Ο Ότο Ρεχάγκελ, που έγινε ο βασιλιάς Όθωνας του ελληνικού ποδοσφαίρου, γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1938, στο Έσεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Έκανε καριέρα ως αμυντικός, παίζοντας στην τοπική Ροτ Βάις, προτού καν ιδρυθεί η Bundesliga, στη Χέρτα Βερολίνου (στη δυτική πλευρά της πόλης) και την Καϊζερσλάουτερν, όπου επέστρεψε αργότερα ως προπονητής.
Βρήκε την Ιθάκη του στη Βρέμη
Το 1974, όταν η Δυτική Γερμανία στεφόταν παγκόσμια πρωταθλήτρια, ξεκινούσε την προπονητική του καριέρα ως βοηθός στους Κίκερς Όφενμπαχ. Έγινε για μια περίοδο γυρολόγος των πάγκων, για να βρει την προ Ελλάδας Ιθάκη του στη Βρέμη, όπου έμεινε 15 συναπτά έτη, κέρδισε δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα κι έναν ευρωπαϊκό τίτλο (το Κύπελλο Κυπελλούχων) και καθιέρωσε τη Βέρντερ Βρέμης στις μεγάλες δυνάμεις της Γερμανίας.
Εξαργύρωσε τη φήμη που απέκτησε, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της Μπάγερν Μονάχου, όπου έμεινε μόλις ένα χρόνο και απολύθηκε λίγες βδομάδες πριν οι Βαυαροί κατακτήσουν το Κύπελλο UEFA με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ προσωρινό αντικαταστάτη του.
Πρωταθλητής με την Καϊζερσλάουτερν
Συνέχισε στην Καϊζερσλάουτερν, με την οποία κατάφερε κάτι μοναδικό για τα δεδομένα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, αφού την ανέβασε κατηγορία και κατέκτησε μαζί της την αμέσως επόμενη σεζόν την Bundesliga, αν και η ομάδα ήταν νεοφώτιστη.
Η πορεία στην Ελλάδα
Έμεινε εκεί ως το 2000 και με το νέο αιώνα γύρισε σελίδα στην καριέρα του, αναλαμβάνοντας τη θέση του Ομοσπονδιακού προπονητή στην Ελλάδα, για να δοκιμάσει μια νέα πρόκληση σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Το ξεκίνημα δεν ήταν, όμως, ιδιαίτερα ελπιδοφόρο.
Ακόμα και στην τελική ευθεία προς την κατάκτηση του EURO της Πορτογαλίας, υπήρχε έντονη κριτική γιατί παραγκωνίζονταν παίκτες όπως ο Ιεροκλής Στολτίδης και ο Άκης Ζήκος, που την ίδια χρονιά με τη Μονακό αγωνίστηκε στον τελικό Champions League.
Το παραμύθι του EURO και την αίσια, πέρα από κάθε φαντασία, κατάληξή του, πιθανότατα δεν την είχε φανταστεί ούτε ο ίδιος. Οι καλοί οιωνοί φάνηκαν ήδη από τα προκριματικά με την τρελή εκτός έδρας νίκη επί της Ισπανίας, την πρωτιά στον όμιλο και την απευθείας πρόκριση στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Εκεί όπου η Ελλάδα νίκησε δύο φορές τους διοργανωτές, έμεινε αήττητη από τους Ισπανούς και πέτυχε τρεις απίστευτες νίκες, η μία μεγαλύτερη από την άλλη, στα νοκ άουτ, με το ίδιο σκορ (1-0) και τον ίδιο τρόπο: με κεφαλιά από σέντρα ή κόρνερ.
Δεμένη και συμπαγής ομάδα
Ο Ρεχάγκελ παρουσίασε μια πολύ δεμένη και συμπαγή ομάδα, με δυνατό σημείο την άμυνα, χωρίς πολλές φαντεζί ενέργειες, παιχνίδι πρωτοβουλίας και παραγωγή θεάματος. Κατηγορήθηκε πως έπαιζε αντιποδόσφαιρο, ο Ρεχάγκελ όμως απαντούσε σωστά πως το φαγητό του μάγειρα προσαρμόζεται στα υλικά και τις δυνατότητες που έχει. Και η αλήθεια είναι πως δικαιούταν να λέει ό,τι θέλει, αφού οι μέρες της αμφισβήτησης είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και αυτός ήταν ο βασιλιάς Όθωνας, καβάλα στο άλογο.
Με την Ελλάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο
Ο Ρεχάγκελ παρέμεινε άλλη μια εξαετία στην ομάδα. Απέτυχε να οδηγήσει την εθνική Ελλάδος στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της πατρίδας του, που τον είχε καλέσει να αναλάβει τη Νάσιοναλ Μάνσαφτ αλλά αυτός προς τιμήν του σεβάστηκε το συμβόλαιό του, τα κατάφερε όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής κι έγινε ο γηραιότερος προπονητής στην ιστορία της διοργάνωσης, πριν του πάρει το ρεκόρ ο Ουρουγουανός Όσκαρ Ταμπάρες στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2018.
Μαζί του η Ελλάδα πέτυχε το πρώτο γκολ και την πρώτη της νίκη σε Παγκόσμιο Κύπελλο, επί της Νιγηρίας, ενώ ενδιάμεσα είχε προκριθεί και στα τελικά του ΕURO 2008, σε έναν όμιλο που θύμιζε πολύ αυτόν της Πορτογαλίας, αλλά είχε πολύ διαφορετική κατάληξη, με τρεις ήττες σε ισάριθμους αγώνες κι έναν άδοξο αποκλεισμό.
Μετά τον Ρεχάγκελ, ακολούθησε η πετυχημένη θητεία του Σάντος κι έτσι ολοκληρώθηκε μια χρυσή δεκαετία για την εθνική Ελλάδος, που σήμερα μοιάζουν «περασμένα μεγαλεία». Όσο για τον Ρεχάγκελ, αποδέχτηκε την πρόταση της Χέρτα Βερολίνου, όπου είχε αγωνιστεί ως παίκτης, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τον υποβιβασμό της.