Στην Γρηγορούπολη γίνονταν όλα πολύ γρήγορα. Οι άνθρωποι μεγάλωναν γρήγορα, περπατούσαν γρήγορα, έτρωγαν γρήγορα, δούλευαν γρήγορα. Ακόμα και ο ύπνος τους ήταν πολύ γρήγορος, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να προλάβουν! Τι ήθελαν, όμως, να προλάβουν;
Το μυστήριο αυτό έρχεται να λύσει ο Ευτύχιος Φον Ατάραχος, ο οποίος ως δια μαγείας προσγειώθηκε στο μεγάλο ρολόι της πόλης. Θα καταφέρει, όμως, να επιβιώσει ο ίδιος στους βιαστικούς ρυθμούς της μυστήριας πολιτείας; Θα γίνει αποδεκτός απ’ τους κατοίκους της; Ποιος είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσει στην εξέλιξη της ιστορίας; Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη ανατροπές που μένει να τις ανακαλύψεις!
Ό,τι και να πω για το βιβλίο αυτό θα είναι λίγο! Αποτελεί ένα απ’ τα καλύτερα παιδικά βιβλία που μού έχουν δοθεί για κριτική. Ειλικρινά, δεν έχω λόγια αλλά θα πρέπει να ψάξω και να βρω, ώστε να σάς κάνω την παρουσίαση!
Να ξεκινήσουμε απ’ το γεγονός ότι το βιβλίο είναι γραμμένο απ’ την Μαρία Καββαδία και εικονογραφημένο απ’ την Χρύσα Γκανούδη. Αμφότερες έχουν κάνει καταπληκτική δουλειά!
Το εξώφυλλο είναι απίστευτο και λάτρεψα τον τρόπο με τον οποίο έχει αποδοθεί εικονικά ο τίτλος! Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο “εισέβαλε” το ρολόι στα γράμματα. Στο μεταξύ η εικονογράφηση μέσα στις σελίδε του βιβλίου έχει δοθεί στις “σωστές αναλογίες” χωρίς να “κλέβει” απ’ την ιστορία!
Όσον αφορά στην ιστορία, θεωρώ ότι είναι απ’ τις πιο διδακτικές που έχουν γραφεί σε παιδικά παραμύθια. Πραγματικά, το βιβλίο αυτό εστιάζει στον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία μας (γρήγοροι ρυθμοί), στ’ ότι υπάρχουν τα “μεγάλα κεφάλια” που μάς “ξεζουμίζουν” προς όφελός τους (Δον Παραδόπι Στουθ), ότι υπάρχουν άνθρωποι που, για ν’ αναρριχηθούν μπορούν να γίνουν το δεξί χέρι των προαναφερθέντων αχόρταγων (Ντουλοπρέ Πη), ότι, όταν τρέχουμε μόνο για το χρήμα, δεν μπορούμε ν\ απολαύσουμε το δώρο που ονομάζεται ζωή.
Το βιβλίο διακρίνεται από πολλές συγκινήσεις και συναισθηματικές φορτίσεις, είναι έξυπνο, αφυπνίζει τους μεγάλους, όταν το διαβάζουν στου μικρούς.
Οι εικόνες που έχει πλάσει η συγγραφέας είναι τόσο παραστατικές, όπως εκείνη που οι άνθρωποι τα κάνουν όλα γρήγορα, ακόμη και το να τρώνε το πρωινό τους, μ’ αποτέλεσμα απ’ το τρέξιμο και την ταχύτητα να τούς πέφτουν όλα στον δρόμο. Γάλατα, φρυγανιές, μαρμελάδες στο έδαφος. Και πόσες φορές δεν την έχουμε αντικρίσει την εικόνα αυτή, άραγε; Μια άλλη δυνατή περιγραφική εικόνα είναι αυτή, στην οποία η συγγραφέας τονίζει πως ο Ατάραχους δεν γίνεται αντιληπτός όχι γιατί είναι αόρατος, αλλά γιατί δεν προλαβαίνουν να τον κοιτάξουν. Πόσο σοκαριστικό κι απόλυτα αληθινό είναι αυτό; Πόσο συχνά συμβαίνει και στην δική μας καθημερινότητα αυτό; Στην ιστορία της Μαρίας, ωστόσο, οι άνθρωποι μιλούν γρήγορα, κόβουν τις λέξεις, βιώνουν μια φρενίτιδα. Άραγε, μήπως, υπάρχει ομοιότητα κι εδώ;
Το παραμύθι που διαδραματίζεται στην Γρηγορούπολη και κινείται μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς. Αποτελεί μια ιστορία τόσο δυνατή, τόσο ρεαλιστική και, παράλληλα, τόσο παραμυθένια, γιατί πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι τα ζώα μιλούν και οι κότες πετάνε; Αναπόφευκτα, το χιούμορ δεν απουσιάζει απ’ το παραμύθι. Παράλληλα, ωστόσο. παρατηρούνται συο κυρίαρχοι κόσμοι. Ο γκρίζος των μεγάλων κι ο πολύχρωμος των παιδιών.
Τα νοήματα του βιβλίου είναι αρκετά βαθιά για το παιδικό μυαλουδάκι κι απαιτούν μια δεύτερη ανάγνωση. Για παράδειγμα, μιλάει για την αδιαφορία που δείχνουν οι γονείς στα παιδιά τους στην προσπάθειά τους να δουλεύουν όλο και περισσότερο και στο γεγονός ότι αντικαθιστούν την φροντίδα με τα δώρα.
Μεταξύ άλλων, το βιβλίο μιλάει και για την ομαδικότητα και για το πόσα πράγματα μπορούν να καταφέρουν οι άνθρωποι από κοινού. Βέβαια, στην περίπτωση του παρόντος βιβλίου βοήθησαν και τα ζώα!!! Πολύ περισσότερο, η “Γρηγορούπολη” κάνει λόγο για την ανιδιοτέλεια και το κοινό καλό. Η ιστορία των αλλόκοτων αυτών πρωταγωνιστών θέλει να μάς δείξει ότι όλα είναι δυνατά, φτάνει να το πιστέψουμε και, ως εκ τούτου, κανείς άλλος, πέρα απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό, δε μπορεί να μάς πει τι μπορούμε ή τι δεν μπορούμε να κάνουμε και μονάχα ον φόβο μας πρέπει να προσπελάσουμε και να μην τον αφήσουμε να μάς κατευθύνει.
Τέλος, το βιβλίο κλείνει μ’ έναν δυνατό τρόπο τονίζοντας πως ποτέ δεν φταίει μόνο ο ένας όταν συμβαίνει κάτι! Πολλές φορές, ίσως, δίνουμε κι εμείς τον χώρο, για να συμβεί ή, πολύ περισσότερο, δεν παίρνουμε την αρμόζουσα θέση, όταν πρέπει. Η ιστορία κλείνει με το μήνυμα ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε τον θυμό μας. Μήνυμα πολύ σημαντικό για την κοινωνία στην οποία ζούμε που με το παραμικρό καταδικάζουμε κι αποδοκιμάζουμε, την στιγμή που αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να δείξουμε την απαραίτητη στοργή κι αγάπη. Το φινάλε του, λοιπόν, το βρήκα άκρως ρεαλιστικό!
Σάς προτρέπω να αποκτήσετε την “Γρηγορούπολη” και να περιπλανηθείτε εντός της. Προσέξτε μόνο μην μαγευτείτε κι εσείς από τη παρουσία των τεράστιων κι αμέτρητων ρολογιών!