Υπάρχει ορθή αίσθηση του ποιητικού. Η δημοτική γλώσσα και η εκμάθηση, μαζί με την παράδοση της. Τις είχε ως αρετές, σχεδόν ατόφιες. Όταν δεν μετράς με κουκιά, οι αναλογίες του κόσμου φαίνονται διαφορετικές. Δεν προσπάθησε ποτέ του να διορθωθεί. Να ευθυγραμμιστεί με την κοινή αντίληψη, απαλείφοντας έξεις. Αστοί και επαναστάτες, για τον Άκη Πάνου, ήταν οι δύο όψεις του καθωσπρεπισμού που στο διάβα τους, έκαψαν τα πάντα. Όμως, ακόμα κι αν φεύγει ο σπόρος μένει η σπορά. Κάθε στοχαστικό τραγούδι του, βαθιά ερωτικά και για αυτό, ίσως και βαθιά πολιτικά, ήταν ιδιότυπη, απολύτως δικής του συναίσθησης της θέσης του δημιουργιού μέσα στον κόσμο, με την καθοδήγηση της ανάγκης διαρκούς συνομιλίας με την εποχή, μετωπικά απέναντι στην ιστορία αλλά και με αμετανόητη προσήλωση στην ουσία της ζωής. Πιθανότατα να ήταν η αντίθεση στο σχήμα “καταναλώνω”- “αλώνομαι”.
Μπορεί να είναι αυθαίρετος συλλογισμός αλλά αν το ρεμπέτικο εμφανίστηκε το 1834 και τις φυλακές του Μεντρεσέ στην Πλάκα, δηλαδή τέλη 19ου, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, παρατηρούμε, αρχικά, ότι γεννήθηκε από το περιθώριο του κοινωνικού ιστού. Με άλλα λόγια, φυλακές, τεκέδες και πορνεία. Μέσα σε όλη την πορεία, υπάρχει έντονο το γυναικείο στοιχείο. Οι γυναίκες, στις διάφορες αναγνώσεις της εποχής, δεν έχουν αναγνωριστεί. Εκείνες, στήριξαν το προπολεμικό, το αρχέγονο ρεμπέτικο, προπομπό του λαϊκού τραγουδιού πριν από τη ζύμωση με το σμυρναίικο ιδίωμα. Το αεράκι της συνέχειας τις έκανε βασικό θέμα της εργογραφίας του.
Στο περιθώριο του δίσκου «Άνοιξα πόρτα στη ζωή», το 1985, ο Στέλιος Βαμβακάρης είχε αφηγηθεί στο Γιώργο Τσάμπρα: Όλα εκείνα τα χρόνια είχα το ψώνιο να γράφω καλά, λαϊκά τραγούδια. Αγαπούσα τον Άκη Πάνου και μου είχε μεταφέρει μέσα μου μια φλέβα. Αυτή με το απτάλικο που την ήξερε πολύ καλά. Μου άρεσε γενικότερα ο τρόπος που έγραφε τα τραγούδια του και μπορώ να πω ότι σαφώς επηρεάστηκα τόσο από αυτόν όσο και από τον πατέρα μου όσο και από τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη με τους οποία είχα, επίσης, βαθιά, προσωπική σχέση. Όλα αυτά κουμπώσανε μέσα μου, κατασταλάξανε και έγραψα τραγούδια που δεν ξέρω αν είναι καλά, αν μπορούν να συγκριθούν, πάντως, είναι τραγούδια της ψυχής μου.
Στις 7/4/2000 έφυγε ο Άκης Πάνου και θεωρούμε πως είναι καλή στιγμή να τον καλέσουμε και πάλι, έστω για λίγο, στη συντροφιά μας. Στους στίχους του, με μια ποιητική λαϊκότητα αφαιρεί σκέψεις και προσθέτει εικόνες. Ο Αθανάσιος- Δημήτριος όπως ήταν τα βαπτιστικά του ονόματα, υπήρξε εμβληματική μορφή του ελληνικού τραγουδιού τόσο ως συνθέτης όσο και ως στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15/12/1933 στην Καλλιθέα και η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν όταν στα εννέα του χρόνια ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η γνωριμία του με το Νίκο Καρανικόλα στάθηκε καθοριστική για την πορεία του όπως επίσης και εκείνη με τους Κώστα Σιμόπουλο και Ορφέα Κρεούζη. Μαζί τους παίζει σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας. Για μια δεκαετία, αρχίζει την περιπλάνησή του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής, σε πολλά κέντρα. Ο Πάνου μπήκε στη δισκογραφία το 1958, με την Καίτη Γκρέυ και τη Δούκισσα. Παρεμπιπτόντως, ο συνθέτης δήλωνε επανειλημμένα ότι όλα τα τραγούδια του τα έγραφε με την προοπτική να τα ερμηνεύσει ο Στέλιος Καζαντζίδης…
Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του, Θα κλείσω τα μάτια, και αργότερα, θα το κυκλοφορήσει με διαφορετικούς στίχους και ερμηνεύτρια τη Βίκυ Μοσχολιού. Το 1986 αποφασίζει να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Ξάνθη. Την 1/8/1997 ο Πάνου σκοτώνει τον 30χρονο φίλο της 19χρονης κόρης του και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.
