Ιδρύθηκε πριν από 112 χρόνια, παρά δύο μέρες. Ο Χαβιέ Ζανέτι ολοκλήρωσε την καριέρα του με 858 εμφανίσεις-ρεκόρ για την ιστορία του συλλόγου. Μετά το θρίαμβο του 2010, το Ζοσέ Μουρίνιο, ο οποίος αποτέλεσε την ασπίδα της μοναξιάς για να μην μπορεί να τον ξεχάσει (η πόλη) μέσα στη δίνη του χρόνου, σηκώνοντας τις μετέπειτα αμαρτίες στο έλεος του χρόνου, διαδέχθηκαν στην τεχνική ηγεσία της Ίντερ οι Μπενίτεθ, Λεονάρντο, Γκασπερίνι, Ρανιέρι, Στραματσιόνι, Ματζάρι, Μαντσίνι, Ντε Μπουρ, Βέκι, Πιόλι, Σπαλέτι. Ακολούθησε και παρέμεινε ο Κόντε. Ξαφνικά γύρισε νοτιάς και άρχισαν να αναμοχλεύονται τα παλιά αισθήματα.
Νέο ξεκίνημα. Είναι η φύση του ποδοσφαίρου τέτοια. Είναι ένα άθλημα τόσο χαοτικό που η ανάγκη για να οριστεί, να μπει σε καλούπια είναι καταδικασμένη να μοιάζει με κυνήγι χίμαιρας. Παρόλα αυτά, η ανάγκη παραμένει.
Η Ίντερ του Κόντε χτίστηκε το καλοκαίρι με τη λογική να αξιοποιηθούν όσοι είναι ικανοί από τα προηγούμενα χρόνια, να αγοραστεί ένας επιθετικός που να μην εξαρτάται από τα χτυπήματα πέναλτι για να ανεβάζει το μέσο όρο του σε γκολ, όπως ο Ικάρντι, αλλά με τη δυνατότητα να παίζει στο χώρο και να αποτελεί τη βάση-στήριγμα για κόντρα επιθέσεις. Δηλαδή, μια κανονική reactive ομάδα.
Σωστή πίσω απ’την μπάλα, όχι με πίεση πολύ ψηλά, αλλά με ένταση στο χώρο του κέντρου και τις γραμμές κοντά. Με επιθετικό όπλο τις καλές αντεπιθέσεις και την έμφαση στις στημένες φάσεις, χωρίς διάθεση να πάρει πολλά ρίσκα για να γίνει πιο παραγωγική σε οργανωμένο παιγνίδι.
Συνήθως οι πρωτοπόρες ομάδες των πρωταθλημάτων παίρνουν το 20% των γκολ τους από στημένες φάσεις. Το ποσοστό πέφτει όταν αναλύουμε τις καλές proactive ομάδες, επιθετικά σύνολα που παίζουν ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας. Η Μπαρτσελόνα στην τελευταία της θετική εκδοχή, το 2015, έπαιρνε το 8% των γκολ από στημένες φάσεις και η Μπάγερν μόλις το 6%.
Η φετινή Ίντερ, έχει πετύχει 73 γκολ σε 38 αγώνες. Με δύο αγώνες λιγότερους, ελέω κορονοϊού, η ομάδα του Κόντε βρίσκεται στην τέταρτη θέση με 8 βαθμούς διαφορά από την πρώτη. Πώς συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι “με πολύ γρήγορες επιθέσεις”. Είτε παίζει στην αντεπίθεση είτε απέναντι σε οργανωμένη άμυνα, βρίσκει γκολ απ’τις επιθέσεις που φτάνουν σε εκτέλεση με λίγες πάσες. Κυρίως, με μακρινή, απ’την άμυνα κατευθυνόμενη από τους κεντρικούς αμυντικούς. Ο Λουκακού να μαζεύει την άμυνα γύρω του, να κατεβάζει τη μπάλα και να τη στρώνει στο χώρο για εκτέλεση στο Λαουτάρο Μαρτίνεθ. Ο ΄Έρικσεν, χειμερινή προσθήκη από την Τότεναμ, ακόμη εντάσσεται στον οργανισμό. Ωστόσο, μπορούμε να σημειώσουμε ότι θα ανεβάσει τα νούμερα σε δημιουργία και κάθετες πάσες. Κυρίως, θα γίνει ο μέσος που θα κουβαλήσει τη μπάλα, θα ενώσει τις γραμμές και θα προσφέρει έναν παραπάνω στο τρίγωνο της αιχμής.
Αναφορικά με τη θέση της Ίντερ στις βασικότερες κατηγορίες του ιταλικού ποδοσφαίρου, παρατηρούμε ότι απέχει από την πεντάδα στους τομείς της κατοχής της μπάλας, του πειθαρχικού ελέγχου, βρίσκεται στην 4η θέση στις κερδισμένες εναέριες μονομαχίες με 53.4%. Επίσης, κάνει 16.4 σουτ ανά αγώνα (5η) είναι 4η στις εύστοχες πάσες με 84.9% και στην ίδια θέση στην γενική κατάταξη βάσει αγωνιστικής κατάστασης των παιχτών με 6.89. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρώτη θέση βρίσκεται η Αταλάντα και στη δεύτερη η Λάτσιο.
Δευτερεύουσα πηγή δημιουργίας και διενέργειας επιθέσεων είναι οι πλαγιοκοπήσεις. Αρέσκεται επιπλέον, στο αμυντικό πλέον τρίτο, να αναχαιτίζει τις δεύτερες ευκαιρίες για σκοράρισμα και να παγώνει το ρυθμό όταν αγωνίζεται με ομάδες κατώτερες ποιοτικά.
Ας περάσουμε και στις παραφωνίες. Ο Ιταλός προπονητής θεώρησε, και για αυτό τα έβαλε και με τους παίχτες του, ότι στην αναμέτρηση με τη Ντόρτμουντ στη Βεστφαλία, δεν ακολουθήθηκε το πλάνο του και αυτό το γεγονός έφερε και τον αποκλεισμό από τη συνέχεια του Τσάμπιονς Λιγκ. Συγκεκριμένα, επιτέθηκε λεκτικά στους Βετσίνο και Βαρέλα για την πνευματική τους συγκέντρωση και εμμέσως για την ποιοτική τους καταλληλότητα για το επίπεδο της διοργάνωσης. Παραδόξως, στο πρώτο μισό της φετινής περιόδου, οι συγκεκριμένοι δύο ήταν οι βάσεις του στη μεσαία γραμμή. Επιπρόσθετα, κρίνοντας με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, προτίμησε στις δύο μεταγραφικές περιόδους που είχε στη διάθεσή του να προσθέσει στην ομάδα έναν παρηκμασμένο ποδοσφαιριστή, τον Αλέξις Σάντσες, σε δεύτερο ρόλο όμως, και τους Μούουζες και Άσλεϊ Γιανγκ για τα άκρα, σε διάταξη 3-5-2. Συνυπολογίστε και το Γοδίν στο κέντρο της άμυνας για να αντιληφθείτε την άμεσα ωφελιμιστική προσέγγιση του εγχειρήματος.
Kάτι τελευταίο. Ο πρόεδρος της Ίντερ είναι Κινέζος. Ονομάζεται Zhang Kangyang ή Steven Zhang. Φυσικά, δεν διανοήθηκε να τον κατηγορήσει κανείς για φορέα της νεοεμφανιζόμενης λοίμωξης του αναπνευστικού. Πιθανότατα, ο υφέρπων ρατσισμός και η καχυποψία στρέφεται μονάχα εναντίον των απλών, υπηκόων, με συγκριτικά λιγότερα εκατομμύρια στον προσωπικό λογαριασμό. Η τελευταία μανιώδης μόδα, μας δίνει την αφορμή να ασχοληθούμε επιγραμματικά με τη μετατροπή άσκησης πολιτικής στο εσωτερικό μιας χώρας, ανεξάρτητα από το μανδύα της. Παρατηρούμε, λοιπόν, τον αναγωγισμό του κοινωνικού στο βιολογικό. Πράξη η οποία αποτελεί σκοταδισμό, αντιεπιστημονικό.
Ο κεφαλαιοκρατικός σχεδιασμός βρίθει από αντιφατικότητες, δημιουργικών και καταστροφικών δυνατοτήτων. Υπονομεύει τη συγκρότηση του ανθρώπου ως υποκειμένου. Έτσι, δρομολογείται η υποβάθμιση ακόμη και των βιολογικών χαρακτηριστικών. Συνακόλουθα, επιχειρείται η διάχυση σε πληθώρα επιθυμιών και ταυτοτήτων. Έτσι παραλείπεται η ορθολογική προοπτική. Η νομοτελής αναγκαιότητα σχεδιασμού της παρέμβασης του υποκειμένου, χωρίς την παρέμβασή του. Προωθείται η σχεδιοποίηση της παραγωγής προσαρτώντας και την επάρκεια των τεχνολογικών επιτευγμάτων σε διεθνικό, πολυεθνικό πλέγμα με κυριαρχία μονοπωλιακών ομίλων.
Tο συγκεκριμένο μοντέλο μείωσε τη βρεφική θνησιμότητα από τους 200 θανάτους (ανά 1.000 γεννήσεις) στους 34 και διπλασίασε το προσδόκιμο ζωής από τα 34 στα 68 χρόνια. Οι πρώτοι δύο πυλώνες του συστήματος όμως, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άμεση κατάρρευση τη σύγχρονη φαρμακοβιομηχανία και τα ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας της Δύσης, εγκαταλείφθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80.
Οι κρατικές δαπάνες για την υγεία έπεσαν από το 35% στο 15%, ενώ αυξήθηκαν οι επιδοτήσεις σε ιδιωτικά συστήματα ασφάλισης, τα οποία όμως δεν κάλυπταν την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Τα υπόλοιπα είναι ζώσα ιστορική πραγματικότητα.