Προτού πέσει η αυλαία του πρώτου γύρου του ελληνικού πρωταθλήματος και μια ανάσα πριν την έκτη αγωνιστική στο Γιουρόπα Λιγκ, θα προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε τα πεπραγμένα του Ολυμπιακού, αυστηρά και μόνον τα αγωνιστικά.
Το γνωστό παζάρι έλαβε χώρα και φέτος το καλοκαίρι. Η διοίκηση προς το τέλος της περσινής περιόδου απαξίωσε συλλήβδην το έμψυχο υλικό, καταφέρθηκε εναντίον των παιχτών με απαξιωτικό τρόπο και στο τέλος τους άλλαξε, ως είθισται κατά το ετήσιο πρόγραμμα. Παράλληλα, ο Πέδρο Μαρτίνς υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας και πήρε τα προπονητικά ηνία έχοντας τον απαραίτητο χρόνο να σχεδιάσει την ομάδα που ταίριαζε στο πλάνο του.
Από τα θερινά φιλικά προετοιμασίας φάνηκε πως μπαίνουν κάποιες αρχές, ορισμένοι στιβαροί κανόνες στην κατεύθυνση και τον προσανατολισμό. Ανάπτυξη από τα πλάγια, τα μπακ ψηλά, ταχύτητα και μικροί συνδυασμοί από τις πλευρές, διαγώνια κοψίματα και κάθετες πάσες. Το οξύμωρο του εγχειρήματος είναι πως αποκτήθηκαν δύο ποδοσφαιριστές με παρόμοια χαρακτηριστικά στο νευραλγικό χώρο της μεσαίας γραμμής. Αναφερόμαστε στους Γκιγιέρμε και Νάτχο. Αθλητές οι οποίοι φαίνονται περισσότερο όταν παίζουν με τη μπάλα. Η υπέρ το δέον σκληράδα του Βραζιλιάνου, παρούσα από την παρουσία του στη Ντεπορτίβο τον βοήθησε όταν ήρθε σε ικανοποιητικό βαθμό φυσικής κατάστασης να πάρει αγώνες, συγκριτικά περισσότερους από εκείνους του Ισραηλινού. Ο τελευταίος, διαθέτει την ποιοτική πάσα, την ευφυία να παίρνει καλές θέσεις μέσα στην περιοχή και να σημαδεύει το τρέξιμο του συμπαίχτη του δίνοντας τη μπάλα μπροστά. Οι δυο τους πλαισιώνονται με τον άγουρο καρπό Μαντί Καμαρά. Το παράλογο είναι πως πολλές φορές, ιδίως σε αγώνες υψηλής έντασης, ο Καμαρά παίζει ως οχτάρι παρά το ότι τα κατασκευαστικά του προτερήματα δείχνουν το δρόμο για καριέρα στο υψηλό επίπεδο ως καθαρό εξάρι.
Ωστόσο, με τα έως εδώ δεδομένα, πολλές φορές παρατηρείται μια ασυμμετρία και μια ευκολία στον τρόπο που ανοίγει η ερυθρόλευκη άμυνα. Επειδή δεν έχει υπερφυσικές ικανότητες, ο Καμαρά είναι αδύνατο να καλύψει όλα τα μέτρα και με εξαίρεση την αναμέτρηση με τη Μπέτις στη Σεβίλη, ο Πορτογάλος προπονητής δεν επιλέγει τριάδα ( με Μπουχαλάκη) στη μεσαία γραμμή αλλά δίδυμα. Επίσης, μονάχα σε τέτοια συνθήκη φαίνεται πως μπορεί και τελικά υπολογίζει το Νάτχο, βάζοντας δηλαδή, δύο παίχτες πίσω του και αναγκαστικά το Φορτούνη στα άκρα όπως έκανε ο Πάουλο Μπέντο.
Με τον καιρό οι Μιράντα και Μεριά, παίχτες που παίζουν παθητικά και σε χαμηλή ένταση, πήγαν πιο πίσω στις επιλογές, ο Βούκοβιτς κέρδισε τη θέση το καλοκαίρι και ο μοναδικός σύγχρονος αμυντικός του ρόστερ-μπορεί να βγει πρώτος στη μπάλα, να παίξει άμυνα σε ψηλά μέτρα και με το διασκελισμό που διαθέτει να βγει στο πλάι-, Σισέ, ανήλθε με σταθερό βήμα στην ιεραρχία παρά το γεγονός ότι κατά τη μεταγραφική περίοδο πολλοί προδίκαζαν τη φυγή του. Ο Σα, επιπρόσθετα, καπάρωσε τη θέση του βασικού τερματοφύλακα έναντι του φοβικού Γιαννιώτη, ο Ομάρ παρουσιάζεται αναγεννημένος, ο Τοροσίδης-για κάποια διοικητικά παράσιτα εκείνος που διάλεγε παιγνίδια και ήταν αδιάφορος προτού φύγει για Ιταλία-υπερπολίτιμος και ο Κούτρης αφού ξεπέρασε τον τραυματισμό και εκμεταλλεύτηκε τις επιπολαιότητες του Τσιμίκα, έγινε βασικός.
