Στην συνέντευξη αυτήν έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε την Μαρία – Χριστίνα Γκόλνα, συγγραφέα των βιβλίων “Γύρισε με στην Παρασκευή” και “Η Ηλέκτρα & η Ιφιγένεια ταλαιπωρούνται ακόμη” που κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις Φυλάτος!
Πρόσφατα παρουσιάσαμε την κριτική μας για το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας της. Τώρα έχουμε την τιμή να γνωρίσουμε λίγο παραπάνω την δημιουργό.
Ας την απολαύσουμε!
Πώς προέκυψε η ιδέα για την τριλογία αυτήν;
“Η ιδέα πίσω απ’ την τριλογία είναι η προσπάθεια σύμπλευσης με την απώλεια. Της απώλειας με την μορφή ανθρώπων, συνηθειών, επιλογών. Η απώλεια είναι κενό και πληρότητα ταυτόχρονα. Δεν δαμάζεται η «απώλεια», συγκάτοικός μας μια ζωή μέχρι να μετατραπούμε κι εμείς οι ίδιοι σε μια «απώλεια» και να παραμείνει η «απώλεια» αδάμαστη για όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
Πρόκειται για μια απρόβλεπτη τριλογία. Το πρώτο – για το κοινό – βιβλίο γράφτηκε δεύτερο. Κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό στην δομή και μπορεί να σταθεί κι από μόνο του. Φυσικά, ως τριλογία, ικανοποιεί μερικώς την περιέργεια του αναγνωστικού κοινού στο τι συμβαίνει στους ήρωες στο παρακάτω τους ή στο πιο πριν τους. Όμως, όπως και στην ζωή, η τριλογία μετράει απώλειες. Ίσως, κάποιοι ήρωες να συνεχίζουν ως βασικοί. Ίσως, ν’ αποτελούν «απλά κεφάλαια» στην ζωή συν- ηρώων. Πονάει αυτό. Εγκυμονεί, όμως, κι αποδοχή. Ακόμη κι απ’ την συγγραφέα.”.
Τι σας δυσκόλεψε στην συγγραφή του έργου;
“Με δυσκόλεψε το να κόψω, με δική μου πρωτοβουλία, περίπου εκατό σελίδες απ’ την «Ηλέκτρα & την Ιφιγένεια που ταλαιπωρούνται ακόμη» προκειμένου να μην ταλαιπωρήσω, ελπίζω, τ’ αναγνωστικό κοινό.
Το έργο γράφτηκε με μια πνοή. Κάθισε ήσυχο σε μίαν άκρη για πολλούς μήνες. Το ξαναδιάβασα μέσα σε δύο χρόνια είκοσι φορές, αλλάζοντας μικροσκοπικές λεπτομέρειες. Οπότε, δεν ήταν η συγγραφή που με δυσκόλεψε, αλλά το να συμφωνήσω με τον εαυτό μου πότε το βιβλίο είχε ολοκληρώσει τις εσωτερικές του διεργασίες, για να ταξιδέψει έξω στον κόσμο και ν’ αφεθεί σε νέες ερμηνείες και κριτικές.”.
Πότε θα έχουμε στα χέρια μας το τρίτο μέρος και σε τι θ’ αφορά;
“Το τρίτο μέρος θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2024 και θ’ αφορά στις ζωές των ηρώων των δύο προηγούμενων βιβλίων όπως εξελίσσονται αυτές στο παρακάτω. Θα δούμε πού τούς οδήγησαν οι επιλογές τους, τα δικά τους σταυροδρόμια ζωής. Θα δούμε, αν οι εκλιπόντες πηγαινοέρχονται μέσα στο μυαλό τους ακόμη! Αν η λέξη «ταλαιπωρία» συνεχίζει να υφίσταται ή αν παρέδωσε σε κάποιαν άλλη ψυχοσωματική κατάσταση, την σκυτάλη.
Το χρώμα του εξώφυλλου είναι το μόνο προαποφασισμένο. Στα υπόλοιπα… η συγγραφέας υπακούει στις βουλές των ηρώων της.”.
Ο covid άλλαξε το σκεπτικό σας αναφορικά με την θεματολογία του δεύτερου βιβλίου;
“Ο covid πυροδότησε την χρόνια ανάγκη μου ν’ αναμετρηθώ με την συγγραφή ενός ολοκληρωμένου λογοτεχνικού έργου κι αποτέλεσε και το ίδιο το παγκόσμιο φαινόμενο της πανδημίας αντικείμενο «λογοτεχνικής έρευνας» με καταλυτικό ρόλο στην πλοκή του μυθιστορήματος. Το δεύτερο – για το αναγνωστικό κοινό – βιβλίο, υπήρξε το πρωτόλειό μου. Οπότε, θα έλεγα ότι ο covid άλλαξε τις δημιουργικές μου ανάγκες και προτεραιότητες δίνοντας βήμα στην δεξιότητα της συγγραφής.”.
Απ’ την αρχιτεκτονική στην συγγραφή. Πώς προέκυψε η μεταπήδηση αυτή;
“Η συγγραφή υπάρχει παράλληλα στην ζωή μου μ’ οτιδήποτε κάνω, απ’ την παιδική μου ηλικία. Αν σκεφτεί κανείς ότι στα γενέθλια των 11 χρόνων μου ζήτησα απ’ τους συμμαθητές μου στο πάρτι γενεθλίων μου να γράψουμε ένα συμμετοχικό διήγημα… όπως κι έγινε!
Γράφω σε καθημερινή, σχεδόν, βάση, απ’ το 2009. Το προσωπικό μου ιστολόγιο ήταν διέξοδος έκφρασης αναφορικά μ’ οτιδήποτε μού τραβούσε την προσοχή και με συγκινούσε. Οι άνθρωποι. Η διάδραση μαζί τους. Καταστάσεις που θα ήθελα ν’ αλλάξω στην δημόσια καθημερινότητα. Ντοκιμαντέρ που με συγκλόνισαν. Μα, κυρίως, οι ιστορίες των «απλών ανθρώπων» (όπως θα έλεγε ο Γάλλος ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ), εκεί σταματούσα συχνά, σε κάτι μικρό φαινομενικά… μα τεράστιο ουσιαστικά, μια στιγμή ευγένειας ή νοιαξίματος για τον «Άλλον». Ένιωθα την ανάγκη να το καταγράψω, να μείνει για πάντα ζωντανή αυτή η μικρή λεπτομέρεια που φώτιζε αισιόδοξα την καθημερινότητά μου.
Η περίοδος του covid-19 υπήρξε καταλυτικός παράγοντας, καθώς η παύση των εργασιών ανακαινίσεων μού παρείχε τον χρόνο και την απαραίτητη απομόνωση, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσω την συγγραφή με υπευθυνότητα.
Επίσης, μια εσωτερική ανάγκη να δοκιμαστώ σε κάτι πιο υπαρξιακό, καθώς συχνά η ενασχόληση με την αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων κινείται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, αυτό της διασφάλισης ενός εναρμονισμένου αισθητικού και λειτουργικού περιβάλλοντος. Μα, βαθιά πιστεύω ότι το ουσιώδες μπορεί να το συναντήσει κανείς και σ’ ένα καθόλα ταπεινό ή κι ανοργάνωτο περιβάλλον, αρκεί να κατοικείται απ’ άνθρωπο. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής μου βρίσκεται ακόμα πιο έντονα στο επίκεντρο της γραφής μου. Την θεωρώ φυσική πορεία αυτήν την μεταπήδηση απ’ την αρχιτεκτονική στην συγγραφή. Αντικατοπτρίζει την αγάπη μου προς τον «Άλλον».”.
Οι αναγνώστες σας κάνουν λόγο για μια δυνατή πένα, όσον αφορά στην γραφή σας. Τι πιστεύετε είναι αυτό που ξεχωρίζει και τούς κάνει να το πιστεύουν αυτό;
“Λένε ότι προκαλώ συναισθήματα χωρίς να τα εκβιάζω. Έτσι μού γράφουν οι αναγνώστες.
Και, ίσως, το γεγονός ότι αντιμετωπίζω την γραφή ως χορογραφία. Ελεύθερα. Υπακούω στα συναισθήματα και στις λέξεις κι αυτό καθρεφτίζεται, αλλάζει την ροή του κειμένου. Ένας αγαπημένος φίλος – συγγραφέας το σκιαγράφησε ως «η διήγηση να γίνεται πρόζα, να μετατρέπεται σ’ εξομολόγηση και η πλοκή ν’ αφήνει την θέση της στην ποίηση κάθε τόσο».
Επίσης, ίσως, συμβάλλει το γεγονός ότι είμαι κι εγώ, όπως πολύς κόσμος, βιβλιοσκώληκας! Διαβάζω εντατικά επιστημονικής φύσεως άρθρα και βιβλία που διαπραγματεύονται ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων, όπως τέχνης, τεχνολογίας, ιστορικά, γεωπολιτικά, οικολογικά θέματα.
