«Στις 28 Δεκέμβρη του 2008, στις τρεις τα χαράματα, ο μεγαλύτερος φόβος μου έγινε πραγματικότητα: κατά το κοινώς λεγόμενον, τρελάθηκα.
Το μυαλό μου -ο κόσμος μου- γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση που, σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό, τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νέος Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμόνευαν στο κατόπι μου.
Σ’ αυτό μου το παραλήρημα, ολοζώντανο, ακόμη, στη μνήμη μου, στη σύντομη νοσηλεία μου και στην κατοπινή, θανατερή μου κατάθλιψη, παρέσυρα κι οδήγησα στην απόγνωση όλους τους ανθρώπους της καρδιάς μου που μ’ έβλεπαν, άξαφνα, κατακερματισμένο από μιαν ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια.
Ο ζοφερός Δεκέμβρης του ’08 στη μουδιασμένη Αθήνα. Το ιερό κόκκινο χρώμα. Και η αυτόχειρας μάνα μου που χρόνια μετά επιστρέφει απ’ τον Άδη.
Στο βιβλίο αυτό έγραψα όλα όσα θυμάμαι, χωρίς ν’ αλλάξω τίποτα και μην κρατώντας τίποτα κρυφό. Γιατί, χάρη σ’ αυτές τις αδιανόητες μέρες, κατάφερα, μες στα συντρίμμια του μυαλού μου, να βρω έναν νέο εαυτό και το δύσκολο δρόμο που οδηγεί στη ψυχική γαλήνη.
Και, ενώ η ιστορία μου μοιάζει μοναδική, το τέρας της ψυχικής αρρώστιας και του φόβου που σκορπάει είναι κοινό για όλους μας, όπως και το θηρίο της αγάπης και της κάθε ανθρώπινης δύναμης.
Γιατί η ψυχή μας δεν είναι φτιαγμένη ν’ αρκείται στη δυστυχία.».
Ακόμα ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα απ’ τον Αύγουστο Κορτώ.
Καθηλωτικό κι αυτό.
Αρκετοί τρέφουν μιαν εμπάθεια προς τ’ αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα. Προσωπική μου, ωστόσο, άποψη είναι πως ένα αυτοβιογραφικό έργο έχει πολλά να προσφέρει στον αναγνώστη με την προϋπόθεση κι αυτός, φυσικά, με τη σειρά του, να εμβαθύνει στο εκάστοτε έργο.
Μέσω ενός αυτοβιογραφικού έργου παρατηρούμε μια κατάσταση, όσο αυτό είναι εφικτό, από τα μέσα. Αποκτούμε ένα τρίτο μάτι, αποκτούμε περισσότερες και πιο συγκεκριμένες γνώσεις και βλέπουμε από μια διαφορετική οπτική τόσο ένα φάσμα -όποιο κι αν είναι αυτό- όσο και τον ίδιο τον συγγραφέα. Εν ολίγοις, βγαίνουμε για λίγο απ’ το δικό μας εαυτό και τα στεγανά της προσωπικότητάς μας και βλέπουμε μέσα απ’ τα μάτια του συγγραφέα έχοντας -μέσω του γραπτού κειμένου- τη δυνατότητα να διεισδύσουμε στο ψυχικό του κόσμο, μα και να σεργιανίσουμε για λίγο στο μυαλό του.
Αυτό συμβαίνει και στο “Μικρό Χρονικό Τρέλας”.
Για ακόμα μια φορά, ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ έναν καυστικό, οξυδερκή κι εκ βαθέων αληθινό Πέτρο -όπως, φυσικά, είναι το πραγματικό του όνομα. Και διαβάζοντας το βιβλίο αυτό επιβεβαίωσα την αίσθηση μου που -έντονα- μού ψιθύριζε ότι ο ίδιος δε θ’ αποχωριστεί -καταπώς φαίνεται και, μάλιστα, ευτυχώς- ποτέ του τον αυτοσαρκασμό του.