Απορίας άξιον είναι πάντως πως ο Τουρέ δεν κατάφερε ποτέ να πάρει χρόνο συμμετοχής με συνέπεια στο ελληνικό πρωτάθλημα. Το σημειώνουμε αυτό διότι η διοργάνωση διεξάγεται σε υποτονικούς ρυθμούς, ο Ολυμπιακός στην πλειονότητα των αγώνων του έχει εύκολη κατοχή και άμεση ανάκτηση της μπάλας οπότε ο Ιβοριανός θα μπορούσε να προσφέρει με τις ποιοτικές εκτελέσεις που αποδεδειγμένα διαθέτει, κοντά στην περιοχή δίχως να χρειαστεί να διανύσει πολλά μέτρα. Για το εκτόπισμα του, δε γίνεται καν λόγος…
Ακόμη, στις θέσεις των εξτρέμ προτιμήθηκαν φέτος παίχτες με ικανότητα στο ένας εναντίον ενός, στη διείσδυση και την απαλλαγή σε λίγα τετραγωνικά. Ο Χριστοδουλόπουλος ξεκίνησε καλά την αγωνιστική περίοδο, μετά ξεθύμανε σαν άρωμα και τώρα είναι τραυματίας, ο Ποντένσε είναι το πραγματικό ακατέργαστο διαμάντι, καθότι μπορεί να συνεργάζεται να πασάρει, να πατάει περιοχή και να εκτελεί, κάπως απρόσεχτα ή αγχωμένα αν προτιμάτε. Σημεία των καιρών και σίγουρα κουσούρια του ενθουσιασμού και της παρόρμησης της ηλικίας. Ο Ναουέλ, τέλος είναι πασιφανές ότι χρειάζεται χώρο για να επιτεθεί, έχει καλή τακτική συμπεριφορά και καλύψεις, κοφτή ντρίμπλα αλλά όχι γκολ.
Το πρόβλημα του φετινού Ολυμπιακού με μια απλοϊκή προσέγγιση είναι η αναντιστοιχία μεταξύ ευκαιριών και τερμάτων. Όμως, είναι έτσι; Λύνεται το ζήτημα με έναν επιθετικό με πλούσιο βιογραφικό; Ίσως. Είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση. Πώς μετριούνται οι χαμένες ευκαιρίες; Μικρότερη αξία έχει μια φάση που προέρχεται από ένα σουτ εκτός περιοχής, έστω κι αν αυτό καταλήγει στο δοκάρι ή και στα δίχτυα, λόγω της σπανιότητας τέτοιας συνθήκης και σαφώς μεγαλύτερη αξία περιέχουν τα τελειώματα εντός αυτής. Άρα, το φαινόμενο, με κρατούμενο την υπερηχητική παρουσία του Φορτούνη εφέτος, τα πετάγματα του, τις εκτελέσεις και τις συνεργασίες με τους συμπαίχτες, είναι υπαρκτό και εστιάζεται στην αφέλεια με δόσεις ηρωισμού, την άκρατη επιθυμία και τις κακές τοποθετήσεις των επιθετικών, όπως επίσης και των κακών επιλογών στην τελική πάσα. Οι Χασάν, Γκερέρο, Μάνος είναι διαφορετικές περιπτώσεις, με χαμηλά νούμερα σε συνθήκες έντονης και συνεχούς επιθετικής δραστηριότητας. Ειδικά ο Ισπανός καλείται αυτούς τους μήνες να προσαρμοστεί σε ένα πλαίσιο ποδοσφαίρου μακριά από εκείνο που είχε μάθει στο πρωτάθλημα της χώρας του. Θυμηθείτε πως ο κύριος λόγος που δεν κέρδισε ο Ολυμπιακός στην Ξάνθη, ήταν ότι στο μονόλογο του πρώτου ημιχρόνου, δεν πήρε τις κατάλληλες κινήσεις από το στράικερ του, ώστε να μπορέσουν να τον αξιοποιήσουν οι συμπαίκτες του. Σε ετούτα προσθέστε και την έλλειψη συντεταγμένης κίνησης σε μικρό χώρο που να επιτρέπει στον εκάστοτε εκ των τριών να πάρει καλή θέση και να ελευθερωθεί, ώστε να επιτρέψει στους συμπαίκτες του να τον τροφοδοτήσουν. Κινήσεις και τοποθετήσεις λοιπόν. Αυτό και το σημείο που κρατάει τρίτο τον Ολυμπιακό στο πρωτάθλημα.
Όσον αφορά, κλείνοντας το Γιουρόπα Λιγκ, οι Πειραιώτες έπρεπε να προσαρμοστούν στους δύο υψηλού ρυθμού αγώνες σε παιγνίδια πίσω από τη μπάλα, με ελεγχόμενο από τον αντίπαλο ρυθμό. Οι αδυναμίες ξεπήδησαν τόσο στο Μιλάνο όσο και στη Σεβίλη όταν οι γραμμές άνοιξαν, οι αποστάσεις χάλασαν και δόθηκε η δυνατότητα στη Μίλαν και τη Μπέτις να ανεβάσει ταυτόχρονα πολλούς παίχτες από τις πίσω γραμμές με πρόσωπο στο τέρμα.