Αγαπώ να περιηγούμαι στα μυαλά των ανθρώπων θέλοντας να καταλάβω, έστω και στο ελάχιστο, τι τούς παθιάζει. Μετέπειτα, νιώθω την ανάγκη ανάπαυλας, να βουτήξω στην γραφή και να διερευνήσω συναισθήματα. Ένα δίπολο άρρηκτα συνυφασμένο γνώσης και συναισθημάτων. Αυτή είναι η πυξίδα μου.
Εξάλλου, πίσω από κάθε ερευνήτρια ή ερευνητή υπάρχει ένας άνθρωπος με συναισθηματικές ανάγκες. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια συγγραφέα που επενδύοντας χρόνο για την κατάκτηση νέας γνώσης, αναφορικά με τα ανθρώπινα και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, επιστρέφει στην βάση της για να επαναπροσδιοριστεί. Στον οικείο της χώρο, την περιγραφή των συναισθημάτων.”.
Διαβάζοντας το δεύτερο βιβλίο σας, χρειάστηκε να διαβάσω ξανά και ξανά κάποια χωρία, για να μπορέσω να μπω στο μυαλό σας. Γενικά η λογοτεχνία απαιτεί μια δεύτερη ανάγνωση απ’ τους αναγνώστες. Θεωρείτε ότι αυτό μπορεί ν’ αποθαρρύνει μερίδα του αναγνωστικού κοινού, δεδομένου ότι χρειάζεται να καταβάλει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, περισσότερο χρόνο και κόπο;
“Χαίρομαι! Για το «ξανά και ξανά»! Υπάρχουν πολλά βιβλία στα οποία επιστρέφουμε ξανά και ξανά. Είτε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είτε στην διάρκεια της ζωής μας. Υπάρχει λογοτεχνία που είναι διαχρονική. Προσπαθώ για μια τέτοια διαχρονική λογοτεχνία. Μπορεί να γράφω σ’ αυτόματη γραφή, αφιερώνω, όμως, πολύ χρόνο στην «διαδικασία ακονίσματος» του τελικού αποτελέσματος, ώστε να γεννηθεί ένα πολυεπίπεδο λογοτεχνικό βιβλίο.
Ναι, μπορεί η «απαιτητική» λογοτεχνία ν’ αποθαρρύνει μερίδα του αναγνωστικού κοινού, πράγμα απολύτως σεβαστό, λόγω του φρενήρη ρυθμού ζωής, των προσωπικών προτεραιοτήτων και των βιοποριστικών απαιτήσεων.
Όμως, όπως όλα στην ζωή, η ηθελημένη αφιέρωση χρόνου και κόπου καθιστά τον οποιονδήποτε και τ’ οτιδήποτε «σημαντικό» στην ζωή μας. Οι ανθρώπινες σχέσεις, για παράδειγμα. Πολυδιάστατες, επώδυνες, ενίοτε… μα εμπλουτίζουν την ζωή μας μοναδικά. Αντίστοιχα, μπορεί να συμβαίνει και με τ’ «απαιτητικά» βιβλία.”.
Θα θέλατε να πειραματιστείτε και με κάποιο άλλο είδος συγ-γραφής;
“Γράφω ποίηση. Επώδυνη διαδικασία. Το ν’ αφαιρείς τις λέξεις σου, προκειμένου να φτάσεις στ’ απολύτως απαραίτητο, είναι πνευματικό σκάψιμο έντασης που, όμως, προξενεί και σωματική κούραση. Στραγγίζεις. Ίσως και γι’ αυτό η ποίηση να είναι πολύτιμη.
Πειραματίζομαι με την θεατρική γραφή. Νιώθω πολύ ζωντανή μέσα της και χαρούμενη. Η θεατρική γραφή λειτουργεί θεραπευτικά σ’ εμένα.”.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με τις εκδόσεις “Φυλάτος”;
“Δυόμισι χρόνια μετράει, πλέον, η σχέση μας. Ξεκίνησα με θάρρος για τ’ άγνωστο ρίσκο μπροστά μου. Νιώθω ότι με ψυχανεμίζονται, οι εκδόσεις Φυλάτος, περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. Μια σχέση, για να υφίσταται, έχει ανάγκη συνεχούς και ουσιαστικής ακρόασης και μικρο-βελτιώσεων κι απ’ τις δύο πλευρές, συγγραφέα και εκδότη. Βαδίζουμε συνειδητά παρέα στα μονοπάτια του λογοτεχνικού τοπίου.”.