Σήμερα, στην επέτειο των 95 χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι, θα εστιάσουμε σε μια πτυχή της προσωπικότητας του λιγότερο γνωστή. Την ποιητική του γραφή. Εύλογα εκείνη έμεινε κρυμμένη διότι το άνοιγμα των φτερών του Νίκου Γκάτσου, η αυστηρότητα και η αρτιότητα του τελευταίου, έστρεψαν το νεαρό ΕΠΟΝίτη στο να κάνει για πρώτη φορά στην ελληνική μουσική ιστορία, αναφορά στον όρο “τραγουδοποιός”. Άλλωστε, όταν φτάνει η στιγμή ή σε καθορίζει ή την καθορίζεις εσύ.
Εκτός από τις εκδόσεις για τα ραδιοφωνικά του σχόλια, έχουν εκδοθεί σε δύο συλλογές με τον τίτλο Μυθολογία και Μυθολογία δεύτερη.
Το μεθυσμένο κορίτσι – 1974
Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι
το κορίτσι μου βουλιάζει
το σκεπάζει τ’ αναφιλητό.
Χύθηκαν τα ξεροβόρια
σπάν’ τα ζάρια τρία αγόρια
το κορίτσι κλαίει σαν το Χριστό.
Μεθάει κι ανοίγει μια τρελή πηγή
το στόμα γίνεται πληγή
έχει το μίσος φτιάξει φυλαχτό
παίζει στο θάνατο κρυφτό.
Έχει στα μαλλιά κορδέλες
στο κορμί της χίλιες βδέλλες
και στο πλάι το Χάροντα σκυφτό.
Απ’ τα μάτια της δυο στάλες
κι απ’ τα χέρια πέφτουν κι άλλες
ο καημός χτυπάει σαν κεραυνός.
Ποιος της έδωσε μαχαίρι
ποιος αγέρας θα τη φέρει
για ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός;
Με το μαχαίρι κόβει τη σιωπή
κι είναι σαν πέτρα σκυθρωπή
μπλέκει τα χέρια κάνει προσευχή
ποιος θα της δώσει μιαν ευχή;
Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι
το κορίτσι μου τρομάζει
πεθαμένο τρέχει στη βροχή.
Ο Αλκιβιάδης – 1974
Το σώμα του Αλκιβιάδη ανασηκώθηκε.
Απέκτησε κεφάλι αρχαϊκό
και μπήκε ευθύς σ’ ένα περίπτερο
για να πουλάει τσιγάρα.
Μα η κάψα του καλοκαιριού
και οι ρυθμοί που παίζαν οι γειτόνοι,
δεν τον αφήναν σε ησυχία.
Γι αυτό τις νύχτες και ιδιαίτερα τις ώρες τις μικρές,
έβγαζε όλα τα ρούχα του
κι έτσι όπως ήτανε γυμνός,
χόρευε στην μικρά πλατεία ατέλειωτα,
ώσπου να ξημερώσει.
Στην πλατεία
καίει ο πυρετός
Ένα αγόρι
πετάει σαν αητός.
Μας χαρίζει τραγούδια και καπνό
δεν μιλάει μα κοιτά τον ουρανό.
Στην πλατεία
γέρνουν οι μυρτιές
μα τ’ αγόρι
πηδάει μες τις φωτιές.
Το τραγούδι
σβήνει στον καιρό
μα τ’ αγόρι
κλέβει το χορό.
Το κεφάλι θα κόψω απ’ το λαιμό
να το βλέπω μες στ’ όνειρο χλωμό.
Χελιδόνι
Φύγε στο Νοτιά
Ξημερώνει
έσβησε η φωτιά.
Ο φόβος – 1974
Βυθίστηκε το μεθυσμένο κορίτσι στο νερό,
για πάντα χάθηκε. Τι απόμεινε στους παγωμένους δρόμους;
Μονάχα ο φόβος! Τώρα που το κορίτσι δεν κυκλοφορεί,
πήραν κουράγιο οι λογικοί
και κυβερνούν αυτούς που ονειρεύονται.
Τώρα που το κορίτσι χάθηκε απ’ τους δρόμους,
κυκλοφορεί πανίσχυρος στην πολιτεία ο φόβος.
Φόβος φόβος
Το βλέμμα αυτό – που με τυραννά
του κοριτσιού – που μόνο γυρνά
δίχως νόμο – μες το δρόμο.
Μ’ ένα πάθος εχθρικό
το πλήθος γύρω σου νεκρό
σε προσπερνάει
με πανικό.
Δεν υπάρχω ούτε μπορώ
τα χείλια σου να ξαναβρώ
να σε φιλήσω
και να σωθώ.
Φόβος φόβος
Χίλια πόδια χίλια χέρια
πληγωμένα καλοκαίρια
απ’ το φόβο
μες το φόβο.
Κι αν το αίμα ξεχειλίσει
σαν ποτάμι θα κυλήσει
μες το φόβο
απ’ το φόβο.
Οι βροχές δε σταματούν
χιλιάδες μάτια σε κοιτούν
σ’ αναγνωρίζουν
και σε ρωτούν.
Αν υπάρχεις κι αν μπορείς
να βρεις το δρόμος σου νωρίς
μη σε προφτάσει
και σε δικάσει
η οργή της Γης.
Στάσου φύγε
Γεια σου μόνος
Θα…χα…θώ…
Οράματα – 1974
Μια στέρνα, ένα πηγάδι,
απαιτεί προσήλωση και κοίταγμα προσεκτικό
μέσα στ’ ακίνητο νερό,
μην τύχει και φανερωθεί ταγμένο πρόσωπο ιερό
πίσω απ’ το είδωλό μας.
Κι αν απ’ τ’ αστέρια που πηδούν σχηματιστείς εσύ,
λατρευτικός, φανταστικός μες στην ακίνητη διαφάνεια του νερού,
τότε κι εγώ προσεκτικά θα βυθιστώ μες στο πηγάδι θα χαθώ,
παντοτινά μαζί σου θα ενωθώ
ως την καινούργια αρχή του κόσμου, στο σκοτάδι.
Φως και νερό
στο πηγάδι κοιτώ
τ’ άστρα μετρώ στο βυθό
το πρόσωπό σου προσπαθώ
να θυμηθώ.
Στο βυθό
θα βρεθούμε εσύ κι εγώ.
Φως και κρασί
το πηγάδι κι εσύ.
Μες στο νερό ταραχή
του κόσμου γίνεται η αρχή
απ’ την ψυχή.
Στο βυθό
θα σε βρω και θα χαθώ.
Το μεθυσμένο κορίτσι – 1974
Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι
το κορίτσι μου βουλιάζει
το σκεπάζει τ’ αναφιλητό.
Χύθηκαν τα ξεροβόρια
σπάν’ τα ζάρια τρία αγόρια
το κορίτσι κλαίει σαν το Χριστό.
Μεθάει κι ανοίγει μια τρελή πηγή
το στόμα γίνεται πληγή
έχει το μίσος φτιάξει φυλαχτό
παίζει στο θάνατο κρυφτό.
Έχει στα μαλλιά κορδέλες
στο κορμί της χίλιες βδέλλες
και στο πλάι το Χάροντα σκυφτό.
Απ’ τα μάτια της δυο στάλες
κι απ’ τα χέρια πέφτουν κι άλλες
ο καημός χτυπάει σαν κεραυνός.
Ποιος της έδωσε μαχαίρι
ποιος αγέρας θα τη φέρει
για ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός;
Με το μαχαίρι κόβει τη σιωπή
κι είναι σαν πέτρα σκυθρωπή
μπλέκει τα χέρια κάνει προσευχή
ποιος θα της δώσει μιαν ευχή;
Μες στο κρύο μες στ’ αγιάζι
το κορίτσι μου τρομάζει
πεθαμένο τρέχει στη βροχή.