Στη συνέντευξη αυτή αφήνουμε πίσω μας την πόλη, τον Κορυδαλλό και τον Πειραιά και ταξιδεύουμε σαλπάροντας… Η σκυτάλη δίνεται σ’ ένα νησάκι, τη Θηρασία της Σαντορίνης…
Η ιστορία της σημερινής φιλοξενούμενης ξεκινά, κάπως έτσι…
«Ονομάζομαι Β.Κ., είμαι 29 χρονών και η καταγωγή μου είναι από Σέρρες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην πόλη. Τα τελευταία χρόνια ζω στη Θηρασία, ένα μικρό νησάκι απέναντι απ’ τη Σαντορίνη. Το συνάντησα και το γνώρισα για πρώτη φορά πριν από 9 χρόνια και νομίζω πως θέλω να περάσω τα υπόλοιπα μου χρόνια εδώ. Την πρώτη φορά που ήρθα ήταν λόγω μιας απόφασης της στιγμής, όταν κάποιος γνωστός γνωστού μου ήξερε ότι σ’ ένα ταβερνάκι ζητούν σερβιτόρα. Έτσι, χωρίς να πολυσκεφτώ για το πόσο μακριά θα πήγαινα, είπα “γιατί όχι;” και ήρθα στη Θηρασία. Κατά την άφιξή μου στο νησί γνώρισα το φίλο μου και γρήγορα αποφασίσαμε να είμαστε μαζί. Αυτή η σχέση πέρασε πολλά κύματα, όμως, τελικά, κράτησε. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι με ονομάζουν “ερωτική μετανάστρια”!».
Και η περιπλάνηση αρχίζει…
«Η Θηρασία βρίσκεται στα δυτικά της Σαντορίνης κι απέχει περίπου ένα μίλι απ’ το Αμμούδι της Οίας. Έχει έκταση 9,246 τ.χλμ. και πληθυσμό, περίπου, 500 κατοίκους. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Θήρας. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο Μανωλάς και λιμάνι του η Ρίβα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το νησί πήρε τ’ όνομά του απ’ τη μικρότερη κόρη του βασιλιά Θήρα, τη Θηρασία, στην οποία το είχε παραχωρήσει, για να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο. Η Θηρασία είναι ένα νησί τ’ οποίο μέχρι την Μινωική έκρηξη αποτελούσε κομμάτι της νήσου “Στρογγύλης”, της οποίας σήμερα συμπληρώνει το κυκλικό περίγραμμα μαζί με τα νησιά Θήρα (Σαντορίνη) κι Ασπρονήσι. Η Θηρασία διαχωρίστηκε απ’ την Στρογγύλη κατά την έκρηξη του ηφαιστείου, περίπου, το 1600 π.Χ.».
Ποια θα χαρακτήριζες ως τ’ αρνητικά και τα θετικά της Θηρασίας;
«Όπως κάθε τόπος, έτσι και η Θηρασία, έχει αρνητικά στοιχεία, όμως τα θετικά υπερνικούν τ’ αρνητικά και γι’ αυτό επιλέγω να μένω εδώ. Ο τόπος σού δίνει τη δυνατότητα της εξερεύνησης του εαυτού σου. Ένας παράδεισος ξετυλίγεται μπροστά σου και λέξεις όπως μοναξιά, ηρεμία, αποκομμένος και δυσκολίες αποκτούν μια άλλη διάσταση εδώ.».
Ποιες οι ευκολίες, ποιες οι δυσκολίες και ποια τα προβλήματα;
«Έννοιες όπως ευκολίες και δυσκολίες εδώ στη Θηρασία έχουν άλλο νόημα. Για ‘μένα μεγαλύτερη δυσκολία αποτελεί η απόσταση απ’ την πόλη μου, καθώς είναι αρκετά δύσκολο το να πηγαίνω να επισκέπτομαι τους δικούς μου μια φορά το χρόνο. Η ζωή και η καθημερινότητα στη Θηρασία σε ξεγελάει… Λίγο η σεζόν που ξεκινάει αρχές Απρίλη και τελειώνει τέλη Οκτώβρη, λίγο να τακτοποιήσεις το σπίτι σου για τις γιορτές που θα έρθουν, λίγο να κάνεις πραγματάκια που, λόγω εργασίας, άφησες στην άκρη, ξαφνικά, κοιτάς το ημερολόγιο και έχει περάσει άλλος ένας χρόνος.
Προβλήματα καθημερινά υπάρχουν, αλλά, όταν θέλεις να τα ξεπεράσεις, τα ξεπερνάς. Η ζωή στο χωριό είναι απόλαυση γι’ αυτούς που την κάνουν απολαυστική.».
Τι σού αρέσει περισσότερο και τι δε θ’ άλλαζες στη Θηρασία;
«Μού αρέσει αυτό που είπα και παραπάνω, ότι, δηλαδή, η Θηρασία κρατάει, ακόμη, την έννοια του χωριού. Έχει κατοίκους, οι οποίοι έχουν κατσίκες, κότες, χήνες, γουρούνια και μοσχάρια τόσο για προσωπική απασχόληση όσο και για τη μεταξύ μας ανταλλαγή ή πώληση. Κάποιοι έχουν το “μπαχτσεδάκι” τους, το μποστάνι τους και θα σπείρουν ντομάτες, λάχανα, μαρούλια, αγγούρια, φρέσκα κρεμμύδια, πατάτες, μπρόκολα, καρπούζια, πεπόνια, κολοκύθια, κατσούνια (τοπικό είδος αγγουριού) κι άλλα πολλά.
Τρελαίνομαι, όταν πάω μια βόλτα και συναντώ κατοίκους του χωριού και χαιρετούν με μία καλημέρα ή ένα σκέτο γεια! Κι, αν κάποιοι δε με γνωρίζουν (ελάχιστοι μετά από τόσα χρόνια που είμαι εδώ), ακόμη κι αυτοί θα με χαιρετίσουν, γιατί έτσι νιώθουν κι εμένα αυτό με γεμίζει, μού φτιάχνει την ημέρα… Δε θέλω ν’ αλλάξει η αγνότητα του τόπου με ό,τι αυτό συνεπάγεται.».
Αντίστοιχα, τι είναι αυτό που θ’ άλλαζες;
«Το κουτσομπολιό. Μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ πρώτο – πρώτο. Μεγάλο αγκάθι το κουτσομπολιό. Τι έκανες; Γιατί το έκανες; Και πάλι λέγοντας… Τι θα πει ο κόσμος; Ο κόσμος πρέπει να σταματήσει να λέει. Εσύ πρέπει να σταματήσεις να λες για τους άλλους και να σταματήσει να σε νοιάζει τι θα πουν για ‘σένα. Εγώ πρέπει να σταματήσω να λέω για τους άλλους και να σταματήσω να με νοιάζει τι θα πουν για ‘μένα. Θα ήθελα οι κάτοικοι να νοιάζονται ο ένας για τον άλλον με την απλή, αγνή μορφή. Όχι γι’ αυτά που έχει να κερδίσει ο ένας απ’ τον άλλον.».
Μίλησε μας για τον κόσμο, τους ντόπιους και για το αν υπάρχουν μειονότητες ή ξένοι και πως συνυπάρχουν, αν συνυπάρχουν, με το ντόπιο στοιχείο.
«Οι μειονότητες και οι ξένοι στο νησί είναι ελάχιστοι. Τόσο ελάχιστοι που τούς μετράς στο ένα χέρι. Μια απ’ τις μειονότητες –-ξένες είμαι κι εγώ! Στην αρχή οι ντόπιοι είναι φιλόξενοι, φιλικοί, σού ανοίγουν το σπιτικό τους και σού σερβίρουν απ’ ό,τι διαθέτει ο καθένας. Όταν, όμως, μπλέκεται ο έρωτας στην υπόθεση, όλοι θυμούνται την παλιά παροιμία “παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο”. Έρχεται η αμφισβήτηση κι ας ξέρουν ότι είσαι καλό παιδί. Γίνονται επιφυλακτικοί, μαζεύονται, διότι υπάρχει και η σκέψη “και που ξέρουμε εμείς από πού κρατά η σκούφια του/της;’. Είναι λογικό και φυσικό, δε διαφωνώ, αλλά για ‘μένα, ως ξένη, είναι κουραστικό ν’ αποδεικνύω κάθε μέρα, αν είμαι καλή, χαμογελαστή, αν αξίζω κτλ… Μόλις, όμως, περάσεις το στάδιο της αμφισβήτησης, της αποδοκιμασίας και του εξονυχιστικού ελέγχου, μπορείς να τούς υπολογίζεις όλους για δικούς σου και σε μια δύσκολη στιγμή όλοι θα τρέξουν να σε βοηθήσουν. Από εκεί και ύστερα, ο κόσμος σε μαθαίνει, σε συνηθίζει και σ’ αγαπά, σα να είσαι μέλος τους από χρόνια. Έτσι, τουλάχιστον, θέλω να βλέπω εγώ τους ντόπιους! Εκείνοι μπορούν να διαφωνήσουν.».
Πως θα χαρακτήριζες τις ανθρώπινες σχέσεις στη Θηρασία σε σχέση με τη μεγαλούπολη;
«Οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε μια κοινωνία, είναι αυτό που την “χτίζει’, αν μού επιτρέπεται. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο νησί έχουν μια ζεστασιά. Όχι ότι δεν υπάρχουν ανταγωνιστές ή ο ένας να μη μιλάει με τον άλλον λόγω πολιτικών ή άλλων διαφορών, απλά, δε θα είναι αυτό τ’ απρόσωπο που υπάρχει στις μεγαλουπόλεις. Ο ένας νοιάζεται για τον άλλον, είναι συντοπίτης, είναι συγγενής, είναι άνθρωπος. Η συμπόνια, το φιλότιμο, η ενσυναίσθηση και η καλοσύνη δε γίνεται να μην υπάρχουν. Δεν είναι εύκολο να δεις ότι ο απέναντι δεν έχει και να μην τού δώσεις. Εδώ αυτό δε γίνεται.».
Μίλησέ μας για τις υποδομές.
«Στο νησί γενικά υπάρχουν υποδομές. Υπάρχουν ασφαλτωμένοι δρόμοι, ένα ελικοδρόμιο, δύο λιμάνια, αυτά της Ρίβας και του κόρφου, ένα βενζινάδικο.
Το νησί διαθέτει σκαλάκια, τις λεγόμενες “βένες” απ’ το χωριό του Μανωλά ως το λιμάνι του Κόρφου.
Διαθέτει μια παιδική χαρά, ένα γήπεδο 5×5, έναν χώρο μ’ όργανα γυμναστικής.
Φυσικά, έχει σχολεία. Το θέμα, όμως, δεν είναι, αν έχει, αλλά σε τι κατάσταση βρίσκονται! Το βενζινάδικο έχει μετατραπεί σ’ ένα τερατώδες αξιοθέατο. Το ελικοδρόμιο κοντεύει να εξελιχθεί σε δεύτερο γηπεδάκι 5×5. Ο πρόεδρος της Θηρασιάς, κ. Καραμολέγκος, πιέζει για την ανακαίνιση και τη συντήρηση των έργων αλλά, λόγω του ότι υπαγόμαστε στη Σαντορίνη, ο κάθε Δήμαρχος ανά τετραετία, συνήθως, έχει άλλα έργα σε προτεραιότητα και η Θηρασία μένει στην… αναμονή.».
Μίλησέ μας περισσότερο για τις τοπικές αρχές.
«Οι Δήμαρχοι σε κάθε θητεία εμφανίζονται την περίοδο των εκλογών με σκοπό να κερδίσουν επιπλέον ψήφους. Τάζουν, υπόσχονται και τα “θα” είναι πολλά. Αντιθέτως, ο κάθε πρόεδρος του νησιού σε κάθε θητεία θεωρώ ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί για το καλό του νησιού μας. Ο τωρινός μας πρόεδρος έχει κάνει φιλότιμη προσπάθεια για την ανάπτυξη της Θηρασίας, έχει πιέσει αρκετά για θέματα που για καιρό έμεναν μόνο σε μελέτες και φαίνεται αρκετά έργα να παίρνουν, πλέον, μορφή μετά από εισηγήσεις του. Ας μην ξεχνάμε πως αυτοί που μένουν εδώ το πονούν το νησί, ενώ αυτοί που, απλώς, το επισκέπτονται το εκμεταλλεύονται.».
Υπάρχει αστυνομία κι άλλες τέτοιες υπηρεσίες; Και πόσο εξυπηρετούν;
«Όχι, δεν υπάρχουν αρχές στο νησί. Όχι αστυνομία, όχι πυροσβεστική, όχι λιμεναρχείο. Υπάρχει το ιατρείο με ασθενοφόρο. Υπάρχει ΚΕΠ για την εξυπηρέτηση των πολιτών και, τέλος, πυροσβεστικό όχημα.».
Παρατηρείται εγκληματικότητα; Φοβούνται οι κάτοικοι ο ένας τον άλλο;
«Ευτυχώς, η εγκληματικότητα στο νησί είναι ελάχιστη. Υπάρχουν οι γνωστοί – άγνωστοι “κλεφτοκοτάδες” του χωριού, όπου στη θέση της κότας μπορεί να κλέψουν λίγα λίτρα βενζίνης, κάποιο ζώο ή κάποια ζαρζαβατικά. Σε γενικότερο, πλαίσιο κοιμάσαι “με το κλειδί έξω απ’ την πόρτα”. Οι κάτοικοι δε φοβούνται ο ένας τον άλλον, ωστόσο, ο καθένας προστατεύει τα πράγματά του.».
Υπάρχει το μοτίβο παιδιά να παίζουν, ακόμη, στις γειτονιές;
«Το χειμώνα τα παιδιά, λόγω σχολείου, καιρού, αλλά και λόγω του ότι δεν είναι αρκετά ανά τις γειτονιές, δε βγαίνουν να παίξουν έξω. Το καλοκαίρι, όμως, που κατεβαίνουν για διακοπές τα παιδιά απ’ τις μεγαλουπόλεις, απ’ όποια γειτονιά κι αν περάσεις, γίνεται χαμός από πιτσιρίκια. Οι παιδικές φωνούλες θα σού θυμίσουν την ηλικία σου κι όλα τα παιχνίδια που σκαρφιζόσουν μικρός. Κρυφτό, κυνηγητό, ποδηλατάδα ή αγώνας των πιο γρήγορων είναι τα πιο συνηθισμένα. Όταν σταματήσουν οι φωνούλες, καταλαβαίνεις ότι το φθινόπωρο είναι κοντά.».
Μίλησε μας για το σχολείο και την εκπαίδευση.
«Στην εκπαίδευση υπάρχουν όλες οι τάξεις. Νηπιαγωγείο, δημοτικό και γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα παιδιά εδώ είναι “προνομιούχα”, διότι στις τάξεις αντιστοιχούν 2 – 3 παιδιά, οπότε η εκπαίδευσή τους είναι ανάλογη φροντιστηρίων. Δυστυχώς, όμως, οι δάσκαλοι που διορίζονται εδώ είναι, συνήθως, πρωτοδιόριστοι κι αυτό περιπλέκει, κάπως, την κατάσταση. Λίγο η απομόνωση του νησιού, λίγο οι νέοι δάσκαλοι που δεν έχουν τι να κάνουν στη Θηρασία και δε μένουν ευχαριστημένοι, λίγο τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με την πόλη, θαρρώ ότι καθιστούν τη συγκέντρωση στα μαθήματα και την ουσιαστική μάθηση ανύπαρκτη.».
Αν σε ρωτούσα για τις συγκοινωνίες και τις μετακινήσεις του νησιού, τι θα τόνιζες;
«Η μετακίνηση προς το νησί γίνεται μέσω θαλάσσης. Υπάρχει το επιδοτούμενο επιβατηγό πλοίο, τ’ οποίο ονομάζεται “λάντζα”. Όταν πρωτοήρθα, μπερδευόμουν στη μετάφραση, σε σχέση με τ’ όνομα του πλοίου, διότι, για εμένα, σήμαινε κάτι άλλο. Θυμάμαι στο ταβερνάκι, στ’ οποίο δούλευα, που μού έλεγαν “μόλις τελειώσει η λάντζα, μπορείς να φύγεις”. Έτσι, εγώ καταλάβαινα λάντζα=πλύσιμο των πιάτων κι όχι λάντζα=πλοίο. Η “λάντζα”, λοιπόν, εκτελεί δρομολόγια 3 φορές την ημέρα με τιμή εισιτηρίου περί το 1 ευρώ. Επικοινωνεί τη Θηρασία με τη Σαντορίνη μέσω του όρμου Αμμουδίου που βρίσκεται κάτω απ’ την Καλντέρα της Οίας.
Υπάρχει ένα επιδοτούμενο φέρυ μποτ, τ’ οποίο οι ντόπιοι τ’ αποκαλούν “παντόφλα”, άλλο ένα όνομα παρερμηνευμένο στο μυαλό μου. Η “παντόφλα” ‘εχει ανταπόκριση με το Blue Star κι επικοινωνεί τη Θηρασία με τη Σαντορίνη μέσω του κεντρικού λιμανιού Σαντορίνης, τον Αθηνιό, και το εισιτήριο αγγίζει τα 3 ευρώ. Εκτελεί 5 δρομολόγια την εβδομάδα, εκ των οποίων τα 2 είναι πρωινά και τα 3 μεσημεριανά.
Τα τελευταία χρόνια έρχεται και καράβι της Sea Jet κι επικοινωνεί το Λαύριο με τη Θηρασία 2 φορές την εβδομάδα.
Συγκοινωνίες, όπως ταξί, δε διατίθενται στη Θηρασία.
Έχουμε το τοπικό λεωφορείο τ’ οποίο καλύπτει τα δρομολόγια της λάντζας και μεταφέρει τους κατοίκους απ’ το χωριό προς το λιμάνι κι επιστροφή πίσω στο χωριό. Το λεωφορείο μπορεί να εξυπηρετήσει και τους επισκέπτες του νησιού.».
Πώς έχουν τα πράγματα αναφορικά με τη διασκέδαση;
«Η διασκέδαση εδώ παίρνει άλλη μορφή απ’ τη συνηθισμένη και την αντίστοιχη της πόλης. Εδώ δε θα διαλέξεις την καφετέρια απ’ τον καφέ που σερβίρει, δηλαδή Dimello, Illy ή Lavazza, γιατί η καφετέρια δεν υπάρχει! Εδώ δε θα διαλέξεις, αν θα πας να πιεις το ποτό σου σε clubaki στην παραλιακή, σε θεματικό μπαρ ή στα μπουζούκια, γιατί εδώ δεν έχει ούτε μπαρ ούτε μπουζούκια. Και θα μου πεις “καλά και πως διασκεδάζει η νεολαία;”… Μ’ εναλλακτικούς τρόπους… Το καλοκαίρι μαζεμένοι στην παραλία με τα ηχεία των αυτοκινήτων στην διαπασών και κουτάκια μπύρας στα χέρια, με τον φίλο που κατέβηκε απ’ Αθήνα για διακοπές και θα μάς δείξει το νέο κοκτέιλ που ήπιε στην “Άγκυρα”, στο “πέτρινο” και στον “Σκαραβαίο” του Πειραιά.
Ο νέος θα ξεφαντώσει στο γλέντι που θα γίνει για τον 15Αυγουστο και στου Χριστού. Ξέρει εδώ ο νέος να περνάει καλά, γιατί “ξεβαριέται” σπάνια, αλλά, όταν διασκεδάζει, διασκεδάζει για τον εαυτό του κι όχι επειδή είναι Σάββατο κι όλοι θα βγουν έξω, όχι επειδή η πρώην θα είναι εκεί και θα πάω με την νυν, για να με δει. Εδώ, ακόμα και τα γλέντια, γίνονται παραδοσιακά με την απλή μορφή της γιορτής.».
Ποια πολιτιστικά ή κοινωνικά δρώμενα λαμβάνουν χώρα στη Θηρασία;
«Τα δρώμενα είναι συγκεκριμένα και είναι δύο. Το πρώτο είναι η “Βεντέμα” που σηματοδοτεί το τέλος του τρύγου και είναι η γιορτή του σταφυλιού. Γίνεται, συνήθως, στο τέλος τ’ Αυγούστου με τη βοήθεια του συνεταιρισμού Θηρασίας και της ένωσης Σαντορίνης. Το δεύτερο είναι το γλέντι που διοργανώνει ο σύλλογος Κρητών Σαντορίνης “Το Αρκάδι” κάποια μέρα του Αυγούστου καλώντας τόσο Σαντορινιούς όσο και Κρητικούς οργανοπαίκτες.».
Ποια η πιο έντονη στιγμή που έχεις ζήσει στον τόπο σου;
«Η πιο έντονη στιγμή που θυμάμαι είναι το Πάσχα. Όλη η Μεγάλη Εβδομάδα είναι έντονη κάθε χρόνο. Στην πόλη μου πηγαίναμε στην Ανάσταση, παίρναμε το φως και γυρίζαμε για την μαγειρίτσα. Αυτό ήταν το Πάσχα εκεί.
Στη Θηρασία, όμως, πηγαίνω σε κάθε εσπερινό όλη την Μ. Εβδομάδα. Την Μ. Πέμπτη, όταν ο παπάς βγάζει τον εσταυρωμένο στην πλάτη του και κάνει το γύρο της εκκλησίας, ξεκινάει τ’ ανατρίχιασμά μου. Αυτή η αίσθηση συνεχίζει και την επόμενη μέρα που ψέλνουμε στον Επιτάφιο το “ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ” και, ύστερα, το μοιρολόι. Έρχεται το Μ. Σάββατο και η ώρα της Ανάστασης και, με το “Χριστός Ανέστη” του παπά, πέφτουν βροχή τα βαρελότα, οι γουρούνες, οι τρομπόνες (όλα είδη από δυναμιτάκια) και τα πυροτεχνήματα. Τότε ηρεμεί και τ’ ανατρίχιασμα στο κορμί μου, αυτό που ξεκίνησε τ’ απόγευμα της Μ. Πέμπτης, και η συγκίνησή μου λήγει μ’ ανεξέλεγκτα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά μου. Το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα είναι, επίσης, απολαυστικό, όταν ο παπάς βγάζει την εικόνα και γίνεται η περιφορά της σ’ όλο το χωριό κι από πίσω όλα τα παιδιά ρίχνουν δυναμιτάκια –ό,τι δυνατότερο σε κρότο έχουν βρει-! Αυτή είναι η πιο έντονη στιγμή για ‘μένα στη Θηρασία και είμαι τυχερή που έχω τη δυνατότητα να ζω ίδιες έντονες στιγμές κάθε χρόνο.».
Ποιος είναι ο πολιούχος και πόσες εκκλησίες φιλοξενεί το νησί;
«Ο πολιούχος της Θηρασίας νομίζω πως είναι ο Άγιος Νικόλαος, λόγω του ότι είναι νησί κi έχει να κάνει με τη θάλασσα.
Το νησί έχει 23 εκκλησίες και ξωκλήσια κι όλα λειτουργούνται στις γιορτές τους.
Υπάρχουν δύο ενορίες, μία σε κάθε χωριό, ο Άγ. Δημήτριος στον Ποταμό κι ο Άγ. Κωνσταντίνος στον Μανωλά.».
Υπάρχει κάποια αθλητική ομάδα στον τόπο σου και γενικά αθλητικά δρώμενα;
«Όχι, δυστυχώς! Υπάρχει το γήπεδο ,το 5×5 που ανέφερα, ώστε τα παιδιά να παίξουν κάποιο φιλικό ματσάκι μεταξύ τους, όμως, ομάδα δεν έχει δημιουργηθεί. Νομίζω ότι αυτό έχει συμβεί, διότι τα παιδιά είναι διαφόρων ηλικιών και με τη συμβολή των κοριτσιών θα έφταναν με δυσκολία την 11άδα χωρίς αναπληρωματικούς!».
Υπάρχει κάποιο μέρος που το έχεις ταυτίσει μ’ εσένα στη Θηρασία;
«Εδώ δεν υπάρχουν στέκια, όπως θα έλεγα στην πόλη μου (μού λείπουν τα στέκια που είχα εκεί και πήγαινα με τις φίλες μου). Θα με δεις το καλοκαίρι στον Κόρφο, μέρος τ’ οποίο περνάω τις πιο πολλές μου ώρες, γιατί εκεί εργάζομαι. Θα με δεις σε κάποιο φιλικό σπίτι και, ίσως, κάποιο απόγευμα να με δεις να περιφέρομαι στον από κάτω δρόμο για τρέξιμο ή ποδήλατο. Αλλά στέκι εδώ ή ταύτιση με κάποιο σημείο, όχι, δεν έχω.».
Τι σού λείπει που δεν υπάρχει στο μέρος όπου ζεις;
«Δε θ’ αναφερθώ στους ανθρώπους που μού λείπουν, όπως η οικογένειά μου, τ’ ανίψια μου και οι φίλες μου, επειδή είναι αυτοί που μού λείπουν όλο τον χρόνο. Είναι δεδομένη η νοσταλγία μου για όλους τους και για τις στιγμές μαζί τους. Σίγουρα αυτό που μού λείπει, εντελώς, απόλυτα και χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι μια παραλία με ψιλή άμμο. Η Θηρασία έχει παραλίες, αλλά όλες είναι με πέτρες. Εγώ όλα μου τα χρόνια -παιδικά, εφηβικά κι ενήλικα- πήγαινα μία ώρα δρόμο σε μια παραθαλάσσια περιοχή (παραλία Οφρυνίου’), 4,5 χιλιόμετρα παραλία μόνο μ’ άμμο. Μιας και είμαι φοβητσιάρα στο νερό, θέλω να βλέπω μέσα στη θάλασσα και, μπορεί τα νερά της Σαντορίνης να είναι κρυστάλλινα και καθαρά, αλλά είναι, επίσης, και πολύ βαθιά με διάφορα θαλάσσια πλάσματα. Εδώ δε θα βρεις τις παραλίες της Χαλκιδικής (μοναδικές!). Επίσης, αυτό που μού λείπει -που, έστω, θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει την παραλία μ’ άμμο και να υπάρξει, κάπως, ένας κάποιος συμβιβασμός- είναι ένα κλειστό κολυμβητήριο. τ’ οποίο να λειτουργούσε και το χειμώνα. Κάτι ακόμη, τ’ οποίο μού λείπει απ’ την πόλη μου, είναι η Κοιλάδα των Αγ. Αναργύρων και θα ήθελα να έχει κάτι παρόμοιο κι εδώ.».
Πόσο σού αρέσει η γειτονιά στην οποία ζεις;
«Η γειτονιά που μένω είναι η καλύτερη. Λέγεται Ρήβα ή Ρίβα. Δεν έχω μάθει πώς γράφεται σωστά! Ουσιαστικά, είναι στην περιοχή του λιμανιού. Το πιο απολαυστικό που έχει είναι η θέα. Βγαίνεις στο παράθυρό σου, στο μπαλκόνι σου ή ακόμη και στην αυλή σου και η θάλασσα βρίσκεται σερβιρισμένη στα πόδια σου. Με φόντο την μακρινή Καλντέρα μπορείς να έχεις εκπληκτικές φωτογραφίες τόσο τυπωμένες σε χαρτί όσο και τυπωμένες μέσα σου. Και οι άλλες γειτονιές έχουν ομορφιές, δίχως αμφιβολία, αλλά η Ρήβα είναι η καλύτερη, γιατί… έχει εμένα!».
Τι κάνει ξεχωριστή τη Θηρασία;
«Οι εικόνες που αντικρίζεις σ’ όποια μεριά κι αν κοιτάξεις.».
Τι κρατά τη Θηρασία ζωντανή;
«Νομίζω οι ίδιοι οι κάτοικοι κρατούν το μέρος ζωντανό. Η αγάπη για τη Θηρασία, του δικού τους παραδείσου. Η αγάπη είναι που κρατάει αυτό το μέρος ζωντανό.».
Υπάρχει κάτι “πιπεράτο” που θα ήθελες να προσθέσεις;
«Μπα… Η ζωή στη Θηρασία είναι από μόνη της μια πιπεράτη εμπειρία…».