Home >> Βιβλία >> “ΟΛΑ ΟΣΑ ΨΙΘΥΡΙΣΑΜΕ” ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΣΕΛΟΥ & ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

“ΟΛΑ ΟΣΑ ΨΙΘΥΡΙΣΑΜΕ” ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΣΕΛΟΥ & ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Η Ερατώ ζει μια συγκαταβατική ζωή, μια ζωή που τής έδειξε το σκληρό της πρόσωπο από πολύ νωρίς. «Ψυχρή σύζυγο κι αδιάφορη μητέρα» θα την χαρακτήριζαν οι περισσότεροι, όμως η αλήθεια απέχει πολύ. Για τον άντρα της, τον Αλέξανδρο, νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη, καθώς εκείνος ήταν που την έσωσε απ’ την βίαιη και καταπιεστική θεία της, με την οποία ζούσε από τότε που έχασε τους γονείς της. Όμως, δεν μπορεί να νιώσει αγάπη – ούτε για εκείνον, ούτε και για την κόρη τους, ούτε, καν, για τον ίδιο της τον εαυτό.

Μέσα της, όμως, σιγοκαίει μια φωτιά, που θα φουντώσει, μόλις γνωρίσει τον Παύλο. Αυτός ο άντρας, ο οποίος, σύντομα, θα παντρευτεί την αδελφή του Αλέξανδρου, θα τής ξυπνήσει πρωτόγνωρα συναισθήματα και την άσβεστη επιθυμία να πάρει για πρώτη φορά την ζωή της στα χέρια της – με κίνδυνο να σκορπίσει αβάσταχτο πόνο γύρω της.

Τι θα επιλέξει, τελικά, η Ερατώ; Θα παραδοθεί στην μαγεία του έρωτα και της αγάπης ή θα συνεχίσει να ζει μια ζωή φοβισμένη και κενή από κάθε συναίσθημα κι απόλαυση;

Παρά το γεγονός ότι το “όλα όσα ψιθυρίσαμε” αποτέλεσε την πρώτη της συγγραφική δουλειά και το πρώτο έργο που παρουσίασε στο ευρύ κοινό, για εμένα αποτέλεσε το δεύτερο ανάγνωσμα της κας. Μαρσέλου. Ξεκίνησα με την “Επικίνδυνη“, την οποία διάβασε και η μητέρα μου, και μείναμε αμφότερες άφωνες, τόσο απ’ την ροή όσο κι απ’ το φινάλε του.

Παρομοίως, το “όλα όσα ψιθυρίσαμε” το διάβασε, επίσης, και η μητέρα μου. Για την ακρίβεια το διάβασε πρώτα εκείνη και, παρά το γεγονός ότι τ’ ολοκλήρωσε (καθώς, αν κάποιο βιβλίο δεν την κερδίσει με την πρώτη, το τοποθετεί στην άκρη, αδιάβαστο), ήταν αρκετά χλιαρή κι επ’ ουδενί ενθουσιασμένη.

Αυτή της η αντιφατική, σε σχέση με τα πρώτο βιβλίο της κας. Μαρσέλου, μού κίνησε την περιέργεια και, μολονότι διάβαζα άλλο μυθιστόρημα, εμβόλιμα το ξεκίνησα, για ν’ αποκτήσω την δική μου γνώμη.

Όσο το διάβαζα, τόσο προβληματιζόμουν κι αυτό γιατί, παρά τις κάποιες αστοχίες, όπως διάβασα σε μια άλλη κριτική επί του παρόντος έργου, και κάποιες αρκετές επαναλήψεις, που φαντάζομαι δίνονταν, για να θυμίζουν στον αναγνώστη τις συνθήκες και το εύρος της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων, εν τέλει, στην ολότητά του, το βιβλίο μού άρεσε πάρα πολύ!

Η μητέρα μου είπε ότι είμαι πολύ συναισθηματική… Δεν ξέρω, μπορεί και να είμαι. Όμως δεν είναι μόνο ο κεντρικός πυρήνας του έργου, δηλαδή ο προφανής έρωτας της Ερατούς με τον Παύλο, αλλά οι διάφορες θεματικές που αναπτύχθηκαν με πυλώνα τις ζωές των πρωταγωνιστών που με κέρδισαν.

Αρχής γενομένης, λοιπόν, απ’ τον πυρήνα, ο έρωτας διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ένταση, το πάθος, το κεραυνοβόλο στο αμοιβαίο συναίσθημα και, εν τέλει, η παρουσία της ανιδιοτελούς αγάπης μεταξύ Ερατούς και Παύλου απασχολεί τ’ αναγνωστικό κοινό. Με δόσεις αξιοπρέπειας, σεβασμού κι άσβεστου παροξυσμού γινόμαστε κοινωνοί στο μεγαλειώδες αίσθημα που ενώνει τους δυο νεαρούς. Αναμφίβολα, τα εμπόδια είναι πολλά. Αδιαμφισβήτητα, ο πόνος που προκαλούν στους ανθρώπους γύρω τους είναι έντονος. Προφανέστατα, η αγάπη θα κερδίσει στο τέλος. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα λάβει, όμως, χώρα θα κρατήσει συντροφιά στους αναγνώστες.