Ο Πέτρος -προτιμώ ν’ αναφέρομαι σ’ εκείνον με το πραγματικό του όνομα- μέσα απ’ αυτό το έργο του, θαρρώ, πως, όχι μόνο αναμετρήθηκε -ίσως, για ακόμα μια φορά- με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά, κυρίως, φιλοδοξεί -τόσο συνειδητά όσο και υποσυνείδητα- να περάσει ένα -ακόμα- μήνυμα στο αναγνωστικό -του- κοινό. Ίσως, η τρέλα -λέξη π’ απασχολεί ιδιαίτερα τον ίδιο τον συγγραφέα, κυρίως, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου- δεν είναι και τόσο μακριά απ’ τον καθένα μας. Και, σαφώς, δεν είναι μια κατάσταση η οποία πρέπει να δαιμονοποιείται. Στον αντίποδα, επιβάλλεται, πλέον, να πάψει να δαιμονοποιείται. Αποτελεί κι αυτή μια πραγματικότητα που τής αξίζει μια ιδιαίτερη προσοχή και, φυσικά, καθόλου οίκτος -συναίσθημα, τ’ οποίο απουσιάζει απ’ τις αράδες του βιβλίου αυτού, συναίσθημα που ο ικανότατος αυτός συγγραφέας μ’ έκανε να μην το νιώσω ούτε για μια στιγμή.
Ο συγγραφέας, μέσα απ’ την προσέγγιση, την οποία ακολουθεί, επιδιώκει να μάς εντάξει στον κόσμο του, μα η μετάβασή μας επιθυμεί να γίνει με τέτοιο τρόπο που να μην μάς τρομάξει. Μ’ έναν πανέξυπνο, ίσως κι αβίαστο, θα έλεγε κανείς, δομημένο τρόπο ξετυλίγει το δικό του επώδυνο χρονικό, τ’ οποίο χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, από μια -παρά τις παύσεις για συγκεκριμένες αναφορές στο παρελθόν- ροή, η οποία συνεπαίρνει τον αναγνώστη, τόσο που ο ίδιος δεν έχει παρά να διαβάσει απνευστί, ακόμα, ένα πνευματικό έργο του δημιουργού.
Ο Πέτρος απογυμνώνει τον ίδιο του τον εαυτό μεταφέροντάς μας στο χωροχρόνο του ψυχικού του επεισοδίου μ’ όλες τις λεπτομέρειες που εκείνος κατάφερε να συγκρατήσει -δίχως ν’ αφαιρέσει το παραμικρό, όπως ο ίδιος έχει τονίσει- κάνοντας με τον τρόπο αυτό αισθητή τη διαφορά στην οπτική της αντίληψης των πραγμάτων αναφορικά με τα γεγονότα. Πώς ο Πέτρος -ή ο κάθε Πέτρος- βιώνει την πραγματικότητα εγκλωβισμένος στους σκοτεινούς και κρύους λαβυρίνθους της ψυχικής νόσου και πώς την αντιλαμβάνεται αργότερα, εκ των υστέρων, κοιτώντας τα γεγονότα -αν και βαθιά κι έντονα βιωμένα- από κάποια απόσταση και, κυρίως, κάτω απ’ το πέπλο της “λογικής”; Επιπρόσθετα, πώς αντιλαμβάνονται και βιώνουν αυτή την πραγματικότητα, τόσο οι οικείοι του ασθενούς, όσο και οι εξωτερικοί παρατηρητές που ουδεμία σχέση έχουν μ’ αυτόν που νοσεί; Αυτό το αυτοβιογραφικό πόνημα καταφέρνει να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στις δυο εκ διαμέτρου αντίθετες, τις δυο απόλυτα πολωτικές καταστάσεις που είναι πιθανό να βιώσει μια ανθρώπινη Ψυχή, ένα ανθρώπινο μυαλό.
Ο Πέτρος έχει καταφέρει ν’ αποδώσει την πραγματικότητα που βίωσε ο ίδιος προσωπικά και, κατ’ επέκταση, την πραγματικότητα που βιώνουν όλοι οι ψυχικά ασθενείς με τρόπο τέτοιο που δε “βαραίνει” τον αναγνώστη, διότι έχει κατορθώσει να τον πληροφορήσει για τον ιδιαίτερο και πολύπλοκα διαμορφωμένο ψυχισμό των ασθενών μέσα από μια τεχνική που ο ίδιος κατέχει και, παράλληλα, γνωρίζει να χειρίζεται πολύ καλά. Μα, φυσικά, αναφέρομαι στο χιούμορ! Προς αποφυγήν δραματικών εξάρσεων, ο Πέτρος έχει -με μια ιδιαίτερη, αλλά, συνάμα, και τόσο αβίαστη μαεστρία- πλέξει το δράμα και το γέλιο σε μια προσπάθεια αποφόρτισης τ’ αναγνωστικού κοινού. Οι αυξομειώσεις είναι έντονες. Στη διάρκεια της ανάγνωσης του “Μικρού Χρονικού Τρέλας” θα πιάσετε τον εαυτό σας να συνθλίβεται απ’ την εναλλαγή των συναισθημάτων. Άλλοτε θα χαμογελάτε, άλλοτε θα γελάτε κι άλλοτε τα γέλια αυτά θα τα διαδέχονται δάκρυα. Όχι δάκρυα οίκτου. Δάκρυα συνειδητοποίησης. Και το πιο σοκαριστικό συναίσθημα θα το νιώσετε, όταν θα πιάσετε τον εαυτό σας και να κλαίει και να γελά, ταυτόχρονα!
Ο Πέτρος έχει μια δυνατή, μια ξεχωριστή πένα. Ξέρει να κερδίζει τον αναγνώστη και, κυρίως, να ξετυλίγει τη σκέψη του με τρόπο που γίνεται απίστευτα κατανοητός και καθηλωτικός την ίδια στιγμή.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα απ’ τα ελάχιστα μέσω του οποίου ο συγγραφέας του τολμά να μιλήσει ανοικτά για τις ψυχικές ασθένειες προσπαθώντας να καταρρίψει μύθους και στερεότυπα και να υπογραμμίσει μ’ απλούς όρους την πραγματικότητα που μαστίζει τους ασθενείς, οι οποίοι χρήζουν ενδιαφέροντος και φροντίδας κι όχι αποξένωσης και μίσους. Ο ίδιος, όπως έχει πει, θέλει να εξαλειφθεί το στίγμα που συνοδεύει τις ψυχικές ασθένειες, τις ψυχικές διαταραχές. Δεν είναι οι ίδιοι οι ασθενείς υπαίτιοι της κατάστασης που βιώνουν και, φυσικά, δεν επιλέγουν να ζήσουν αυτήν την πραγματικότητα. Ο Πέτρος επιθυμεί -και μέσω του βιβλίου του στοχεύει- αφενός στο ν’ ανακουφιστούν όσοι βίωσαν ή βιώνουν τα όσα κι ο ίδιος έζησε και να πάψουν να επιφορτίζουν τον εαυτό τους με τύψεις, ενοχές και ντροπή μέσα απ’ τη συνειδητοποίηση του ότι δεν είναι οι μόνοι που πάσχουν, που νοσούν, που υποφέρουν κι αφετέρου στο να ενημερώσει και να προβληματίσει όσους δεν έχουν -ευτυχώς- κληθεί να σεργιανίσουν στις δαιδαλώδεις διαδρομές των ψυχικών νόσων. Ο Πέτρος, για ακόμα μια φορά, σπάει τα δεσμά και προσπαθεί ν’ αφαιρέσει την έντονα αρνητική και σκούρα απόχρωση που συνοδεύει τις ψυχικές ασθένειες μέσα από ένα λόγο και μια ιστορία -τη δική του βιωμένη ιστορία- που στόχο έχουν να κάνουν σαφές στο αναγνωστικό κοινό -και πολύ περισσότερο στους ανθρώπους γενικότερα- ότι μια ψυχική νόσος δεν είναι ούτε έγκλημα, ούτε αμαρτία και, κυρίως, επιλογή, αλλά είναι μια πάθηση, όπως κι όλες οι άλλες που χρήζουν θεραπείας -ιατρικής μεν, μα, κυρίως, κοινωνικής. Στις ψυχικές νόσους δεν είναι το σώμα που πλήττεται, μα το πνεύμα και η Ψυχή. Οι ασθενείς υποφέρουν και τις περισσότερες φορές βουβά εξαιτίας της προκατάληψης, της παραπληροφόρησης και της ελλιπούς ενημέρωσης που υπάρχει γύρω απ’ τις ψυχικές ασθένειες. Ο Πέτρος προσπαθεί να βγάλει ακόμα κι απ’ τις ψυχικές νόσους, ακόμα κι απ’ αυτές τις ζόρικες ασθένειες -που μέσα στο βιβλίο, προφανώς, και δεν ωραιοποιεί- ένα κάποιο χρώμα, κάτι θετικό, τ’ οποίο ο ασθενής να τ’ αρπάξει και να οδηγηθεί προς το δικό του φωτεινό δρόμο, τη δική του λύτρωση, την αρχή ή τη συνέχεια μιας υγιούς Ζωής.
Χωρίς να κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις, χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις, ο Πέτρος αναμετριέται με τις ασθένειες συμβάλλοντας στην αρχή για μια ανοικτή συζήτηση αναφορικά μ’ αυτές. Τόσο ο ίδιος ο ασθενής, όσο και οι οικείοι του βιώνουν δύσκολες καταστάσεις που, όμως, μπορούν να οδηγηθούν σε μια ομαλότητα, όταν και η κοινωνία εκπολιτιστεί και, κυρίως, ευαισθητοποιηθεί, πλέον, αναφορικά μ’ αυτό το θέμα κατανοώντας ότι οι ψυχικές ασθένειες δεν είναι ο “κακός ο δράκος”, αλλά παθήσεις που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, παθήσεις που επιδέχονται θεραπείας, παθήσεις που μπορούν να νικηθούν.
Αν κάτι, ωστόσο, με προβληματίζει, αν πρέπει οπωσδήποτε να βρω ένα ψεγάδι, τότε αυτό θα ήταν η ακριβής και λεπτομερής αναφορά συγκεκριμένων πραγμάτων και καταστάσεων στη διάρκεια την εκτύλιξης του ψυχωτικού επεισοδίου. Υπήρχαν, όντως, τόσες διαυγείς εξάρσεις παρόλη τη “θολούρα” και το παραλήρημα που συνόδευε το ψυχωτικό επεισόδιο ή, απλά, ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να πλέκει τ’ αληθινό με το μύθο παράγοντας ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα; Όπως και να έχει, ο Πέτρος μάς έφερε σ’ άμεση -μέσω αυτού του βιβλίου του- επαφή με το δικό του “Μικρό Χρονικό Τρέλας” δείχνοντας με τρόπο σαφή κι αφοπλιστικό ότι η Ζωή δεν είναι εύκολη για όλους. Κάποιοι την αφήνουν και προσπερνά αδιάφορα και κάποιοι μάχονται με νύχια και με δόντια, για να κρατηθούν σ’ αυτήν. Κι εκείνος, χάρη στους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν με στοργή κι έδειξαν επιμονή και υπομονή -απαραίτητα όπλα για την αντιμετώπιση των ψυχικών ασθενειών τόσο απ’ την πλευρά των ασθενών όσο κι απ’ αυτήν όλων όσων συναποτελούν μέρος της θεραπείας-, μα, κυρίως, χάρη στα δικά του ψυχικά αποθέματα, κατάφερε να κρατηθεί σ’ αυτήν ζώντας και δημιουργώντας αχόρταγα.
Κι όλα αυτά με φόντο την Αθήνα, μια πόλη που, το δίχως άλλο, φιλοξενεί στα σπλάχνα της αρκετή δόση τρέλας.
Εν κατακλείδι, το “Μικρό Χρονικό Τρέλας” θα το χαρακτήριζα ως ένα “Μεγάλο Διαμάντι” π’ αξίζει λίγο απ’ το χώρο της βιβλιοθήκης σας.