Δεν μπορώ να χωνέψω ότι πρέπει να ωθούμε. Εγώ βρίσκομαι σε έναν κόσμο που σε σπρώχνουνε και είσαι αναγκασμένος να σπρώχνεις και εσύ. Δεν αντέχω, λοιπόν, το σπρώξιμο. Με το πρώτο σπρώξιμο, πήρα δρόμο. Έφυγα. Πιο συγκεκριμένα, είμαι συνέχεια έτοιμος να πάρω δρόμο, όπου κι αν βρίσκομαι, εάν αισθανθώ ότι κάποιος πάει να με σπρώξει.
Δεν επιδιώκω τίποτα στη ζωή. Αυτό που επιδίωκα, πάντα, στη ζωή μου, ήταν να μην κάνω τίποτα. Τίποτα. Ξέροντας ότι ο άνθρωπος όταν δεν κάνει τίποτα, έρχεται κάποια στιγμή και ρουτινιάζει. Την ώρα που ρουτινιάζει είναι αναγκασμένος να κάνει κάποιες κινήσεις γιατί αν δεν τις κάνει, καταντάει πια νεκρός. Τη στιγμή που κάνεις κάτι γιατί το θέλεις εσύ, επειδή δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, είναι βέβαιο ότι θα είναι κάτι όμορφο. Γιατί θα είναι χρήσιμο. Θα είναι κάτι που κάνεις για να σωθείς. Μόνον όταν φτάνει κανείς σε αυτό το σημείο, η λειτουργία του είναι γνήσια. Γίνεται για το κέφι σου, δεν υπακούς σε καμία διάταξη, παρά μόνο στο μέσα σου. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου. Την έχω από πιτσιρίκος.
Το μόνο που έλεγα στον εαυτό μου ήταν να λέει πως η δουλειά που θα μάθεις εσύ, είναι να μην κάνεις καμία δουλειά! Δεν έχω επάγγελμα. Έχω μετέλθει πολλών επαγγελμάτων. Από το 1943 βγήκα στο δρόμο με τη σφουγγάρα. Στην αρχή ήμουν βοηθός σαλταδόρου. Τα παιδιά αυτά ήταν ανώνυμα. Μερικά από αυτά ζήσανε. Πολλοί από από αυτούς σκοτώνονταν. Όποιος ήταν τυχερός και δεν τον πετύχαινε ο σκοπός από το βαγόνι, ζούσε…
Δεν υπάρχει τίποτα που να μου δημιούργησε έκπληξη σε αυτή τη ζωή. Όλα για εμένα ήταν αναμενόμενα. Και αυτό είναι ένα σημείο αισιοδοξίας. Σημαίνει ότι η λογική μου λειτουργεί, ακόμα καλά. Ενώ είμαι αναθεωρητής, αναθεωρώ κάθε μέρα τις απόψεις μου, παρόλα αυτά, κάθε φορά που διαπιστώνω ότι αυτό που σκεφτόμουνα, χθες, είναι σωστό και σήμερα, λέω στον εαυτό μου: “Mπράβο μάγκα μου!”. Ήξερες εσύ, τι έλεγες τότε!
Η ευθύνη είναι συλλογική. Γιατί κανείς δεν κάθεται με το έτσι θέλω πάνω από τα κεφάλια μας. Εμείς, εμείς το βάλαμε. Εμείς βάζουμε όλους αυτούς που μας τυραννάνε πάνω απ’τα κεφάλια μας. Αλλά έρχονται στιγμές που και γω νιώθω πολύ μπερδεμένος. Έρχονται στιγμές που λέω. Είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είναι τόσο καθάρματα; Ή μήπως είναι ηλίθιοι; Έψαξα πολλές φορές, στη ζωή μου, να βρω αν οι πολιτικοί είναι καθάρματα ή ηλίθιοι. Δεν έχω καταλήξει στο ποιο είναι το ποσοστό βρωμιάς τους και ποιο το ποσοστό της ηλιθιότητάς τους.
Ο ηλίθιος έχει μια ελπίδα, κάποτε να ξυπνήσει και να σταματήσει να είναι ηλίθιος. Το κάθαρμα είναι ξεκαθαρισμένο. Είναι η κακή εξέλιξη του ηλίθιου. Η κακή εξέλιξη του ανθρώπου. Ο πατέρας μου ήταν διαχειριστής στη βασιλική φρουρά το 1941. Μετά τον πόλεμο πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο σαν γραμματέας. Εκεί τον έπιασαν οι Ελασίτες. Είχαμε πάντοτε, πλήρη διάσταση αλλά ήμασταν τελείως όμοιοι. Εγώ είμαι απείθαρχο στοιχείο. Δεν είμαι από τα στοιχεία που μπορείς εύκολα να τα βάλεις σε τάξη. Αντίθετα ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ τακτικός. Αυτό που μας συνδέει είναι ότι ήμασταν συνεπείς και οι δύο σε αυτό που είχαμε τάξει στον εαυτό μας να κάνουμε.
Ο πατέρας μου είχε μάθει από μικρός να υπηρετεί τα ανάκτορα. Να φιλάει το χέρι της Φρειδερίκης. Εγώ δεν φίλησα ποτέ κανένα χέρι. Γι’αυτό σας λέω πως ήμασταν το ακριβώς αντίθετο.
Έχω βάλει το στόχο μου τόσο μακριά που ούτε 100 ζωές να ζήσω δεν θα τον φτάσω. Κάνω πάντα αυτό που με ευχαριστεί και έτσι είμαι ήσυχος. Αυτός είναι ο καθημερινός μου στόχος. Στη ζωή μου δεν έκανα τίποτα κατ’ ανάγκην. Το μόνο ήταν οι συνεργασίες μου με κάποιες εταιρίες ή με κάποιους τραγουδιστές αλλά και εκεί κάποια στιγμή τα βρόντηξα κάτω γιατί ήμουν, πάντα, αφεντικό του εαυτού μου.
Η μητέρα μου έλεγε για εμένα, ότι αυτό το παιδί δεν μπόρεσα να το καταλάβω πότε. Κάποια φορά της είπα, “μητέρα κάντε μια προσπάθεια”. Όμως και εγώ, μάταια προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου. Μιλούσα στον πληθυντικό στους γονείς μου μέχρι να φύγουν από τη ζωή. Μετά συνήθισα να το κάνω με όλους τους ανθρώπους και αυτό με έβγαλε από τη δύσκολη θέση πολλές φορές. Υπάρχουν και σήμερα ορισμένα αυτιά που έχουν συνηθίσει να τους μιλάς στον πληθυντικό! Ο αξιωματικός, για παράδειγμα, στο στρατό ή ο Πρόεδρος του δικαστηρίου. Αν χρειαστεί να έρθεις αντιμέτωπος με αυτούς και έχεις συνηθίσει τον πληθυντικό, νιώθεις λίγο άβολα. Ενώ αν έχεις μάθει να χρησιμοποιείς πληθυντικό και στον Πρόεδρο του δικαστηρίου και στον σκουπιδιάρη, δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Τον πληθυντικό τον κράτησα στη ζωή μου σαν όπλο.
Τα παιδιά μου μού μιλάνε στον πληθυντικό. Εγώ τους το επέβαλα. Στη μητέρα τους μιλάνε στον ενικό. Πρέπει να γίνει κανείς πολύ φίλος μου για να του μιλήσω στον ενικό ή να είναι ένας άνθρωπος που δεν το σέβομαι καθόλου. Όταν κάποιος είναι από χέρι μπαγλαμάς, εκεί πέρα τον λες, “άντε ρε…”. Ο πληθυντικός, αν τον χρησιμοποιείς σωστά, φτάνει να γίνει υπηρέτης σου. Όπως και η αλήθεια, άλλωστε.
Θεωρώ δειλία και αδυναμία να μην έχει κάποιος το θάρρος της γνώμης του. Σε αντίθεση με τον πατέρα μου που ήταν εσωστρεφής, εγώ είμαι εξωστρεφής. Αν όταν απευθύνομαι στον κόσμο δεν είμαι ειλικρινής, νιώθω προδότης. Δεν εκτιμώ, καθόλου, τους ψεύτες. Για εμένα η αλήθεια είναι όπλο για αυτό τη χρησιμοποιώ. Δεν είμαι υπηρέτης της αλήθειας. Την ώρα που χρησιμοποιείς την αλήθεια τον αφοπλίζει τον άλλο. Το ψέμα, αντίθετα, είναι ζημιά. Ζημιά, κυρίως, για τον εγκέφαλο.
Προκαλείς ανεπανόρθωτη ζημιά στον εγκέφαλο κάθε φορά που λες ψέματα. Αν πεις ένα ψέμα θα πρέπει να το τοποθετήσεις σε ένα από τα καμαράκια του εγκεφάλου, τα οποία είναι περιορισμένα, και να το θυμάσαι για όλη σου τη ζωή. Μην τυχόν και παρασυρθείς, πιαστείς κορόιδο δηλαδή, και πεις την αλήθεια. Αν κοιτάξεις τους ψεύτες, ανάμεσά τους θα βρεις τους πραγματικά ηλίθιους. Οι μεγάλοι ηλίθιοι είναι οι μεγάλοι ψεύτες. Οι πολιτικοί και οι δικηγόροι έχουν ασυλία στο ψέμα. Μπορούν να λένε όσα θέλουν, χωρίς συνέπειες.
Δεν έχω καμιά εκτίμηση στους δασκάλους. Άλλωστε, ένας πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ δάσκαλος. Εγώ από το ωδείο δεν θα πέρναγα ποτέ. Ούτε απ’έξω!
Η γνώση είναι ελεύθερη. Την αναπνέουμε, τη βλέπουμε. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Βρίσκεται παρκαρισμένη στα ράφια των βιβλιοπωλείων και μας περιμένει. Δεν έχω ανάγκη, για παράδειγμα, να σπουδάσω το θεό. Πιστεύω στο θεό και τον βλέπω. Τον βλέπω στον εαυτό μου, τον βλέπω στο σύμπαν. Είναι δημιουργός. Τον βλέπω. Εγώ αυτό κρατώ από αυτόν και όχι τη σπουδή που με οδηγεί θέλοντας και μη στις θρησκείες. Ο άνθρωπος είναι εγωιστής και θέλει το θεό να τον φέρνει στα μέτρα του. Από εκεί ξεκινάει το λάθος του ανθρώπου και φτιάχνει τα δικά του πλαίσια για το θεό για να τον ξεχωρίσει από το θεό του άλλου. Για εμένα είναι αναίδεια να προσπαθούν οι άνθρωποι να συλλάβουν το μέγεθος αυτού του δημιουργού. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος είμαστε εμείς ούτε ότι είμαστε τα μοναδικά δημιουργήματα του. Το κακό με τον άνθρωπο είναι ότι πίστεψε πως ο θεός κοιτάει μόνον αυτόν, ενώ κάθεται σε ένα ρεβιθάκι του σύμπαντος. Είμαστε ένα ίχνος και προσπαθούμε να συλλάβουμε την έννοια αυτής της μεγαλοσύνης. Είναι θράσος, υπέρτατο θράσος το οποίο μας οδηγεί στην τρέλα!
Τρέλα είναι να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο διαφορετικά από όπως είναι στην πραγματικότητα. Από το πώς τον βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι. ( Παρακάτω, το τραγούδι- κουστουμάκι για τον Καζαντζίδη το οποίο, τελικά, ο Πάνου το έδωσε στο Μητσιά).
Έγραφα έμμετρα, ευκολότερα απ’ότι έγραφα πεζά. Τα τραγούδια ήταν για εμένα το έμμετρο ημερολόγιό μου. Αν διαβάσετε γράμματα που έστελνα στη γυναίκα μου ήταν έμμετρα, όλα. Ο έμμετρος λόγος είναι η μουσική. Είναι ο υποβολέας του ρυθμού. Ο τονισμός των λέξεων είναι η παρτιτούρα πάνω στην οποία θα κατασκευαστούν, αργότερα, οι μουσικές φράσεις. Η μουσική ενυπάρχει στον έμμετρο λόγο. Για εμένα, ο στίχος είναι το φαΐ και η μουσική η σάλτσα.
Ο θαυμασμός μου για τον Καζαντζίδη είναι απεριόριστος. Σαν φωνή και σαν άνθρωπος. Νομίζω ότι η στάση ζωής του μοιάζει με τη δική μου. Δεν κάθισε ποτέ να ανεχτείς ορισμένα πράγματα, εξαιτίας του χρήματος, τα οποία διαφορετικά δεν θα ανεχόταν. Ο Καζαντζίδης είναι ιερέας στη δουλειά. Λειτουργεί δεν τραγουδάει. Για τον Καζαντζίδη η φωνοληψία είναι τελετουργία. Όταν τραγουδούσε Καλδάρα, ο κόσμος είχε πάθει πάθει αμόκ! Έχει μια ακτινοβολία που μόνο όσοι τον γνωρίζουν την καταλαβαίνουν. Μερικές φορές, με τσαντίζει η υπερβολική καλοσύνη του. Χαρίζεται. Θα βρει το καλό σημείο, ακόμα και του τίποτε… Δεν αναλύεται. Έχω Καζαντζιδοπάθεια!
Καλλιτέχνης είναι εκείνος που επεξεργάζεται το αντικείμενό του με αισθητική, με ικανότητα. Καλλιτέχνης πάνω από όλα είναι ο εκπρόσωπος του θεού στη γη. Όπως ο Καζαντζίδης μιας και το συζητάμε.
Ο Τσιτσάνης ήταν το πιο γλυκό μπουζούκι που έχουν ακούσει τα αυτιά μου. Είχε δει το όργανο σαν γκόμενα. Το χάιδευε το όργανο, δεν το πλάκωνε στο ξύλο. Χάραξε ολόκληρη εποχή. Αλλά για εμένα το πρότυπο είναι ο Μάρκος. Η γνησιότητα. Ο άνθρωπος ξεκινάει από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν. Ανάμεσα στα δύο μηδενικά πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Εγώ έχω πει στον εαυτό μου, δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Προχώρα! Αφού δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, κάνε τουλάχιστον αυτό που σε ευχαριστεί!
Μερικές φορές, όταν πονάω, έχω φτάσει στο σημείο να λέω, “δεν τελειώνεις μωρή ρουφιάνα ζωή εδώ και τώρα;“. Δεν το κάνω όμως, γιατί νιώθω ότι η φύση μου χρωστάει και μου το δίνει. Ενώ υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο, οι περισσότεροι, καταντάνε λογοπλόκοι. Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και δεν μου αρέσει. Για εμένα το τραγούδι είναι παράσταση. Η καλή παράσταση κλείνει στο τέλος. Σήμερα, τα περισσότερα τραγούδια, τελειώνουν στους δύο πρώτους στίχους. Λένε ότι ήθελαν να πουν και στη συνέχεια είναι άχρηστα τραγούδια.
Μ’αρέσει πολύ η τζαζ. Η τρέλα και λογική της μουσικής μαζί! Ο Χιώτης ήταν τζαζίστας. Είχε όλες τις προδιαγραφές για να γίνει τέλειος. Ο μεγάλος παίκτης δεν είναι αυτός που δεν κάνει λάθη αλλά αυτός που καλύπτει τα λάθη του. Τα κάνει αδιόρατα. Γιατί πάνω απ’όλα δεν υπάρχει λάθος στην τέχνη. Πρώτα από το συναίσθημα ξεκινάς. Όμως δεν ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν αφήσουμε το συναίσθημα να μεγαλώσει μόνο του. Δεν είναι ωραίο το έργο αν είναι καθαρά εγκεφαλικό. Δηλαδή, για να δείξεις τις ικανότητές σου σαν τεχνίτης. Δυο πόρτες έχει η ζωή και τρία κόσκινα. Κάθε άνθρωπος περνάει τη ζωή του από αυτά. Το ένα είναι το “θέλω, η επιθυμία, η παρόρμηση”. Το άλλο η δυνατότητα που έχουμε, το “μπορώ”. Τελευταίο είναι η συμβατικότητα. Το “πρέπει”. Αν η ζωή δεν περάσει από αυτά είναι κουτσή. Ο έρωτας είναι ένα κράμα αγάπης και πόθου. Αν πάρουμε ένα κιλό αγάπη και ένα κιλό πόθο, θα φτιάξουμε έναν έρωτα!
Αγαπάω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον εαυτό μου!