Γελάει σαν μικρό παιδί. Μιμείται αλληθωρίζοντας τον Τζακ Νίκολσον. Ατίθασος στην καρδιά με βιολογική βαρύτητα, αναζητά ένα καινούργιο ρομάντζο. Μιμήσεις για χαρτζιλίκι. Στροφή στο 1982. Τον περιμένει ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο. Ψάχνουν τον Τζον Μπελούσι πριν τη μοιραία ένεση. Κοκαΐνη και ηρωίνη. Και οι ταύροι δεν αντέχουν τα πάντα. Καμένο λάστιχο σε παραλιακό δρόμο. Δεν μπορεί να κοιμηθεί, έχει άγχος και του κόβεται η αναπνοή. Δεν μπορεί να πάρει καμιά απόφαση. Ξεχνάει τα λόγια του στη δουλειά. Τρέμει το αριστερό του χέρι. Δακρύζει, το σαγόνι του τρέμει. Τραυλίζει. Ανοίγει το τζάμι του αυτοκινήτου και κραυγάζει. ΦΟΒΑΜΑΙ. Έπειτα, με το πιο λυπημένο μπλε της παλέτας, στα μάτια, απολογείται. Αδυνατεί να παραμείνει ηθοποιός. Έγινε τίποτα. Είναι κανένας. Φοβάται. Δεν ξέρει ούτε πώς να είναι αστείος πια. Έπειτα, αγριεύει. Δεν βρίσκει τις λέξεις στις συζητήσεις του, δεν αντιλαμβάνεται τις αποστάσεις. Η φωνή του τρέμει. Γυρίζει σπίτι. Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο και κλειδώνει την πόρτα. Πηγαινοέρχεται με ένταση πάνω κάτω. Ψάχνει συρτάρια και ρολόγια. Τα βάζει σε μια κάλτσα του, τα φέρνει κοντά στο αυτί του. Τα κοιτάζει, τα θαυμάζει. Τα αφήνει στο κομοδίνο. Ακούγεται το μουσικό θέμα από τον κύκλο των Χαμένων Ποιητών. Σαν παιδί που έκανε ζημιά και τρέμει μην τον ανακαλύψουν οι γονείς του. Το πρωί, είναι κρεμασμένος στη ζώνη του. Όταν τον κατεβάζουν, γελάει σαν μωρό. Εκείνος, τότε, λέει. Πάμε άλλη μία. Μήπως θυμηθώ πώς έγινε όταν πέτυχε…
Κάπως σαν τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, από τις Χρυσές Σφαίρες και το 1991, έτσι και ο Ραζβάν Λουτσέσκου με το φετινό ΠΑΟΚ. Μετά τον αγώνα με την ΑΕΚ και την προβληματική ανάπτυξη από τα άκρα στην πίεση του Αλμέιδα, ο Λουτσέσκου σκλήρυνε τη μεσαία γραμμή. Άφησε εκτός το Ντάντας, έφερε τον Αουγκούστο δίπλα στο Σβαμπ, σε διάταξη 4-4-1-1 και ο Κωνσταντέλιας, o οποίος κάνει κάθετα μέτρα με τη μπάλα για περισσότερα από δέκα μέτρα σε διάρκεια πολλών αναμετρήσεων, ανέλαβε το ρόλο να αγωνίζεται μεταξύ των δύο μεσοαμυντικών γραμμών του αντιπάλου.
Η απλότητα και η ικανότητα του να πασάρει και να δημιουργεί ξεκλειδώνει τις αντίπαλες άμυνες. Ο ΠΑΟΚ βελτιώθηκε σταδιακά και αθόρυβα. Ξέρει να σκοράρει και να κυκλοφορεί τη μπάλα. Η μπάλα, πλέον, προωθείται και οι επιθέσεις χτίζονται με μεταφορά από τα άκρα και όχι από τους κεντρικούς αμυντικούς στο εξάρι. Άλλωστε, σε αυτό το χώρο ο ΠΑΟΚ, τόσο την Κυριακή όσο και την προηγούμενη Τετάρτη, στόχευσε και δημιούργησε προβλήματα διότι έβγαζε παίκτες, με ορμητικό τρέξιμο πάνω στο αμυντικό δίδυμο του Παναθηναϊκού αλλά και στη δεξιά πλευρά.
Με τον Κωνσταντέλια δημιουργό σε πρώτο χρόνο από τον άξονα, ο Ζίβκοβιτς έρχεται σε περισσότερες εκτελέσεις μέσα στην περιοχή και συχνά συγκλίνει προς τη μεσαία γραμμή για να συνεργαστεί με τον άλλοτε στόχο της Μπαρτσελόνας. Ο Σέρβος, δείχνει και σε ατομικό επίπεδο πως είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ότι πριν τη διακοπή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Επιπρόσθετα, ο Ολιβέιρα όταν κατεβαίνει χαμηλά, στον κύκλο της σέντρας για να βοηθήσει την ανασταλτική λειτουργία, έχει την επιδεξιότητα να κάνει πολλές επαφές με τη μπάλα, να βγαίνει μπροστά από τα χαφ των αντιπάλων και να βοηθάει, σε δεύτερο χρόνο να πατούν περιοχή οι συμπαίκτες του.
Ενδεικτικό της φόρμας του δικέφαλου είναι ότι παραμένει αήττητος σε 9 αγώνες, με 12 γκολ υπέρ και ένα παθητικό. Αυτό αποδεικνύεται και από την προσωπική βελτίωση των αθλητών του. Παράλληλα, παραμένει αταλάντευτη η ενίσχυση των ακαδημιών του συλλόγου με 2,5 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ.
Οδηγός για το Λουτσέσκου, προκειμένου να παρουσιάσει τόσο ανταγωνιστική και έτοιμη την ομάδα του για την τριπλή συνάντηση με τον Παναθηναϊκό είναι το γεγονός ότι ο Γιοβάνοβιτς από τον τραυματισμό του Αϊτόρ και στη συνέχεια, ζητάει περισσότερο απ’ότι στο παρελθόν, από τους Μάνγκουνσον και Σένκεφελντ να κάνουν διαγώνιες πάσες προς την κίνηση των πλάγιων μεσοεπιθετικών. Σε εκείνο το μεσοδιάστημα, ιδίως, στον πρώτο προημιτελικό του Κύπελλο, με Τόμας και Νάρεϊ, ο ΠΑΟΚ κυριάρχησε ολοκληρωτικά.
Ο ΠΑΟΚ αυτή τη στιγμή μετουσιώνει τις λέξεις του Ρολάν Μπαρτ, ” η ηδονή της απόλαυσης του κινηματογραφικού έργου μέσα στη σκοτεινή αίθουσα”. Ανεπανάληπτη αίσθηση πέραν της κοινωνικότητας.