Προσηνής και παράλληλα ανερυθρίαστα απόμακρος. Θεωρεί πως περιβάλλεται συνεχώς από εχθρούς και αμφισβητίες της αυθεντίας του. Φτιάχνει ομάδες που οι παίχτες ορκίζονται στο όνομά του. Γι’αυτό και μετά το πέρασμά του, κατακρημνίζεται, ραγδαία, η απόδοσή τους. Συνήθως με την πάροδο δύο ετών. Τόσο χρόνο χρειάζεται για να κατακτήσει κι ένα πρωτάθλημα από τους συλλόγους όπου πέρασε, κατά μέσο όρο. Στην Τσέλσι, το 2015, διήνυσε την κρίση της δεκαετίας που αντιμετωπίζει κάθε προπονητής κι επανήλθε στο προσκήνιο. Πρεσβεύει το δόγμα ότι η ομάδα, η οποία αμύνεται έχει μεγαλύτερη ασφάλεια από εκείνη με τη μπάλα στα πόδια. Ασφαλώς, συζητούμε για το Ζοσέ Μουρίνιο.
Η καριέρα του πορτογάλου προπονητή, ενώπιον του φακού, μπορεί να συνοψιστεί σε μία τρυφερή αγκαλιά προς ένα παιδάκι που συνοδεύει τους παίχτες στον αγωνιστικό χώρο και λίγες στιγμές αργότερα στην ανταλλαγή ύβρεων μεταξύ εκείνου κι ενός έτερου τεχνικού. Επίσης, κατά τη διάρκεια, πάντοτε, μίας αγωνιστικής περιόδου, δημιουργεί εντέχνως μία ατμόσφαιρα, στο σενάριο της οποίας όλοι βάλλουν κατά της δουλειάς του. Το θέαμα, συνήθως, θυσιάζεται στο βωμό του αποτελέσματος. Άλλωστε ο ίδιος δικαιολογείται κάπως έτσι: “δεν κάνουμε πολλά, για να μην κάνουμε λάθος και περιμένουμε το λάθος του αντιπάλου”.
Το πέρασμά του από ομάδες μακριά από τίτλους και διακρίσεις σε υψηλό επίπεδο, αναβάθμισε την καριέρα του. Συγκεκριμένα, το 2003 το UEFA με την Πόρτο τον έβαλε στο χάρτη, τον έβγαλε εκτός των ορίων της Πορτογαλίας. Το 2004 το Τσάμπιονς Λιγκ με τους Δράκους του έδωσε τη θέση στους προβολείς, το δικαίωμα να γίνει ο εκλεκτός των χρημάτων, το δικαίωμα στην ατάκα: “I’m the special one”.
Το 2010 ο δεύτερος τελικός Tσάμπιονς Λιγκ με την Ίντερ τον εδραίωσε στο υψηλό επίπεδο. Από τότε πέρασαν οχτώ χρόνια. Πέρυσι στη Στοκχόλμη επανήλθε σε τελικό, που τον κατέκτησε μάλιστα, με αντίπαλο τον Άγιαξ. Ο δημεγέρτης Ζοσέ, άλλοτε ευεπίφορος σε κολακείες κι άλλοτε άτεγκτος προς όλους, δε σταμάτησε να κατακτά τίτλους. Πήρε ό,τι μπορούσε στα τρία χρόνια στην Ισπανία (πρωτάθλημα, Κύπελλο, Σούπερ Καπ), πήρε πρωτάθλημα και Λιγκ Καπ με την Τσέλσι στην επιστροφή του στην Αγγλία και προσέθεσε την περασμένη σεζόν άλλο ένα Λιγκ Καπ κι ένα Τσάριτι Σιλντ, στην πρώτη του, στη Γιουνάιτεντ.
Παραταύτα, επειδή συνηθίζει να χρησιμοποιεί λίγους παίχτες, εκείνους που εμπιστεύεται κι αυτούς που υπηρετούν με ευλάβεια το πλάνο του, τους καίει. Κυριολεκτικώς κι ουχί μεταφορικώς. Μια ματιά στην τελευταία του χρονιά στην Τσέλσι(Ιβάνοβιτς, Κέιχιλ, Αζάρ, Τέρι), προτού απολυθεί κι όντας πρωταθλητής, πείθει και τον πλέον δύσπιστο.
Αποχρώσες ενδείξεις της φθοράς που έχει κάθε προπονητής με το πέρας μίας δεκαετίας είναι το εξής στατιστικό εύρημα. Για πρώτη φορά από το 2002 η ομάδα που προπονεί ο Μουρίνιο έμεινε εκτός της πρώτης τριάδας του πρωταθλήματος (η Γιουνάιτεντ το 2016-17). Παρά τις αγορές του καλοκαιριού, η Γιουνάιτεντ δεν έφτασε ποτέ κοντά στο να διεκδικήσει τον τίτλο, πραγματικός άθλος, αλλά ούτε κατάφερε να μπει στην τετράδα, που ήταν και το ελάχιστο των προσδοκιών. Η ομάδα του Μουρίνιο ήταν στις πρώτες τέσσερις θέσεις μόνο 33 μέρες απ’ τον Αύγουστο μέχρι και το Μάιο. Κάτω απ’ τον πήχη για το μεγαλύτερο διάστημα της χρονιάς, παρά το περίφημο αήττητο σερί των 25 αγώνων.
Δεδομένου ότι είναι δύσκολο να απεκδυθεί ο λύκος τη δορά του προβάτου, ο Μουρίνιο συνεχίζει να πορεύεται με τις αρχές του, να εισάγει καινά δαιμόνια για να αισθάνεται πάντοτε κατατρεγμένος, ωστόσο, παραμένει μία φυσιογνωμία άξια λόγου και προσοχής στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.