Home >> Αφιέρωμα >> Ο αρμενιστής της ποίησης

Ο αρμενιστής της ποίησης

Στις 10/2/1975 “τελείωσε η βάρδια” του Νίκου Καββαδία,

του ποιητή των ναυτικών και του ταξιδευτή των ποιημάτων,

του γιου του Χαρίλαου Καββαδία εμπόρου από το Χαρπίμ της Ματζουρίας, στην Τσαρική Ρωσία του 1910,

του τετράχρονου αγοριού που ταξίδεψε 15 ολόκληρες μέρες με τον υπερσιβηρικό την αχανή Ρωσία για να επαναπατριστεί το 1914, υπό τον φόβο της επερχόμενης Επανάστασης,

του μικρού μαθητή του Παύλου Νιρβάνα και συμμαθητή του Γιάννη Τσαρούχη στον Πειραιά,

του “πρωτόμπαρκου” ναύτη στο φορτηγό “Αγίου Νικολάου” το 1928,

του μέλους του ΚΚΕ και του επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών το 1945,

του ασυρματιστή που πάντοτε έτρωγε με το κατώτερο πλήρωμα,

του οδηγού μας στα λιμάνια της Τοκοπίλλα, της Μπουρμα και του Τζιμπουτί,

του συνταξιδιώτη του William George Allum, του πλοιάρχου Φλέτσερ και του Nagel Harbor,

του υμνητή των αμαρτωλών ψυχών,

του ανθρώπου που σε έναν κόσμο που τα ξέρει όλα εκείνος ακόμα μάς μαθαίνει τον κόσμο,

του δικού μας καταραμένου ποιητή.

Ὁ λύχνος τοῦ Ἀλλαδίνου

Στὸ Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα

Τὴν ἀνεξήγητη γραφὴ νὰ λύσω πολεμῶ
ποὺ σοῦ χαράξαν πειρατὲς Κινέζοι στὶς λαγόνες.
Γυμνοὶ μὲ ξύλινους φαλλοὺς τριγύρω στὸ λαιμό,
μᾶς σπρώχναν πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τόξα οἱ Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στὸ σκυλὶ τὸ μαῦρο ποὺ ἀλυχτᾶ
καὶ στεῖλε τὴ «φιγούρα» μας στὸν πειρατὴ ρεγάλο.
Πές μου, ποῦ βρέθηκε ἡ στεριὰ στοῦ πέλαου τ᾿ ἀνοιχτὰ
καὶ τὸ δεντρὶ μὲ τὸ πουλὶ ποὺ κρώζει τὸ μεγάλο;

Γιὰ τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δὲ σοῦ πρέπει!
Καὶ σὲ ποὺ σὲ φυτέψαμε, παιδί, στὸ Κονακρί,
μὲ γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στὴν τσέπη.

Τοῦ ναύτη δῶσ᾿ του στὴ στεριὰ κρεβάτι, καὶ νὰ πιεῖ.
-Ὅλο τὸν κόσμο γύρισες, μὰ τίποτα δὲν εἶδες…-
Μὲς στὸ μετάξι κρύβονταν τῆς Ἴντιας οἱ σκορπιοὶ
κ᾿ ἔφερνε ὁ ἀγέρας τῆς νοτιᾶς στὴν πλώρη ἄμμο κι ἀκρίδες.

Σημάδι μαῦρο ἀπόμεινε κι ἂς ἔσπασε ὁ χαλκᾶς.
-Στὴν ἀγoρὰ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ δεμένη νὰ σὲ σύρω.-
Καὶ πήδηξ᾿ ὁ μικρὸς θεὸς μία νύχτα, τῶν Ἰνκᾶς,
στοῦ Αἰγαίου τὰ γαλανὰ νερά, δύο μίλια ὄξω ἀπ᾿ τὴ Σκύρο.

Μεσάνυχτα καὶ ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στὸ γιαλὸ τὰ φῶτα σὲ προδίνουν,
μὰ πρύμα πλώρα μόνο ἐσὺ πατᾶς στοχαστικά,
κρατώντας στὰ χεράκια σου τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδδίνου.

 

Ἔχω μία πίπα

Στὸν ποιητὴ Ἀπ. Μελαχρινό

Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.

Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη – λέει – αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.

Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.

Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.

Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα – ὅπως αὐτὴν ἐγὼ – καὶ νὰ καπνίζει.

Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;

 

Μαύρη λίστα

Στὸν Π. Τζόανο

Εἶναι κάτι μεσόκοποι καπεταναῖοι Ἐγγλέζοι,
ποὺ φάγανε τὰ νιάτα τους στὶς γέφυρες ἀπάνω,
σὲ βάρδιες ἐξαντλητικές, κοιτώντας τὰ φανάρια,
σὲ θεωρίες παράξενες γιὰ στίγματα, γιὰ μήκη,
ποὺ ὅλη στὸ νοῦ τους κλείσανε τὴ ναυτικὴ ἐπιστήμη.
Μὰ θὲς ἀπὸ τὴν κούραση ἢ ἀπ᾿ τὸ πολὺ ποὺ ἐπίναν
ἔπεσαν ἔξω, τὸ μεγάλο δίπλωμα τοὺς πῆραν,
στὴ «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ἕνα χαρτὶ τοὺς δώσαν,
ἕνα χαρτὶ ποὺ δίνουνε μονάχα στοὺς λοστρόμους.
Καὶ τότε αὐτοί, ἀπὸ κούραση κι ἀπὸ πικρία γιομάτοι,
στὶς πολιτεῖες τους μείνανε καὶ δὲν ἐξαναφύγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους Ἐγγλέζους καπετάνιους,
ἀλκολικούς, μὲ τὶς χρυσὲς ποὺ σχίστηκαν στολές τους,
ποὺ ὅλη τὴ μέρα μὲς στὰ μπὰρ γυρίζουνε καὶ πίνουν,
τσίκλα μασᾶν, αἰσχρολογοῦν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μὰ σὰν βραδιάσει κι ἀρχινᾶν νὰ φεύγουν τὰ καράβια,
κάνοντας μέσα στὰ νερὰ τοῦ λιμανιοῦ μπρὸς πίσω,
βγαίνουν αὐτοὶ καὶ κρίνουνε μὲ πεῖσμα τὶς μανοῦβρες.
Πολλὲς φορὲς μαλώνουνε, παίζουν γροθιὲς καὶ βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικὰ τοῦ Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιοῦνται καὶ πεθαίνουνε πάνω σὲ μπάλες κάμποτ
ἢ σὲ τσουβάλια ἀπ᾿ τὸ Penang μπαχαρικὰ γιομάτα.

 

Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *