Home >> Αφιέρωμα >> Ο ποιητής της Ειρήνης

Ο ποιητής της Ειρήνης

 Το καλοκαίρι του 1936* η Γερμανία και η Ιταλία άρχισαν στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Δημοκρατίας της Ισπανίας υποστηρίζοντας τους Ισπανούς φασίστες. Ο Πάμπλο Νερούντα ήταν τότε πρόξενος της Χιλής στη Μαδρίτη. Φίλος του ήταν ο ισπανικός λαός κι ο μεγάλος ποιητής του ισπανικού λαού Φεντερίκου Λόρκα. Οι φασίστες σκότωσαν το Λόρκα και κάθε νύχτα τα γερμανικά αεροπλάνα σκότωναν τα παιδιά της Μαδρίτης. Ο Πάμπλο Νερούντα δεν μπόρεσε να μείνει απλός παρατηρητής και πήρε το μέρος του ισπανικού λαού.

«Συνάντησα τον Πάμπλο Νερούντα για πρώτη φορά στην ηρωική μα καταδικασμένη Μαδρίτη. Μου έκαναν εντύπωση τα χαρακτηριστικά του. Οι κινήσεις του ήταν ήσυχες, η φωνή του γλυκιά και αισθανόσουνα πως ο άνθρωπος αυτός ήταν καμωμένος για συλλογισμούς και ποίηση. Τα μάτια του έκαιαν πότε με τρυφερότητα πότε με οργή. Μιλούσε μονάχα για αγώνα. ‘’Την προδοσία του Λονδίνου, τις διεθνείς μπρικάδες, τον λαό, την ελπίδα από τη Μόσχα’’».  Ιλια Έρεμπουργκ

Έκανε ό,τι μπορούσε για τον λαό της Ισπανίας. Έμεινε εκεί ως την τελευταία στιγμή. Στη Χιλή πίσω, έγραψε ένα βιβλίο «Η Ισπανία στην καρδιά μου» – στίχοι γεμάτοι οργή και θαυμασμό, στίχοι όχι ενός παρατηρητή αλλά στρατιώτη. Το βιβλίο σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Εκυκλοφόρησε και στην Ισπανία πάνω στο τελευταίο κομμάτι της ελεύθερης ισπανικής γης. Στο βιβλίο ο Νερούντα με μεγάλη δύναμη και αγάπη μιλά για την τραγωδία της Ισπανίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας ονόμασε το βιβλίο αυτό «Βιβλίο της λύπης και της ελπίδας».

Τρία χρόνια αργότερα έγραψε το επικό ποίημα «Στάλινγκραντ» θυμούμενος τις τραγικές νύχτες της Μαδρίτης. Το ποίημα αρχίζει έτσι σε ελεύθερη μετάφραση:

Η Ισπανία έμεινε μονάχη

Όπως εσύ Στάλινγκραντ στέκεις μονάχο

Όταν η Ισπανία έσκαφτε τη γης με τα νύχια της

Το Παρίσι ήταν εύθυμο, μεθυσμένο στη ματαιότητα

Όταν το αίμα έτρεχε από την Ισπανίας

Το Λονδίνο ομόρφαινε τα πάρκα

Και τάιζε τους κύκνους

Το 1942 ο Πάμπλο Νερούντα ήταν πρόξενος της Χιλής στο Μεξικό. Ο Νερούντα καταλάβαινε πολύ καλά πως το μέλλον της Ευρώπης και της Αμερικής, το μέλλον του πολιτισμού και της ανθρωπότητας, βρισκόταν στο μακρινό Στάλινγκραντ:

Ω Στάλινγκραντ δεν μπορούμε να φτάσουμε τα τείχη σου

Δεν μπορούμε να σε φτάσουμε, είμαστε πολύ μακριά

Εμείς, οι Μεξικανοί, οι Αργεντινοί, οι Χιλιανοί και Ουραγκιανοί

Τα εκατομμύρια, εκατομμύρια των λαών δεν μπορούμε να ‘ρθουμε να σε υπερασπίσουμε

Εσύ φλογισμένη πόλη, αντιστάσου ως εκείνη τη μέρα

Όταν θα ‘ρθουμε εμείς οι θυελλοκτπημένοι ινδιάνοι

Ν’ αγγίσουμε τα τείχη σου με τα φιλιά των γιων που νοσταλγούσαν κι ήλπιζαν ναρθούν εκεί.

