“Ο μόνος δρόμος που μας απομένει τώρα είναι ο κίνδυνος. Είναι η μαυριδερή εκείνη διαχωριστική γραμμή που σχηματίζεται δεξιά, στο βάθος, η γεμάτη βράχια κοφτά, ξέρες, ύφαλα, ρουφήχτρες, απονέρια. Μένουμε σταματημένοι μεσοπέλαγα. Η μοναξιά της θάλασσας είναι μικρή και ατελεύτητη. Απλώνεται ώς τ’ ακρότατα όρια του ορίζοντα, τεντώνεται, τσιτώνεται, θα ‘λεγες, ώσπου κάποια στιγμή ο νους σου ν’ αγγίξει από το άλλο του άκρο το ιδανικό που κείται πέραν· στην ουσία όμως γειτονεύει όπως συμβαίνει μ’ όλα τ’ αντίθετα στην έσχατη έντασή τους. Αλήθεια, νιώθω τώρα να ‘μαι κοντά, σχεδόν ν’ ακουμπώ κείνα που διηγούνται οι παλιοί ναυτικοί. Για μια ζώνη απέραντης και άπεφθης καθαρότητας όπου το βάρος σου εκεί δεν μετράει κι όπου το φως δεν είναι του ηλίου που ξέρουμε μήτε κανενός άλλου τεχνητού ή ουράνιου σώματος. Είναι το φως που δεν χρειάζεται να περάσει από τα μάτια για να σου γίνει αισθητό. Εκεί, έχουν να λένε, συντελείται η επανάκτηση του σώματος μείον την εύτρωτη πλευρά του. Η ανασύνθεση της ύλης που σε αποτελεί, με βάση δεδομένα εντελώς άγνωστα για μας και συγκλονιστικά, προπάντων από την άποψη ότι δεν υπάγονται πλέον στις διαδικασίες του χρόνου. Στροφή λοιπόν όλο δεξιά και πρόσω καταπάνω στον κίνδυνο. Δεν γίνεται αλλιώς. Ή θα συνθηκολογήσεις και θα μείνεις από τους εδώθε ή θα περάσεις πέρα. Προσοχή. Κανένας να μην λιγοψυχήσει. Τα χέρια στο τιμόνι. Κιόλας ένα μήνυμα διήγηνου οξυγόνου φτάνει ως εμάς. Προσοχή. Θάρρος. Έφτασε ο καιρός να επαληθευτούμε. Τα χέρια στο τιμόνι. Πρόσω. Πρόσω ηρέμα προς το μη θολούμενον, το έτρεπτον, το γυμνόν, το φαίνον, το αυτώ καταληπτόν, το αναλλοίωτον.”
“Πρόσω ηρέμα”, Οδυσσέας Ελύτης