Τα συμβάντα της Α.Σ.Σ.Ο.Ε . ή αλλιώς ΟΠΑ το προηγούμενο διάστημα πυροδότησαν ποίκιλες συζητήσεις σχετικά με τον αν πρέπει υφίσταται το πανεπιστημιακό άσυλο, με τον αν τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι χώρος διεκδικήσεων, με το αν η αστυνομία πρέπει να παρεμβαίνει χρησιμοποιώντας ακόμα και σωματική βία;
Φυσικά ο διάλογος στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης παρέμεινε στο επίπεδο βολικών συζητήσεων για το ίδιο το σύστημα. Θεωρώ σημαντικό το να σταθούμε λίγο στις δηλώσεις των ανθρώπων που στελεχώνουν την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά, τα πολιτικά τέκνα της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Γεώργιου Παπαδόπουλου ( άλλα βέβαια μοιάζουν λίγο περισσότερο με την μαμά και αλλά με τον μπαμπά, όπως και όλα τα παιδιά νομίζω) να μας αναλύουν την θεσμική χυδαιότητα του αστικού κράτους αλλά και του κάθε κράτους που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από την νόμιμη βία που μπορεί το ίδιο να ασκεί για να συνεχίσει να υφίσταται ως κράτος. Το ερώτημα που πρέπει ουσιαστικά να μας προβληματίσει είναι το εξής: γιατί τα κράτη και οι κυβερνήσεις εντείνουν την καταστολή πάντα και διαχρονικά όταν βρίσκουν απέναντί τους το φοιτητικό κίνημα.
Για κατανοήσουμε αυτή τη στάση πρέπει λίγο να δούμε δυο βασικές λειτουργίες του πανεπιστημίου τον σύγχρονο κόσμο.
Καταρχήν, ο ακαδημαϊκός χώρος αποτελεί το ποιοτικά σημαντικότερο όχημα ιδεολογικής προπαγάνδας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε. Με άλλα λόγια σκοπός του είναι να δημιουργήσει όσο το δυνατών περισσότερους επιστήμονες, οι οποίοι θα είναι σε θέση να αναπαράξουν στην κοινωνία, με τον πλέον πειστικό τρόπο, ότι το σύστημα στο οποίο ζούμε μπορεί να μην είναι τέλειο αλλά είναι το καλύτερο δυνατό που μπορεί να υπάρξει. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε πως από τα πανεπιστήμια θα περάσουν οι αυριανοί δάσκαλοι, καθηγητές, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες κλπ. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι αυτοί που θα είναι σε πλεονεκτηκότερη θέση να πλάσουν και να καλλιεργήσουν συνειδήσεις. Είναι λογικό, λοιπόν, οι κυβερνήσεις να μην θέλουν να ακούγεται η αντίθετη από αυτές γνώμη και παράλληλα δεν είναι διατεθειμένες να αφήσουν έτσι εύκολα ούτε μια συνείδηση να στραφεί εναντίον τους . Για αυτό και ΜΑΤ στην Α.Σ.Σ.Ο.Ε για αυτό και όλη η προσπάθεια των ΜΜΕ να καθαγιάσουν τις πράξεις της αστυνομίας και να δυσφημίσουν τόσο το άσυλο, όσο και τους αγώνες των φοιτητών.
Επίσης ,το πανεπιστήμιο είναι σε θέση τα τελευταία 40 με 50 χρόνια να δημιουργεί στα παιδιά των φτωχών και εργατικών οικογενειών την αντίληψη και αυταπάτη ότι η είσοδος στα ιδρύματα αποτελεί μέσο για την αλλαγή του κοινωνικού τους status. Η υπόσχεση δηλαδή ότι αν είσαι ανταγωνιστικός, εγωκεντρικός και προσπαθήσεις μόνος σου μπορείς να αλλάξεις την μοίρα σου, μακριά βέβαια από συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις γιατί πολύ απλά ο διπλανός είναι ο εχθρός σου. Είναι αυτός που μπορεί να σου πάρει τη θέση στο πανεπιστήμιο, αυτός που μπορεί να σου πάρει μια υποτροφία, αυτός που μπορεί να σου πάρει την θέση εργασίας. Όπως γίνεται αντιληπτό η μικροαστική ηθική νόρμα η οποία οικοδομείται στον πανεπιστημιακό χώρο και όχι μόνο, έχεις ως εχθρό την συλλογικότητα, την μαζική αγωνιστικότητά, την αλληλεγγύη. Εξάλλου, ο ίδιος ο καπιταλισμός προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε κάνει μέρος της σαπίλας του έτσι ώστε να ακρωτηριάσει την συνείδηση σου. Πράττοντας το, εξασφαλίζει την ανοχή σου απέναντι στα εγκλήματα τα οποία σκέφτεται να διαπράξει.
Συνοψίζοντας ,τα ΜΑΤ και η βίαιη καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων δεν πραγματοποιούνται γιατί οι ίδιοι οι κρατικοί μηχανισμοί ανησυχούν. Ούτε διότι ένα τμήμα θα είναι πέντε μέρες λιγότερες ή περισσότερες υπό κατάληψη, αλλά για την μάχη της συνείδησής. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε όλη αυτή την καταστολή και την προπαγανδιστική προσπάθεια δικαίωσης της .
Τέλος, μια απάντηση προς όλους εκείνους οι οποίοι εκτιμούν ότι η αγωνιστική διεκδίκηση δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις ή ότι ακόμη και όταν τα καταφέρει, οι λύσεις αυτές θα είναι πρόσκαιρες. Θα ήθελα να τους βάλω να αναρωτηθούν για το ακόλουθο: αφού οι αγώνες δεν αλλάζουν την κατάσταση γιατί υπάρχει όλη αυτή η αντίδραση και η “επιστράτευση” δυνάμεων από πλευράς κράτους;
Επιπροσθέτως, υπάρχει κάτι ακόμη βαθύτερο. Το χρέος απέναντι στις προηγούμενες γενναίες που αγωνίστηκαν και η έμπρακτη απόδειξη ότι οι θυσίες τους δεν πήγαν χαμένες. Είναι η σπορά που άφησαν στην νέες γενναίες αλλά και το καθήκον των σημερινών στις επόμενες. Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο καθήκον για το οποίο πριν μας μίλησε ο Βάρναλης :
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί —
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.