Η ταινία του Αγγλου σκηνοθέτη Κεν Λούουντς, «I, Daniel Blake», έφερε στην επιφάνεια τις συνέπειες της μακρόχρονης πολιτικής λιτότητας στην κοινωνία της Βρετανίας. Οι περικοπές επιδομάτων και βοηθημάτων, η λογική των ποινών σε όσους εξαρτώνται από αυτά και ο περιορισμός των εξόδων σε κρίσιμους τομείς όπως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, αποτελούν την σκληρή πραγματικότητα σε μια χώρα που μοιάζει να γυρίζει μερικές δεκαετίες πίσω, στην εποχή του σκληρού θατσερισμού.
Σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει ο ευρωβουλευτής Μάρτιν Σίρντεβαν, από το 2011 έως το 2018 η Κομισιόν ζήτησε 63 φορές από κράτη-μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την Υγεία ή και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στον συγκεκριμένο κλάδο.
Επίσης, ένας άλλος μηχανισμός αποσάθρωσης της δημόσιας υγείας που προωθούσε η Ε.Ε. κρυβόταν στις ειδικές ρήτρες που τοποθετούσε σε διεθνείς συμφωνίες όπως η Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Χάρη σε αυτές, οι ιδιωτικοί πάροχοι υπηρεσιών υγείας μπορούσαν να διεκδικήσουν κολοσσιαίες αποζημιώσεις από τα κράτη που επιχειρούσαν να επανεθνικοποιήσουν τμήματα του συστήματος υγείας.
Επιπρόσθετα, η Κομισιόν φρόντιζε συνήθως να δίνει τη χαριστική βολή στα δημόσια συστήματα υγείας προωθώντας με κάθε ευκαιρία τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), οι οποίες γιγάντωναν το κόστος μεταφέροντας κρατικά κεφάλαια σε ιδιώτες όπως για παράδειγμα στο Δυτικό Γιορκσάιρ της Μ. Βρετανίας, η κατασκευή νοσοκομείου αρχικού προϋπολογισμού 38 εκατ. ευρώ έφτασε να στοιχίσει 350 εκατομμύρια. (The creeping privatisation of healthcare).
Σε περιοχές όπως η βορειοδυτική Αγγλία και σε πόλεις όπως το Λίβερπουλ και το Μάντσεστερ, οι οποίες εδώ και δεκαετίες έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση, τα προβλήματα είναι ακόμα πιο έντονα και η γραφειοκρατία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να μειώσει τα έξοδα του κοινωνικού κράτους, αδιαφορώντας για την περιθωριοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων.
Κάπως έτσι, προέκυψαν οι τράπεζες τροφίμων, οι εθελοντές πρωτοβουλιών για την στήριξη ανέργων ή επισφαλώς εργαζομένων παρά την προσπάθεια των συνδικάτων, αλλά κι ανεξάρτητων ομάδων δράσης κατά της λιτότητας, να οργανώσουν την αντίστασή τους στην προοπτική της πλήρους φτωχοποίησης ενός μεγάλου κομματιού της αγγλικής κοινωνίας.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο χαρακτήρας του Ντάνιελ Μπλέικ, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, δεν απέχει καθόλου από αυτό που βιώνουν σήμερα πολλοί Βρετανοί, οι οποίοι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Όταν στις 9 Ιουνίου 2019 δημοσιεύτηκε τετρασέλιδο άρθρο ανάλυση του Economist για το τι πραγματικά σηματοδοτούν αυτές οι εκλογές: «Το τέλος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης». Το μοντέλο που σκληρά επέβαλε η Θάτσερ και πιστά «εκσυγχρόνισαν» οι Μπλερ και Μπράουν για να το παραδώσουν «ανανεωμένο» στον Κάμερον έχει αρχίσει να αποσυντίθεται.
Παράλληλα με τις ενδείξεις της έρευνας ήρθε στην επιφάνεια η κοινωνική αποσάθρωση, οι ιδιωτικές εταιρίες παροχής ιατρικών υπηρεσιών και ο δόλιος ρόλος τους που ωθεί τους ανθρώπους στον αυτοεξευτελισμό και την εκούσια παραίτηση από κάθε διεκδίκηση, οι συνεχείς περικοπές, οι τράπεζες τροφίμων σε κάθε συνοικία, και τα «zero hours contracts». Τα τελευταία διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και δημιουργούν ωρολογιακές βόμβες στα θεμέλια της άλλοτε «αυτοκρατορίας».
Περίπου ένα χρόνο μετά ο ποδοσφαιριστής της Γιουνάιτεντ συνέταξε μια επιστολή προς τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, στην κατεύθυνση του να μην κοπούν τα κουπόνια σίτισης για τα σχολικά γεύματα την περίοδο του καλοκαιριού, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε χιλιάδες παιδιά στην Αγγλία στην πείνα και στην εξαθλίωση.
“Σε μια βδομάδα που θα άνοιγε το Euro 2020, θέλω να κάνω μια ανασκόπηση πίσω στις 27 Μάη 2016, όταν καθόμουν στο μέσον του Stadium of Light στο Σάντερλαντ, έχοντας μόλις σπάσει το ρεκόρ του νεαρότερου παίχτη που σκόραρε στο πρώτο του διεθνές παιχνίδι στην κατηγορία των αντρών. Έβλεπα τα πλήθη να κουνούν τις σημαίες τους και να χτυπούν με τις γροθιές τους τα τρία λιοντάρια (σ.σ έμβλημα της Εθνικής Αγγλίας) και ήμουν πλημμυρισμένος από υπερηφάνεια όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους όσοι με είχαν βοηθήσει να φτάσω σε αυτή τη στιγμή και να πραγματοποιήσω το όνειρό μου να παίξω για την αγγλική εθνική ομάδα.
Καταλάβετέ το: Δίχως την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία της κοινότητας που είχα γύρω μου, δε θα υπήρχε ο Μάρκους Ράσφορντ που βλέπετε σήμερα: ένας 22χρονος μαύρος άντρας αρκετά τυχερός ώστε να κάνει καριέρα παίζοντας το παιχνίδι που αγαπά.
Η ιστορία για να φτάσω ως εδώ είναι υπερβολικά οικεία για οικογένειες στην Αγγλία: Η μαμά μου δούλευε σε πλήρη απασχόληση, βγάζοντας τον κατώτατο μισθό για να είναι σίγουρη ότι πάντα είχαμε ένα καλό βραδινό στο τραπέζι. Αλλά αυτό δεν αρκούσε. Το σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για να πετυχαίνουν οικογένειες σαν τη δική μου, ανεξάρτητα του πόσο σκληρά δούλευε η μαμά μου.
Ως οικογένεια, βασιζόμασταν σε λέσχες πρωινού, δωρεάν σχολικά γεύματα και τις καλές πράξεις γειτόνων και προπονητών. Τα κοινωνικά παντοπωλεία και τα συσσίτια δε μας ήταν ξένα: Θυμάμαι πολύ καλά τις επισκέψεις μας στο Northern Moor (συνοικία του Μάντσεστερ) για να συλλέξουμε τα χριστουγεννιάτικα γεύματά μας κάθε χρόνο. Μόνο τώρα καταλαβαίνω πραγματικά την τεράστια θυσία που έκανε η μητέρα μου στέλνοντάς μας στα 11 να ζήσω σε ίδρυμα, μια απόφαση που καμία μητέρα δε θα έπαιρνε ελαφρά τη καρδία.
Αυτό το καλοκαίρι θα έπρεπε να είναι γεμάτο υπερηφάνεια, με γονείς και παιδιά να ανεμίζουν τις σημαίες τους, αλλά στην πραγματικότητα, το στάδιο του Γουέμπλεϊ θα θα μπορούσε να γεμίσει πάνω από δυο φορές με παιδιά που αναγκάστηκαν να παραλείψουν γεύματα στη διάρκεια του λοκντάουν επειδή οι οικογένειές τους δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε φαγητό (200000 παιδιά σύμφωνα με το ίδρυμα Food Foundation).
Καθώς τα στομάχια τους γουργουρίζουν , απορώ πώς αυτά τα 200.000 παιδιά θα μπορέσουν ποτέ να είναι αρκετά περήφανα για τη χώρα τους ώστε να φορέσουν μια μέρα το μπλουζάκι της εθνικής Αγγλίας και να τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο από τις κερκίδες. Δέκα χρόνια πριν, θα ήμουν ένα από αυτά τα παιδιά και ποτέ δε θα ακούγατε τη φωνή μου και την αποφασιστικότητά μου να γίνω μέρος της λύσης.
Όπως πολλοί ξέρετε, καθώς ήρθε το λοκντάουν και τα σχολεία έκλεισαν προσωρινά, συνεργάστηκα με τη φιλανθρωπική επισιτιστική οργάνωση FareShare για να βοηθήσω να καλυφθεί ένα μέρος του ελλείμματος σε σχολικά γεύματα. Ενώ η εκστρατεία συνεχίζεται μοιράζοντας 3 εκ. γεύματα στους πιο ευάλωτους στο Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζω πως απλά δεν είναι αρκετό.
