«Έλεγε πως οι κοκκινομάλλες γυναίκες είναι όμορφες, γιατί συνδυάζουν την ζεστασιά της φωτιάς στο κεφάλι τους και την ήρεμη δύναμη της γης με την χρυσαφένια τους επιδερμίδα. Θυμίζουν, έλεγε, το φθινόπωρο που ετοιμάζει τον σπόρο για την ανοιξιάτικη ανθοφορία. Τι να πω; Ήταν ποιητής ο καλός μου. Αφού έβλεπε όλα αυτά, εγώ γιατί να έχω αντίρρηση; Έλεγε κι άλλα πολλά, τόσο γλυκά, που με ξάφνιαζε, γιατί δεν ήμουν μαθημένη απ’ τον Ορέστη σε τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης και θαυμασμού».
Έτσι έφυγε. Ένα μυθιστόρημα όπου η αφηγήτρια με διεισδυτικό τρόπο, με ιδιαίτερη ψυχραιμία, άλλοτε με τρυφερότητα κι άλλοτε με οργή ή σαρκασμό, αφηγείται και κρίνει τα δρώμενα.
Η ηρωίδα Ελένη αντιμετωπίζει δυναμικά τις δυσκολίες του διορισμού της ως δασκάλας στην επαρχία κι έρχεται σε ρήξη με τον άντρα της Ορέστη γι’ αυτόν τον διορισμό αλλά και για το ποια στάση πρέπει να κρατήσουν απέναντι στην ασθενή αδελφή της.
Ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο, που διαπραγματεύεται θέματα που ταλανίζουν την οικογένεια και συγκινούν την κοινωνία.
Οι σκέψεις μου για το συγκεκριμένο βιβλίο είναι πολλές και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να σάς τις μεταφέρω όλες ή στο ακέραιο!
Επρόκειτο για ένα σύντομο αφήγημα, βαθιά διαχρονικό, καθώς περιγράφει με περισσή λεπτομέρεια την καθημερινότητα και τα προβλήματα μιας οικογένειας, κάθε οικογένειας.
Το “έτσι έφυγε” αποτελεί ένα δυνατό και ζωντανό ψυχογράφημα γεμάτο σε συναισθήματα απόρροιας έντονων ψυχικών καταστάσεων.
Όπως πολύ εύστοχα περιγράφει και η περίληψη του οπισθόφυλλου του βιβλίου, η Ελένη είναι μια νεοδιορισμένη δασκάλα που αδυνατεί, ωστόσο, ν’ απολαύει τα χαρμόσυνα νέα, καθώς εμπόδιο στο όνειρό της στέκεται ο σύζυγός της. Ο Ορέστης δεν συμμερίζεται την ανάγκη της να εργαστεί και να κάνει κάτι τ’ οποίο αγαπά. Επιπλέον, τροχοπέδη στην όλη υπόθεση αποτελεί και η πεθερά της που, ουσιαστικά, κατευθύνει τον Ορέστη και ζητά απ’ την Ελένη να πάει στο χωριό, όπου διορίστηκε, χωρίς τα παιδιά της!
Ο Ορέστης αποτελεί μια τοξική φιγούρα, τόσο χαρακτηριστική, καθώς υπάρχει σε πολλές οικογένειας.
Μέσω της διαντίδρασης των δυο τους, γινόμαστε μάρτυρες της καταπίεσης που υφίσταντο οι γυναίκες, όταν αποφασίζουν να εργαστούν, την ειρωνεία πως δεν κάνουν και κάτι το σπουδαίο. Απεικονίζουν γλαφυρά την πραγματικότητα που, ακόμη κι εν έτει 2005, αναγκάζονται να βιώνουν.
Η Ελένη αποτελεί τον τύπο της γυναίκας που κάνει υποχωρήσεις, για να μην τιναχτεί ένα σπίτι στον αέρα. Έρχεται, ωστόσο, η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει, αν θα πατήσει πόδι κι αν θα βάλει τα όριά της. Κυρίως πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τον Ορέστη που τ’ άλυτα προβλήματά του παρεισφρέουν στην σχέση του με την γυναίκα του και τα παιδιά.
Η θεματική, ωστόσο, του βιβλίου δεν εξαντλείται εκεί.
Η εργασία αποτελεί την αφορμή, για ν’ ανοίξει μια συζήτηση αναφορικά με τους προβληματικούς γάμους, για τα τραύματα που μπορεί να φέρει το ζευγάρι ή κάποιος εκ των δυο, τα οποία, αν δεν τα λυθούν άμεσα, απειλούν την οικογενειακή γαλήνη.
Η Ελένη δεν είναι μόνο μητέρα και σύζυγος. Είναι κόρη, αδελφή, εργαζόμενη, γυναίκα. Πολύ περισσότερο άνθρωπος με τα δικά του θέλω, επιθυμίες κι ανάγκες. Ισορροπούν όλα αυτά με τις αντίστοιχες ανάγκες των άλλων;
Σπαρακτικό κα με πρωτοπρόσωπη και γρήγορη, απ’ την Ελένη αφήγηση διαβάζουμε, παράλληλα, για τα προβλήματα που δημιουργεί στην οικογένεια ένα άτομο που εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο απ’ τους άλλους για την επιβίωσή του. Η εκάστοτε οικογένεια μ’ αξιοπρέπεια κι αγάπη βιώνει την δυσκολία αλλά, κυρίως, προσπαθεί για τ’ αγαπημένα άτομα τους που χρήζουν άμεσης φροντίδας.
Τα προβλήματα, όμως, δεν σταματούν, δυστυχώς, εκεί για την Ελένη, ως σύγχρονη τραγική φιγούρα. Κάπου μέσα σ’ όλα έρχεται συμπληρωματικά η απώλεια και το βάρος της φροντίδας της αδελφής της, Δώρας, που πέφτει στις πλάτες γεμίζοντάς την τύψεις για το αν θα τα καταφέρει ή αν κάνει τα πρέποντα. Όλα αυτά την λυγίζουν. Οι κρίσεις πανικού είναι προ των πυλών. Μέχρι που ένας βιασμός έρχεται να βάλει για τα καλά τις κρίσεις στην ζωή της. Η Ελένη μέσα σ’ όλα αυτά ταλανίζεται κι απ’ τις ενοχές. Άραγε, αξίζει η θυσία της σε βάρος της δικής της και των παιδιών της ζωής;
Το θέμα των κρίσεων πανικού αναλύεται με τρόπο κατανοητό και πολύ προσεγμένο απ’ την κα. Πλαϊνάκη αποτυπώνοντας την αναγκαιότητα της προσοχής που πρέπει να δείχνουμε στην φροντίδα της ψυχής.
Με κάθε ειλικρίνεια το βιβλίο μ’ άγγιξε σε βαθμό που δεν περιγράφεται. Απ’ την πρώτη, κιόλας, σελίδα ήξερα ότι θα διαβάσω κάτι δυνατό.
Ανατρίχιασα, πόνεσα, συμπόνεσα, χάρηκα αλλά κι εκνευρίστηκα διαβάζοντάς το. Το βάρος του ανθρώπινου δράματος δεν είναι διαχειρίσιμο κι αν δεν έχεις ανθρώπους να σε στηρίζουν, τότε μην το συζητάς, καν…
Με τάραξε και μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου η πλήρης αδιαφορία του Ορέστη. Το γεγονός ότι όλες τις απώλειες, τον πόνο, τα προβλήματα τα σήκωνε η Ελένη μόνη της. Άραγε, αυτό σημαίνει γάμος; Να μένουμε, απλά, στο ίδιο σπίτι; Ο Ορέστης δεν τής αξίζει. Όχι μόνο δεν την βοηθάει αλλά τής δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα.
Θα καταφέρει η Ελένη να βάλει σε μια τάξη την ζωή της; Θα καταφέρει ο Παντελής να την κάνει δική του; Το έργο του είναι δύσκολο αλλά το βιβλίο μάς διδάσκει πως δεν πρέπει να μένουμε κολλημένοι σ’ αυτό που δεν μάς γεμίζει και δεν μάς αξίζει. Οφείλουμε να δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες στον εαυτό μας και η ζωή, που τρέχει και μαζί της κι εμείς, να μην μάς ρουφάει.
Η Ελένη τι θ’ αποφασίσει, άραγε;
Μέσα απ’ απανωτές μετακομίσεις, αλλαγές, ξεσκαρταρίσματα, οργανώσεις και πέρα – δώθε στην Αθήνα. Με συντροφιά τις εικόνες του χωριού, την αθωότητα, την γλύκα και την νοσταλγία απ’ τις παιδικές μνήμες. Με στρωτή γραφή και γρήγορη πλοκή. Το βιβλίο μάς πιάνει απ’ το χέρι και μάς διδάσκει πως ο άνθρωπος έχει ανεξάντλητη δύναμη μέσα του. Φτάνει να βρει και τους κατάλληλους ανθρώπους, για να κουμπώσουν…
Υ.γ. Ένα θερμό ευχαριστώ στην κα. Πλαϊνάκη για το έργο αυτό κι ένα αντίστοιχο στις εκδόσεις Κάκτος για την έκδοσή του!