Εν συνεχεία, η ανάπτυξη της φιλίας μεταξύ Ερατούς και Βιβής είναι ένα θέμα που άπτεται έντονου ενδιαφέροντος. Πέρα απ’ την σημαντικότητα που έχει η φιλία για την εξέλιξη του κάθε ανθρώπου, προσωπικά και κοινωνικά, αυτό που ευαισθητοποιεί, κυρίως, τους αναγνώστες είναι πως αργά και με παιδιακίστικα βήματα η Ερατώ αποτινάσει το προσωπείο της αντικοινωνικής και της απόμακρης και, σταδιακά, γίνεται μια κοπέλα που αποζητά την παρέα, την συμβουλή, την γνώμη και, κυρίως, το πρότυπο. Όλα αυτά τα βρήκε στο πρόσωπο της Βιβής, γυναίκας που αποτελεί μέντορα για την Ερατώ κι εχθρό για τον Αλέξανδρο, τον νόμιμο σύζυγο της Ερατούς. Σημαντική σημείωση! Και η φιλική σχέση μεταξύ Παύλου και Γιώργου συγκινεί κι αποδεικνύει πως το τόσο ιερό αυτό συναίσθημα δεν κοιτάζει φύλα και, προφανέστατα, ενώνει με τρόπο μυσταγωγικό τους ανθρώπους.

Επιπρόσθετα, η ανάγκη γι’ απόκτηση εργασίας και, ως επί το πλείστον, μιας ανεξάρτητης θέσης στην κοινωνία αλλά και στην στην προσωπική υπόσταση της ηρωίδας μονοπωλεί, εξίσου, το ενδιαφέρον μα όχι απαρχής του έργου. Κι αυτό έχει τον λόγο, για τον οποίο συμβαίνει, διότι η αλλαγή της συνθήκης γίνεται αισθητή, όταν έρχονται τόσο ο δυνατός έρωτας όσο και η δημιουργία μιας υγιούς και σταθερής φιλίας που κινητοποιούν την Ερατώ να βρει τα δικά της πατήματα, ν’ αποδιώξει τους δαίμονες της, ν’ απεγκλωβιστεί από κακοποιητικές εμπειρίες και, έντονες πρακτικά αλλά διάφανες επιδερμικά, κηλίδες ενδοοικογενειακής βίας που υφίστατο για χρόνια ολόκληρα. Η Ερατώ πετάει τον παλιό της μανδύα αποδεικνύοντας πως, όταν βιώνουμε μια πληκτική χωρίς έντονα συναισθήματα ζωή, αυτό φέρει επιπτώσεις σ’ όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξής μας επηρεάζοντας όλους τους ρόλους, τους οποίους καλούμαστε να φέρουμε σε πέρας. Ρόλους συζυγικούς, μητρικούς, επαγγελματικούς, κυρίως, όμως, τον σημαντικότερο, αυτόν της ίδιας μας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Εν κατακλείδι, κι ως απόρροια αρκετών εκ των παραπάνω, δεν είναι μονάχα ότι η Ερατώ γνώρισε τον απόλυτο έρωτα, δεν είναι ότι ενθουσιάστηκε ονειροβατώντας στην πραγματική ζωή. Είναι που συνειδητοποίησε πως ζούσε μέσα στην ομηρία, στην ομηρία του ίδιου της του γάμου, που σαν μέγγενη καθημερινά την πίεζε όλο και περισσότερο στερώντας της οξυγόνο και ζωτικό χώρο. Η χειριστικότητα του Αλέξανδρου δεν διαφέρει κατά πολύ απ’ το να σηκώσει το χέρι του και να βιαιοπραγήσει. Το να κρατάς πίσω τον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπάς στερώντας του την εξέλιξη είναι, ίσως, πιο εκκωφαντική μορφή βίας κι απ’ αυτήν του “στιγμιαίου” χαστουκιού. Φανταστείτε, λοιπόν, να ζείτε επί 12 χρόνια μέσα σ’ αυτήν την συνθήκη, για να ικανοποιηθεί το εγώ ενός κομπλεξικού “συντρόφου”.

Για να μην φλυαρώ περαιτέρω, θα πω, απλά, ότι ένα ακόμα στοιχείο που μού άρεσε στο βιβλίο ήταν η συνύπαρξη της πρωτοπρόσωπης με την τριτοπρόσωπη αφήγηση κι ο γρήγορος λόγος επιτρέποντας στην ιστορία να ρέει. Στ’ αρνητικά θα τολμήσω να βάλω τον απλοϊκό, ίσως, τρόπο γραφής ή την μη ύπαρξη περισσότερο πλούσιου και πιο ελκυστικού, για λογοτεχνικό βιβλίο, λεξιλόγιο καθώς και το φινάλε. Πάνω – κάτω όλοι ξέρουμε πολύ καλά τι θα συμβεί. Δεν είναι αυτό που με κάνει ν’ αναφέρω τα προαναφερθέντα όσο ότι πίστευα πως τού άξιζε κάτι πιο δυνατό για κλείσιμο!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *