Ο Ντιέγκο Αλόνσο είχε να φέρει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή. Έπρεπε να βάλει τον Παναθηναϊκό σε όμιλο ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Σε αυτό παίρνει, σχεδόν, άριστα βάσει προπονητικής δουλειάς. Θα ήταν δύσκολο να κάνει κάτι καλύτερο. Δηλαδή, οτιδήποτε περισσότερο θα απαιτούσε προπονητή με μεγαλύτερο εκτόπισμα και μεγαλύτερα έξοδα για το σύλλογο. Η ομάδα θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει τον Άγιαξ αλλά τελικά, απέκλεισε τη Λανς και άφησε τη Γαλλία χωρίς εκπρόσωπο στο Κόνφερενς Λιγκ. Επιπλέον, οι μεταγραφές ήρθαν αρκετά αργά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Μέσα σε όλα προέκυψε ο τραυματισμός του Ιωαννίδη με την εθνική ομάδα στο φιλικό με τη Γερμανία. Άρα, σαν αρχικό συμπέρασμα, δεν αξίζει ισοπεδωτικές κριτικές το πέρασμα του Αλόνσο από το τριφύλλι. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι με τον Ουρουγουανό προπονητή ο Παναθηναϊκός δεν νίκησε ούτε έναν αγώνα στον οποίο να ήταν ξεκάθαρα ανώτερος, παρότι οι ομάδες που του στέρησαν βαθμούς, έκοψαν πόντους ή δυσκόλεψαν και τους υπόλοιπους διεκδικητές του πρωταθλήματος. Ο Αλόνσο, αν και πήρε διπλή πίστωση χρόνου, στις διακοπές των πρωταθλημάτων για τις εθνικές ομάδες, εντούτοις δεν κατάφερε να δέσει το σύνολο που προέκυψε με τις κινήσεις της μεταγραφικής περιόδου και να προσαρμόσει τους ποιοτικά αρτιότερους ποδοσφαιριστές στην ομάδα. Πρέπει να του πιστώσουμε το ρόλο και τις αρμοδιότητες που έδωσε στον Τζούρισιτς, μέσα από τον οποίο ο Σέρβος έγινε υπέρ το δέον αποδοτικός. Ο συγκεκριμένος, εξαιτίας του Μπερνάρ ήταν δύσκολο πέρυσι, να δείξει τα προσόντα του. Είναι ουσιαστικός, χρησιμοποιεί την εμπειρία του για να μην κάνει περιττά πράγματα και μπορεί μέσα σε λίγες φάσεις να προσφέρει σε γκολ, τελικές φάσεις και να πιάσει ταβάνι της απόδοσής του.
Ο Ρουί Βιτόρια προσπαθεί να καθιερώσει κάποιες σταθερές στο γήπεδο. Πιθανότατα, καθιερώνεται το δίδυμο Τετέ και Τζούρισιτς στα άκρα. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχουν υποστήριξη οι πλάγιοι αμυντικοί. Έτσι, οι Αράο και Μαξίμοβιτς θα κληθούν και φαίνεται ότι μπορούν να πετύχουν να καλύψουν τα κενά κάνοντας διαγώνιες καλύψεις. Η τριάδα Ουναχί, Τζούρισιτς, Τετέ έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες εξέλιξης γιατί είναι τρεις διαφορετικοί παίκτες. Ο Σέρβος ξεκινάει από τη γραμμή και συγκλίνει και ο Μαροκινός είναι πιο γρήγορος και καλός με τη μπάλα στα πόδια. Είναι πιο απρόβλεπτος. Ο Βραζιλιάνος από την άλλη είναι η “άλλη” κλάση του ρόστερ!
Ας μείνουμε λίγο στον τελευταίο κοιτάζοντας την ΑΕΚ και παρατηρώντας το έμψυχο υλικό της με τους εξαιρετικούς μεσοεπιθετικούς. Από τα δέκα φετινά του τέρματα, τουλάχιστον τα πέντε, είναι η αποτύπωση της ευφυίας του! Όπως για παράδειγμα το δεύτερο γκολ με τη Μινσκ. Θα μπορούσε να το πετύχει κάποιος εξτρέμ της Ένωσης, με τόσο μεγάλη ευκολία; Στα πλεονεκτήματα του Τετέ να συμπεριλάβουμε και το ότι πατάει, συχνά, την αντίπαλη περιοχή. Συγκλίνει προς τα μέσα δίνοντας λύσεις στο επιθετικό παιχνίδι.
Ο Αντονί Μαρσιάλ αποτελεί συμπάθεια του γράφοντος. Σε σχέση με τον Ράσφορντ, τότε, φαινόταν πιο συμπαγής και ολοκληρωμένος και πιο ώριμος ποδοσφαιρικά. Στην ΑΕΚ, ετούτο φαίνεται ξεκάθαρα. Εδώ, μοιάζει με τον Μπερνάρ. Δεδομένου ότι και οι δύο έχουν αγωνιστεί σε κορυφαία ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα, σε κορυφαία προπονητικά κέντρα, με κορυφαίους προπονητές και εξελιγμένη τακτική, έχει τρομερή αντίληψη για το πού είναι οι συμπαίκτες του και το τι κάνουν στον αγωνιστικό χώρο. Φέρτε στο νου την καλή, δύσκολη πάσα στα 10-15 μέτρα, τη συρτή διαγώνια, πλάγια, κάθετη πολύ κοντινή, λίγο μέσα, λίγο έξω μέσα στην περιοχή. Για να την κάνει ένας παίκτης πρέπει να έχει παραστάσεις από ισχυρούς προπονητές, μεγάλα πρωταθλήματα και αντίστοιχους συλλόγους που δουλεύουν σύμφωνα με τις επιταγές του σύγχρονου ποδοσφαίρου.
Οι περιπτώσεις Μπερνάρ και Μαρσιάλ έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Ήρθαν σε παρόμοια ηλικία στο ελληνικό πρωτάθλημα, χωρίς να είναι ξοφλημένοι. Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου ευδοκιμεί η ίντριγκα και η κλειδαρότρυπα, απαξιώνονται με ευκολία αθλητές με 10+ χρόνια στο κορυφαίο επίπεδο, αφού έκαναν δύο μέτριες σεζόν, δίχως να εστιάσουμε στους παράγοντες της συγκεκριμένης πτώσης. Ακόμα και ο Χάμες, παρά το κακό κλίμα, τις συνεχείς αλλαγές προπονητών και την αγωνιστική αβεβαιότητα, έδειξε την αξία του στον Ολυμπιακό. Το ίδιο θα πράξει και ο Μαρσιάλ και θα είναι πιο καλός του χρόνου εφόσον, παραμείνει και δεν έχει τραυματισμούς.
Τέλος, να δούμε και την περίπτωση του ΠΑΟΚ. Είναι δεδομένο ότι έχει μεγαλώσει το μέγεθος των πρωταθλητών. Η ΑΕΚ, στον αγώνα του Κυπέλλου είχε την ανωτερότητα και έδειξε να φοβάται ή να να σέβεται υπερβολικά τον αντίπαλο, με αποτέλεσμα να αρκεστεί στο 1-0. Κατά βάση, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό είναι έργο και κατάκτηση του Λουτσέσκου. Ιδίως τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί η αλλαγή νοοτροπίας και στάτους. Συγκεκριμένα, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου, προ τετραετίας, με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Αν θεωρήσουμε ότι ήταν το κομβικό σημείο, η συνολική παρουσία του ΠΑΟΚ σαν ομάδα στα ντέρμπι είναι αξιοθαύμαστη. Ομάδα με μεγάλη συνοχή, παίκτες που παίζουν πολλά χρόνια μαζί, ίδιος προπονητής. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ΠΑΟΚ, αυτή η θεμελίωση της σταθερότητας είναι παρακαταθήκη. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και στην περίπτωση που δεν κατακτούσε, πέρυσι, το πρωτάθλημα. Το μπόι του οργανισμού σηκώθηκε ψηλά και όλοι τον υπολογίζουν παραπάνω!