Δεν έχει να κάνει με την πολιτική, έχει να κάνει με την ανθρωπότητα. Το να κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να νιώθουμε ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προστατεύσουμε αυτούς που δεν μπορούν, για οποιονδήποτε λόγο ή συνθήκη, να προστατέψουν τον εαυτό τους. Πέρα από πολιτικές προτιμήσεις, δεν μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι κανένα παιδί δεν πρέπει να πηγαίνει για ύπνο νηστικό;
Η διατροφική φτώχεια στην Αγγλία είναι μια πανδημία που θα μπορούσε να επεκταθεί επί γενιές αν δεν πάρουμε τώρα τη σωστή πορεία. Ενώ 1,3 εκ. παιδιά στην Αγγλία έχουν εγγραφεί για δωρεάν σχολικά γεύματα, ένα τέταρτο από αυτά τα παιδιά δεν έλαβαν καμία υποστήριξη από τότε που διατάχθηκε το κλείσιμο των σχολείων.
Βασιζόμαστε στους γονείς, πολλοί από τους οποίους είδαν τις δουλειές τους να εξατμίζονται λόγω κορονωϊού, να παριστάνουν τους δασκάλους στη διάρκεια του λοκντάουν, ελπίζοντας πως τα παιδιά τους θα έχουν αρκετή συγκέντρωση για να μάθουν, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό των διατροφικών τους αναγκών καλύπτεται στη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Αυτό είναι μια συστημική αποτυχία και χωρίς παιδεία ενθαρρύνουμε αυτό τον κύκλο κακουχίας να συνεχίζεται. Για να βάλουμε αυτή την πανδημία σε ένα πλαίσιο, από το 2018-2019, εννιά στα 30 παιδιά σε κάθε τάξη ζούσαν σε φτώχεια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο ως το 2022. Στην Αγγλία σήμερα, 45% των παιδιών σε μαύρες και μειονοτικές κοινότητες ζει τώρα στη φτώχεια. Αυτή είναι η Αγγλία του 2020.
Σας ζητώ να ακούσετε τις ιστορίες των γονιών, καθώς έχω λάβει χιλιάδες τέτοιες από ανθρώπους που τα βγάζουν πέρα δύσκολα. Άκουσα πατεράδες να μου λένε πως παλεύουν με την κατάθλιψη, δεν μπορούν να κοιμηθούν, ανησυχούν μέχρι αρρώστιας πώς θα καταφέρουν να στηρίξουν τις οικογένειές τους έχοντας χάσει ξαφνικά τις δουλειές τους, διευθυντές που καλύπτουν από την τσέπη τους το κόστος των γευμάτων για τις ευάλωτες οικογένειες όταν η πιστωτική κάρτα του σχολείου τους έχει φτάσει στο όριο, μητέρες που δεν μπορούν να καλύψουν το αυξημένο κόστος ρεύματος και φαγητού στο λοκντάουν και γονείς που θυσιάζουν τα δικά τους γεύματα για να φάνε τα παιδιά τους. Το 2020 δε θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοια διλήμματα.
Διάβασα τουίτ τις τελευταίες μέρες όπου κάποιοι κατηγορούν τους γονείς ότι κάνουν παιδιά που “δεν μπορούν να συντηρήσουν”. Αυτοί θα μπορούσαν να έχουν δακτυλοδεικτούμενη και τη μητέρα μου, κι όμως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με αγάπη και φροντίδα.
Ο άντρας που βλέπετε μπροστά σας σήμερα είναι προϊόν της φροντίδας και της αγάπης της. Έχω φίλους από τη μεσαία τάξη που ποτέ δεν ένιωσαν ένα μικρό ποσοστό της αγάπης που έλαβα από τη μητέρα μου: Μια μητέρα μόνη της που θυσίασε όσα είχε για την ευτυχία μας. Γι’ αυτούς τους γονείς μιλάμε. Γονείς που δουλεύουν κάθε ώρα της μέρας για τον κατώτατο μισθό, οι περισσότεροι στον επισιτισμό και τα ξενοδοχεία, έναν κλάδο που βρίσκεται σε λοκντάουν εδώ και μήνες.
Στη διάρκεια αυτής της πανδημίας, οι άνθρωποι επιβιώνουν στην κόψη του ξυραφιού: Ένας χαμένος λογαριασμός έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, το άγχος και το στρες του να ξέρεις πως η φτώχεια είναι ο βασικός λόγος που παιδιά καταλήγουν στην κοινωνική πρόνοια, ένα σύστημα σχεδιασμένο να αφήνει στην τύχη τους τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Ξέρετε πόσο κουράγια θέλει ένας ενήλικας να πει “Δεν τα βγάζω πέρα” ή “Δεν μπορώ να στηρίξω την οικογένειά μου;” Άντρες, γυναίκες, όσοι δίνουν φροντίδα σε άλλους, μας φωνάζουν βοήθεια και δεν τους ακούμε.
Έλαβα και ένα τουίτ από βουλευτή που μου έλεγε: “Να γιατί υπάρχει σύστημα επιδομάτων”. Μείνετε ήσυχος, γνωρίζω καλά το σύστημα πρόνοιας και ότι η πλειονότητα των οικογενειών που κάνουν αίτηση έχουν καθυστέρηση πέντε εβδομάδων. Τα επιδόματα απλώς δεν είναι μια άμεση λύση. Ξέρω επίσης μιλώντας με κόσμο ότι υπάρχει όριο στα δυο παιδιά ανά οικογένεια, που σημαίνει πως κάποιος σαν τη μαμά μου θα μπορούσε να καλύψει το κόστος μόνο δύο από τα πέντε παιδιά της. Τον Απρίλη του 2020, 2,1 άτομα ζήτησαν επίδομα ανεργίας. Αυτό είναι μια αύξηση 850000 μόνο από το Μάρτη του 2020. Καθώς φτάνουμε στο τέλος των αναστολών συμβάσεων και μια περίοδο μαζικής ανεργίας, το πρόβλημα της παιδικής φτώχειας απλά θα χειροτερεύει.
Γονείς σαν τους δικούς μου θα βασίζονταν σε λέσχες παιδιών στη διάρκεια του καλοκαιριού, που παρείχαν έναν ασφαλή χώρο και τουλάχιστον ένα γεύμα, καθώς εργάζονταν. Σήμερα, οι γονείς δεν έχουν τέτοιες επιλογές. Αν ήταν άνεργοι, γονείς σαν τους δικούς μου θα ήταν στον ΟΑΕΔ τη Δευτέρα το πρωί να βρουν οποιαδήποτε δουλειά για να στηρίξουν την οικογένειά τους. Σήμερα δεν υπάρχουν δουλειές.
Ως μαύρος άντρας από μια φτωχή οικογένεια του Wythenshawe στο Μάντσεστερ, θα μπορούσα να έχω απλά υπάρξει μια στατιστική. Αντιθέτως, χάρη στην αυτοθυσία της μητέρας μου, της οικογένειάς μου, των γειτόνων μου και των προπονητών μου, τα μόνα στατιστικά με τα οποία συνδέομαι είναι τα γκολ, οι εμφανίσεις στο πρωτάθλημα και τους διεθνείς αγώνες. Θα ήταν άδικο στην οικογένεια και την κοινότητά μου αν δεν ήμουν εδώ σήμερα με τη φωνή μου και το βήμα μου να σας ζητήσω βοήθεια.
Η κυβέρνηση έχει μια προσέγγιση “πάση θυσία” για την οικονομία. Σας ζητάω σήμερα να επεκτείνετε τον ίδιο τρόπο σκέψης για την προστασία όλων των ευάλωτων παιδιών στην Αγγλία. Σας ζητώ να ακούσετε τις ικεσίες τους και να βρείτε την ανθρωπιά σας. Παρακαλώ αναθεωρήστε την απόφασή σας να καταργήσετε τα κουπόνια σίτισης την περίοδο των θερινών διακοπών και να εξασφαλίσετε την επέκτασή τους.
Αυτή είναι η Αγγλία του 2020 και αυτό είναι ένα θέμα που χρειάζεται άμεση αρωγή. Σας παρακαλώ, καθώς τα μάτια τους έθνους πέφτουν πάνω σας, κάντε μια στροφή 180 μοιρών και κάντε ύψιστη προτεραιότητά σας την προστασία της ζωής των πιο αδύνατων”.
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία έλεγε:
«Ο Πρωθυπουργός κατανοεί τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, γι ‘αυτό την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση ανακοίνωσε επιπλέον 63 εκατομμύρια λίρες για τις τοπικές αρχές για να ωφελήσουν τις οικογένειες που αγωνίζονται να προσφέρουν φαγητό και άλλα βασικά είδη. Ο Πρωθυπουργός θα απαντήσει στην επιστολή του Ράσφορντ το συντομότερο δυνατό – χρησιμοποίησε το προφίλ του με θετικό τρόπο για να επισημάνει ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα».
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση υπαναχώρησε από την οργή κι έτσι θα συνεχίσει την παροχή δωρεάν γευμάτων στα παιδιά των σχολείων και τις οικογένειές τους καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.