Home >> Αφιέρωμα >> Η μνήμη της μελωδίας

Η μνήμη της μελωδίας

Η εγκάρδια κατάδυση. Το ειδικό αφιέρωμα. Η γλώσσα που κυριολεκτεί απόλυτα. Συνθέτης, τραγουδιστής και θαυμάσιος οργανοπαίχτης. Η οικονομία της γλώσσας τον ονομάζει τροβαδούρο. Με αυτή την έκφραση καλύπτει όλες τις ιδιότητές του. Στην ελληνική μουσική υπάρχουν κάποιοι, ελάχιστοι, οι οποίοι κατάφεραν να τα συνδυάσουν όλα και να αγαπηθούν.

Παιδιά της επαρχίας με μουσική πατρίδα το αστικό περιβάλλον, ήδη, από το μεσοπόλεμο. Ο Τώνης Μαρούδας, ο Νίκος Γούναρης, ο Φώτης Πολυμέρης. Σε δύσκολα χρόνια, με την κιθάρα τους, άνοιγαν το παράθυρο στο βαθύ τούνελ της δικτατορίας του Μεταξά, της κατοχής, του εμφυλίου, στην ομαδική μετανάστευση την εποχή της πείνας.

Ο Τώνης Μαρούδας και ο Φώτης Πολυμέρης, σχεδόν, συνομίληκοι. Έκαναν τις πρώτες τους μουσικές εμφανίσεις στην Πάτρα. Ο πρώτος, στον Παντοκράτορα, σε εκκλησιαστικό χώρο. Αργότερα, το 1937, ο Ζοζέφ Κορίνθιος μαζί με τις χαβάγιες του, τον πλησίασαν και έφτιαξαν έναν κόσμο εξωτικό. Ολότελα, διαφορετικό. Με το συγκρότημα του Κώστα Μπέζου, τα Άσπρα Πουλιά, γράφει τα πρώτα τραγούδια.

Γεννημένοι το 1920, σε ηλικία 17 ετών ήρθαν στην πρωτεύουσα. Συναντούν άγριες καταστάσεις. Αλλά και αυλές με γιασεμιά της Πλάκας. Ο Εντουάρδο Μπιάνκι, Αργεντινός μαέστρος, μαζί με τους Σακελλάριο και Γιαννακόπουλο, συνθέτουν την οπερέτα Αρτζεντίνα. Τότε, εμφανίζεται ο τενοροβαρύτονος Φώτης Πολυμέρης, ο οποίος καταπλήσσει την λίαν απαιτητική διάθεση των παρισταμένων και καθιερώνεται στις συνειδήσεις τους.

Το 1937-38 η Αθήνα οσμιζόταν τον πόλεμο. Ο Σακελλάριος και ο Μπιάνκι έκαναν την τύχη τους με την εισπρακτική επιτυχία της οπερέτας. Τον ίδιο καιρό, κάπου εκεί κοντά, ένα παιδί από το Βόλο, λίγο μεγαλύτερο από τους προηγούμενους, γεννημένος το 1915, είχε χτυπηθεί από αμάξι σε νεαρή ηλικία και είχε δυσκολία στο περπάτημα. Όμως, είχε καρδιά τριαντάφυλλο. Ο Νίκος Γούναρης έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις, στη Λευκάδα, στο ζαχαροπλαστείο του Δελέζα. Αρχικά, με συνοδεία μαντολινάτας.

Στην ταβέρνα του Ανέστη, στο Ρουφ, σμίγουν οι τρεις, με ρεμπέτικο κοινό. Ο Στελλάκης Περπινιάδης του είπε ότι έχει φωνή που χίλια αηδόνια μαζί, δεν μπορούν να βγάλουν! Οι τρεις τροβαδούροι αγάπησαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην πράξη. Όχι στα λόγια. Τραγούδησαν, μεταξύ άλλων, Τσιτσάνη και Μητσάκη.

Ο Νίκος Γούναρης ζωγράφιζε με την ιδιαίτερη πινελιά της φωνής του, ώρες της ζωής των ανθρώπων που δεν έφυγαν ποτέ από μέσα τους. Τον έρωτα, τη μοναξιά, την ελπίδα, την προσωπική στιγμή. Έδωσε περισσότερες από 200 συναυλίες στην Αμερική, δωρεάν. Για κάποιον σκοπό. Για να φυτρώσει ο σπόρος του Έλληνα, όπως έλεγε.

Το βεσπάκι, τότε, όπως το “παπάκι” σήμερα, ήταν το άλογο της ασφάλτου. Ο Φώτης Πολυμέρης έκανε σε εκείνο και στο κορίτσι του μια ερωτική κατάθεση, στα πρώιμα χρόνια της δεκαετίας του 1950. Η Γλυφάδα και η Βουλιαγμένη ήταν μακρινός προορισμός. Ούτε το λεωφορείο της γραμμής ούτε οι πειρατές του δρόμου, δηλαδή, τα τεράστια αμερικανικά ταξί των 8-9 επιβατών, δεν έφταναν έως εκεί!

Ο Πολυμέρης ήταν αυθεντικός κανταδόρος. Εν πολλοίς, η παρουσία του καθιέρωσε τον όρο, νεοπλακιώτικα άσματα.

Ο Τώνης Μαρούδας ήταν ξένοιαστος ρεμπέτης. Μάγκας και καυγατζής. Χειροδύναμος. Οι μαγαζάτορες δεν του έκαναν κουτσουκέλες. Οι συνάδελφοί του, τον σέβονταν γιατί δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Όλοι τους αγάπησαν την ιστορία… γυναίκα. Ήταν το πάθος τους. Έγραψαν τραγούδια για τις γυναίκες τους. Ο Γούναρης για τη Βαλεντίνη, Ο Μαρούδας για την Ερασμία. Το επόμενο τραγούδι είναι μια πραγματεία για τη θηλυκό γένος!

Το τραγούδι που ακολουθεί, η υπέροχη ναπολιτάνικη καλτσονέτα, γράφτηκε από τον Γούναρη για τη σύζυγό του, Βαλεντίνη.

Ο Τώνης ο Μαρούδας έγραψε το Μάτια Καστανά, κοιτώντας κατάματα την Ερασμία! Ας έκανε και αλλιώς.

Το 1955-56 ο Μαρούδας κάνει την παγκόσμια επιτυχία με Το Παιδί και το Δελφίνι, το Τι είναι αυτό που το λένε Αγάπη, με το άχρονο ψιθύρισμα της Σοφίας Λόρεν. Οι στίχοι μεταφράστηκε σε 14 γλώσσες και ακούστηκε σε όλον τον πλανήτη. Εμείς, από το μουσικό περιβάλλον της περιόδου, επειδή είμαστε ερωτευμένοι με τη θάλασσα, κρατάμε τη βάρκα και αναζητάμε τον Νίνο Ρότα στα πρώτα του βήματα. Άραγε, ποιος επηρέασε ποιον;

Η επιτυχία του Αλέκου Σακελλάριου, του Μιχάλη Σουγιούλ και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, Άνθρωποι Άνθρωποι, δημιουργεί τη γέφυρα ανάμεσα στο έντεχνο και το ρεμπέτικο τραγούδι. Αναφερόμαστε, φυσικά, στο Αρχοντορεμπέτικο. Η καινούργια μουσική κατάκτηση φωλιάζει στις καρδιές των τροβαδούρων μας. Ο Γούναρης, πρώτος, κάνει την απόπειρα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε αδερφική φιλία με τον Φώτη Πολυμέρη. Ο σπουδαίος Τρικαλινός, εμπιστεύτηκε κάποιες από τις τρυφερότερες συνθέσεις του στον Πολυμέρη και είναι αλήθεια ότι όπως ακούστηκαν από εκείνον, δεν ακούστηκαν από κανέναν άλλο!

Σχεδόν, χαράματα, ένα βράδυ, στο μαγαζί του Τσιτσάνη, φτάνει ο Μαρούδας. Βαρύς, πικραμένος, αμίλητος. Καμία σχέση με τον γλετζέ που ήξεραν. Η Μαρίκα Νίνου, κατεβαίνει από το πάλκο και τον ρωτάει τι έχει; Εκείνος, χωρίς να απαντήσει, της ζητάει την κιθάρα. Της εξήγησε τα πάντα, γράφοντας και στιχουργώντας. Ήταν η αιτία του πρόσκαιρου χωρισμού του από τον μεγάλο του έρωτα. Την Ερασμία. Μετά από λίγο, ανταμώσανε και ο γάμος ήταν αναπόφευκτο γεγονός!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *