες ιατρικές εκβάσεις. Αυτό ισχύει σε μια ευρεία ποικιλία ψυχικών και σωματικών καταστάσεων. Για παράδειγμα, άτομα που αντιμετωπίζουν χρόνιο στρες είναι πιο πιθανό ν’ αναπτύξουν ένα επεισόδιο κλινικής κατάθλιψης, να βιώσουν συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού μετά από έκθεση σε κάποιο ιό, να υποφέρουν από συχνές εξάρσεις μιας, ήδη, υπάρχουσας αλλεργικής ή αυτοάνοσης κατάστασης και να εμφανίσουν επιταχυνόμενη εξέλιξη σε χρόνιες παθήσεις, όπως το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας και η στεφανιαία νόσος. Επίσης, έχει βρεθεί πως η έκθεση στο στρες μπορεί να επιταχύνει ή να επιδεινώσει διάφορες ψυχιατρικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας, της κατάθλιψης και της διαταραχής μετατραυματικού στρες.
Αυτό το φαινόμενο είναι εμφανές σ’ όλην την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Από πολύ νωρίς κατά την παιδική ηλικία μέχρι αργά στην ενήλικη ζωή, το χρόνιο στρες συνοδεύεται από επιβάρυνση στην υγεία του ατόμου, και το μέγεθος αυτής της επίδρασης είναι πολύ σημαντικό. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις, η έκθεση στο χρόνιο στρες τριπλασιάζει ή και τετραπλασιάζει τις πιθανότητες μιας ανεπιθύμητης ιατρικής έκβασης.
Μια πληρέστερη κατανόηση της φυσιολογίας και της ψυχολογίας του στρες μπορεί να επιτευχθεί προσεγγίζοντας αυτό το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Μια βασική ανησυχία για το στρες είναι η επίδρασή του στο ανοσοποιητικό σύστημα, τ’ οποίο μπορεί, τελικά, να οδηγήσει σε περαιτέρω επιπλοκή μιας ασθένειας. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το χρόνιο αρνητικό στρες μπορεί να έχει ανοσοκατασταλτικό αποτέλεσμα.
“Τέλος, θα πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στους όρους στρες κι άγχος (anxiety).”
Το στρες οδηγεί σ’ αύξηση των επιπέδων των κατεχολαμινών και των κατασταλτικών κυττάρων Τ που μπορούν να οδηγήσουν σε ιογενείς λοιμώξεις λόγω ενός μη ισορροπημένου ανοσοποιητικού συστήματος. Έτσι, το στρες ορίζεται ως κατάσταση απειλής ή αντιληπτής απ’ το άτομο ως κατάσταση που απειλεί την ομοιόσταση (ισορροπία) του οργανισμού κι αποκαθίσταται από ένα πολύπλοκο ρεπερτόριο συμπεριφορικών και φυσιολογικών προσαρμοστικών αποκρίσεων του οργανισμού.
Αρκεί να σκεφτούμε πως τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention) εκτιμούν ότι το στρες αντιπροσωπεύει το 75% όλων των επισκέψεων στους γιατρούς.
Όσο περισσότερο ένα άτομο επηρεάζεται αρνητικά απ’ το στρες, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να επηρεάσει το σώμα του. Ομοίως, οι αρνητικές επιπτώσεις του μακροχρόνιου στρες μπορεί να έχουν ακόμα μεγαλύτερη επίδραση σ’ εκείνους που είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και που είναι, ήδη, ασθενείς. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις, η βιολογία μιας ασθένειας μπορεί να προκαλέσει στρες και να οδηγήσει σε κατάθλιψη, η οποία έχει παρατηρηθεί σ’ ορισμένους ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον, εγκεφαλική αγγειακή νόσο, σκλήρυνση κατά πλάκας κι ορισμένες ενδοκρινικές ασθένειες.
Μάθε τα πάντα για το στρες και τις αγχώδεις διαταραχές στην νέα ψυχολογική μελέτη του Δρ. Ψυχολογίας Γεώργιου Λυράκου ”Μήπως Έχω Άγχος;” η οποία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις iWrite!