https://www.youtube.com/watch?v=4Sx941igIbY

Το Φθινόπωρο του 1947 ο Νερούντα έγραφε:

«Σήμερα διερωτάται κανείς από πού προέρχεται ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος προέρχεται από ένα πράγμα: Από την προσπάθεια να υποδηλωθεί ο άνθρωπος, να εμποδιστεί η πρόοδός του. Οι ναζήδες ηττήθηκαν στα πεδία των μαχών στη Γερμανία, μα οι ναζήδες βρήκαν προστασία από τους γιάγκηδες, τους λάτρεις της φυλετικής υπεροχής».

Τα τελευταία του λόγια προς τον κόσμο τα απήυθυνε το 1948 από τη Βουλή:«Κατηγορώ τον Βιτέλα για προδοσία. Πρόδωσε τη χώρα του προς όφελος των ξένων. Χαιρετώ όλους τους αγωνιστές της Χιλής, τις γυναίκες και τους άντρες, που καταδιώκονται και φυλακίζονται, τους χαιρετώ και τους λέω: Το κόμμα μας είναι αθάνατο. Γεννήθηκε σαν αποτέλεσμα του πόνου του λαού, κι αυτή η καταδίωξη το κάνει ακόμη ισχυρότερο».

*Από την «Αυγή» στις 14/1/1954

Το πρωινό είναι γεμάτο θύελλα
μες στην καρδιά του θέρους.

Σαν μαντήλια λευκά του χωρισμού ταξιδεύουν τα σύννεφα,
ο άνεμος τα σπρώχνει με τα ταξιδιάρικά του χέρια.

Αναρίθμητη καρδιά του ανέμου
πάλλοντας πάνω στη σιωπή μας την ερωτευμένη.

Βουΐζοντας μέσα στα δέντρα, ορχηστρικός και θείος,
σαν μια γλώσσα γεμάτη πολέμους και άσματα.

Άνεμος που φέρνει με γοργή κλοπή τη φυλλωσιά
και ξεστρατίζει τα παλλόμενα των πουλιών βέλη.

Άνεμος που τη σπάει σε κύμα με δίχως αφρό
σε ουσία δίχως βάρος, και σε φωτιές επικλινείς.

Θραύεται και συντρίβεται ο όγκος των φιλιών της
νικημένος στην πόρτα του ανέμου του θέρους.

***

Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.
Ήσουνα το μπερέ το γκρι και η ήσυχη καρδιά.
Στα μάτια σου παλεύανε του δειλινού οι φλόγες.
Και τα φύλλα πέφτανε στο νερό της ψυχής σου.

Στα χέρια μου πιασμένη σαν το αναρριχητικό,
συλλαμβάνουν τα φύλλα την αργή φωνή σου κι ήσυχη.
Πυρά της έκπληξης όπου η δίψα μου καιγόταν.
Γλυκέ γαλάζιε υάκινθε πλεγμένε στην ψυχή μου.

Νιώθω να ταξιδεύουνε τα μάτια σου απ’ το μακρινό φθινόπωρο:
γκρίζο μπερέ, φωνή πουλιού, καρδιά σπιτίσια
όπου αποδημούσαν τα βαθιά τα θέλω μου
κι έπεφταν τα χαρούμενα φιλιά μου σαν τη θράκα.

Απ’ το καράβι ο ουρανός. Ο κάμπος απ’ τους λόφους.
Η θύμησή σου είν’ από φως, καπνό και ήσυχη λιμνούλα!
Πιο πέρα από τα μάτια σου καιγόντουσαν τα δειλινά.
Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στριφογύριζαν στην ψυχή σου.

***

Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου τα φτερά μου.
Από το στόμα μου θα φτάσει ως τον ουρανό
αυτό που ήταν κοιμισμένο στην ψυχή σου.

Σε σένα βρίσκεται η συγκίνηση της κάθε μέρας.
Φτάνεις σαν τη δροσιά στους κάλυκες.
Υπέσκαπτες με την απουσία σου τον ορίζοντα.
Αιώνια σε φυγή όπως το κύμα.

