Στην συνέντευξη αυτήν (που, πλέον, έχω χάσει το μέτρημα κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο) φιλοξενούμε τον συγγραφέα, Πέτρο Σοφιανίδη, ο οποίος με την τριλογία του “Το βουνό των Κενταύρων”, που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Φυλάτος, άγγιξε το κοινό και βραβεύτηκε στην κατηγορία “Καλύτερου βιβλίου φαντασίας Έλληνα συγγραφέα”.
Ο δημιουργός μάς μιλάει για το background της συγγραφής του βιβλίου, για το βραβείο, για την αγάπη του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενώ δεν παραλείπει να κάνει ένα μικρό spoiler για τα επόμενα συγγραφικά του βήματα. Μάλιστα, στο τέλος της συνέντευξής του, δίνει ένα ηχηρό μήνυμα στους εκδοτικούς οίκους για την “τύχη” του βιβλίου φαντασία στην Ελλάδα.
Ας τον απολαύσουμε!
Όπως θα διαβάσατε κι απ’ την παρουσίασή μου, μ’ αγγίξατε ιδιαίτερα! Θέλω να σάς συγχαρώ ξανά γι’ αυτό, καθώς αποτελεί ύψιστο συγγραφικό ταλέντο!!
“Ευχαριστώ από καρδιάς για τα υπέροχα λόγια σας! Είναι τιμή μου να σάς αγγίζει το έργο μου!”.
Ολοκλήρωση για την τριλογία. Ποια τα συναισθήματα που ένας κύκλος αρκετά “μεγάλος” έκλεισε;
“Θεωρώ πως δεν είναι δυνατό να εκφράσω με λέξεις τα συναισθήματά μου. Μπορώ να σάς περιγράψω τι συνέβη, όταν έγραψα στο κείμενο την πρόταση «Τέλος τριλογίας»… Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να κλαίω κι ένιωσα απίστευτη χαρά κι αγαλλίαση! Μετά από 5 ολόκληρα χρόνια είχα βγάλει, επιτέλους, από μέσα μου όλη αυτή την ιστορία. Είναι μια στιγμή που θα μείνει χαραγμένη στην ψυχή μου για πάντα.”.
Περιμένατε το βραβείο “Καλύτερου βιβλίου φαντασίας Έλληνα συγγραφέα” που σάς απονεμήθηκε το 2020 και πώς νιώσατε γι’ αυτό το αγκάλιασμα του κόσμου;
“Όταν βλέπεις ότι το έργο σου είναι καλοδεχούμενο και το αγκαλιάζει ο κόσμος, νομίζω ότι είναι η ύψιστη τιμή που μπορείς να λάβεις ως καλλιτέχνης. Η αλήθεια είναι ότι το περίμενα ναι, και, μάλιστα, να σάς ομολογήσω πώς το είχα ονειρευτεί και το είχα μοιραστεί με τους κοντινούς μου ανθρώπους. Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως «αλαζονικό» αλλά πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτήν την ιστορία και θεωρώ εφικτό πως μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή του αναγνώστη με ποικίλους τρόπους. Πάντως, όταν το όνειρό μου έγινε, εν τέλει, πραγματικότητα, τρελάθηκα απ’ την χαρά μου! Ήταν λες και κερδίσαμε την Eurovision! Χαχα.”.
Όπως έχετε πει, αφορμή για την συγγραφή του έργου στάθηκε ένα ταξίδι αναψυχής στο Πήλιο. Το σκηνικό και η ιστορία στήθηκαν αμέσως “εντός” σας ή “παιδευτήκατε”, ώστε να τα διαμορφώσετε και να τα ενώσετε;
“Η αλήθεια είναι πώς, απ’ την στιγμή που έμαθα ότι το Πήλιο είναι το μυθικό βουνό των Κενταύρων, προσπαθούσα να συλλέξω πληροφορίες, για ν’ απαντήσω στο ερώτημά μου «γιατί ονομάζεται έτσι;». Ψάχνοντας για έναν χρόνο και χωρίς να το καταλάβω, είχα πλάσει μέσα μου μια ιστορία με τις διάσπαρτες πληροφορίες που είχα μαζέψει. Όταν συνειδητοποίησα τι είχε γίνει, τα έβαλα όλα κάτω, έστησα όλον τον κορμό της ιστορίας απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Παρατήρησα ότι χωρίζεται σε τρία μέρη όλο αυτό, εξού και η τριλογία, και τότε ήταν που άρχισα την συγγραφή του έργου… Τα υπόλοιπα είναι, πλέον, ιστορία! Χαχα.”
Τι είναι αυτό που σάς μαγεύει τόσο στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική μυθολογία;
“Το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσες χιλιάδες χρόνια κι, ακόμη και σήμερα, εξιστορούμε τους μύθους των αρχαίων Ελλήνων, θαυμάζουμε τα δημιουργήματά τους, τα μνημεία τους και πως οι ιστορίες τους παραμένουν μέχρι και σήμερα επίκαιρες. Δεν είναι μαγικό το ότι οι άνθρωποι 2000 χρόνια πριν είχαν αντίστοιχους προβληματισμούς μ’ εμάς σήμερα; Δεν ξέρω για εσάς,. πάντως εμένα με μαγεύει! Κι όσα περισσότερα μαθαίνω, τόσο πιο πολύ τα ερωτεύομαι!”.
Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος Έλληνας τρέφει συναισθήματα για τις ρίζες αυτές;
“Ναι το πιστεύω αυτό, όμως θεωρώ ότι ο τρόπος που μαθαίνουμε για όλα αυτά δεν είναι αυτός που θα μάς κάνει να ενστερνιστούμε, πραγματικά, την κληρονομιά μας και να την αγκαλιάσουμε. Μάς διδάσκουν συγκεκριμένα τμήματα με σκοπό την παπαγαλία. Όχι για να καταλάβουμε επακριβώς τι συνέβαινε ή γιατί συνέβαινε. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι πιο πολλά ξέρουν στο εξωτερικό για την αρχαία Ελλάδα, παρά εδώ στην ίδια την χώρα μας. Ελπίζω στο μέλλον ν’ αλλάξει αυτό και να μην αντιμετωπίζουμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή την αρχαία ελληνική μυθολογία απλώς ως κάτι διεκπεραιωτικό, αλλά ως κάτι σημαντικό σαν να είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι ευχάριστο το ότι τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες έχουν έρθει πιο κοντά στην αρχαία Ελλάδα και στην μυθολογία μέσω των έργων του Δρ. Θεόδωρου Παπακώστα (aka Archaeostoryteller) και του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου! Χαίρομαι απίστευτα πολύ!”.
Ετοιμάζετε τα επόμενα συγγραφικά σάς βήματα; Αν ναι, σε τι αφορούν;
“Την δεδομένη στιγμή εστιάζω καθαρά στην προώθηση της τριλογίας και στο ραδιόφωνο. Η αλήθεια είναι ότι έχω ξεκινήσει κάποια προσχέδια, διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά, ακόμη, δεν νιώθω έτοιμος να τα ολοκληρώσω. Σίγουρα, πάντως, θα επιστρέψω με κάτι καινούργιο. Και όχι απαραίτητα με μια φανταστική ιστορία. Ίσως μ’ ένα μυθιστόρημα ή και κάτι άλλο. Όταν έρθει η ώρα, θα το μάθετε. Χαχα”.
Υπάρχει, πιστεύετε, ανταγωνισμός στην κατηγορία βιβλίου φαντασίας στην Ελλάδα και πόσο πιστό κοινό έχει;
“Θα ξεκινήσω απ’ το δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν είναι τόσο διαδεδομένη, ακόμη, η λογοτεχνία του φανταστικού στον βαθμό που είναι στο εξωτερικό. Εκτός από κάποια βασικά έργα, όπως για παράδειγμα Harry Potter κι Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο Έλληνας αναγνώστης δεν προτιμάει τις φανταστικές ιστορίες. Κι αν επιλέξει, θα επιλέξει κάποιου ξένου συγγραφέα! Είναι πολύ κρίμα, γιατί πιστεύω πως έχουμε ξεχωριστά δημιουργήματα και δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα εκείνων του εξωτερικού. Δηλαδή, δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί να διαβάσει κάποιος την ιστορία ενός νέου Αμερικανού συγγραφέα κι όχι κάποιου Έλληνα; Βέβαια, μην ξεχνάμε ότι σ’ αυτό παίζει ρόλο και το marketing. Ίσως, θα έπρεπε οι εκδοτικοί οίκοι να δίνουν ισάξιες ευκαιρίες στους Έλληνες συγγραφείς του είδους, γιατί είναι κρίμα να υπάρχουν τόσο ωραία έργα και να μην γίνονται γνωστά στο ευρύ κοινό. Κι εδώ θα το ενώσω με την αρχή της ερώτησης.
Προσωπικά, δεν θεωρώ πως υπάρχει, πραγματικά, ανταγωνισμός κι αυτό γιατί τα δημιουργήματα είναι τόσο ξεχωριστά που δεν μπορείς να τα συγκρίνεις μεταξύ τους. Πιο πολύ θεωρώ πως όλοι εμείς, οι συγγραφείς του είδους, είμαστε συναγωνιστές παρά ανταγωνιστές. Τα έργα όλων μας μπορούν να κάνουν τους αναγνώστες ν’ αγαπήσουν την λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα! Όσο περισσότερο αγκαλιάσει ο κόσμος το συγκεκριμένο είδος, άλλο τόσο θα χρειαστεί εμείς να συγγράψουμε μ’ αποτέλεσμα να εξελιχθούμε και να γίνουμε καλύτεροι. Αυτή είναι η οπτική μου.”.
“Και για το τέλος, σάς ευχαριστώ θερμά για την φιλοξενία σας και για το βήμα που δίνετε σε εμένα και σ’ άλλους συγγραφείς να επικοινωνήσουμε τα έργα μας. Ελπίζω να συνεχίσετε αυτό το έργο με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος για πολλά χρόνια ακόμα! Και πάντα να θυμάστε να χαμογελάτε! Εξάλλου, όπως συνηθίζω να λέω: να έχεις fun, είναι το παν!”.