Είπα πως τραγούδαγες στον άνεμο
όπως τα πεύκα κι όπως τα κατάρτια.
Όπως αυτά είσαι ψηλή και λιγομίλητη.
Και θλίβεσαι σαν το ταξίδι.

Φιλική σαν παλιό μονοπάτι.
Σε κατοικούνε ήχοι και φωνές νοσταλγικές.
Εγώ τα ξύπνησα και κάποτε μεταναστεύουν
τα πουλιά που κοιμούνται στην ψυχή σου.

***

Ω σάρκα, σάρκα μου, γυναίκα που αγάπησα και έχασα,
σε σένα αυτή την ώρα την υγρή κάνω έκκληση και τραγουδάω.

Σαν το ποτήρι φιλοξένησες απέραντη την τρυφερότητα,
κι η λησμονιά η απέραντη κομμάτια σ’ έκανε σαν το ποτήρι.

Ήταν η μαύρη, μαύρη μοναξιά των νήσων,
κι εκεί, γυναίκα του έρωτα, μ’ αγκάλιασαν τα χέρια σου.

Ήταν η δίψα και η πείνα, κι εσύ ήσουν ο καρπός.
Ήταν ο πόνος και τα ερείπια, κι εσύ ήσουν το θαύμα.

Αχ γυναίκα, κι ούτε ξέρω πώς μπόρεσες να με κρατήσεις
στη χώρα της ψυχής σου, και στων χεριών σου το σταυρό!

Ο πόθος μου για σένα ο πλέον τρομερός και πιο βραχύς,
ο πιο στροβιλιστός και μεθυσμένος, ο πιο έντονος και πιο σφοδρός.

Νεκροταφείο φιλιών, ακόμη έχουν φωτιά οι τάφοι σου,
ακόμα καίνε τα τσαμπιά τα ραμφισμένα από πουλιά.

Ω το δαγκωμένο στόμα, ω τα φιλημένα μέλη,
ω τα πεινασμένα δόντια, ω τα σώματα πλεγμένα.

Ω τρελή συνουσία από ελπίδα και προσπάθεια
που πάνω της δεθήκαμε κι απελπιστήκαμε.

Κι η τρυφερότητα, ανάλαφρη σαν το νερό και σαν το αλεύρι.
Κι η λέξη αρχινισμένη μόλις απ’ τα χείλη.

***

Αυτή ήταν η μοίρα μου και σ’ αυτήν ταξιδεύω τη λαχτάρα μου,
και σ’ αυτήν έπεσε η λαχτάρα μου, όλα σε σένα ήταν ναυάγιο!
Ω σεντίνα σκουπιδιών, σε σένα έπεφταν όλα,
ποιος πόνος και δεν έστιψες, ποια κύματα και δεν σε πνίξαν.

Από πτώση σε πτώση ακόμα φούντωνες και τραγουδούσες
όρθια σαν τον ναυτικό στην πλώρη ενός πλοίου.

Άνθισες ακόμα σε τραγούδια, έσπασες ακόμα σε χειμάρρους.
Ω σεντίνα σκουπιδιών, πηγάδι ανοιχτό κι ολόπικρο.

Χλωμέ τυφλέ μου δύτη, σφενδονίτη κακότυχε,
ανιχνευτή χαμένε, όλα σε σένα ήταν ναυάγιο!

Ώρα να φεύγουμε, η σκληρή και κρύα ώρα
που η νύχτα συγκρατεί απ’ όλο το ωράριο.

Η θορυβώδης ζώνη της θαλάσσης περισφίγγει την ακή.
Ξεπροβάλλουν κρύα αστέρια, μεταναστεύουνε μαύρα πουλιά.

Παρατημένος σαν τα μουράγια την αυγή.
Μόνο η τρέμουσα σκιά συστρέφεται στα χέρια μου.

Αχ πιο πέρα απ’ όλα. Αχ πιο πέρα απ’ όλα.

Ώρα να φεύγουμε. Αχ παρατημένος!

Πάμπλο Νερούδα, Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο. Προμετωπίδα Άννα – Μαρία Σκλαβούνου. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2003

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *