Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου “Τα Πρωτοβρόχια” του Σπύρου Κιοσσέ των εκδόσεων “Μεταίχμιο” κι ομολογώ ότι εξεπλάγην… ευχάριστα!
Το βιβλίο κινείται στην λογική των μικρών κεφαλαίων γεγονός που το καθιστά ευκολοδιάβαστο, δεδομένου ότι ο αναγνώστης νιώθει (σα) να διαβάζει μικρές θεατρικές πράξεις, (σα) να παρακολουθεί μικρά αυτοτελή επεισόδια της ζωής του πρωταγωνιστή.
Τα μικρά αυτά επεισόδια, ωστόσο, συνθέτουν στην ολότητά τους την πορεία της εξέλιξης της ζωής του Τάσου, του πρωταγωνιστή, που βήμα – βήμα, κυρίως μέσα απ’ τις διηγήσεις της γιαγιάς του, και με μια δόση μικρής δραματουργίας, οδηγούν τον αναγνώστη στην κορύφωση και στην αποκάλυψη μιας αλήθειας ικανής να “ταράξει” τα νερά της παιδικότητας και -γιατί όχι;- ίσως και της ενήλικης ζωής του πρωταγωνιστή.
Η αφήγηση είναι άμεση, γρήγορη, ανάλαφρη. Αν και περιγράφονται, ενίοτε, θλιβερά γεγονότα, κάτω απ’ το πρίσμα της παιδικής περιγραφής καθίστανται αστεία. Ο συγγραφέας κάνει παιχνίδια με τον χρόνο. Πάει τον αναγνώστη μπροστά, πίσω και πάλι μπροστά. Αλλά εκείνος δεν κουράζεται. Έχει αφεθεί στην διαδρομή και το ταξίδι.
Τ’ ανάγνωσμα είναι χαλαρό, ρέει. Ξεχειλίζει από νοσταλγία, μεταφέρει τον αναγνώστη σε μιαν άλλη εποχή, σε μια εποχή και μια δεκαετία που, αν δεν την έχει ζήσει, τότε δε μπορεί να νιώσει στο 100% την δυναμική των γραφομένων του συγγραφέα. Το βιβλίο βρίθει από μνήμες της παιδικής μας ηλικίας, από μυρωδιές, γεύσεις, εικόνες μιας εποχής που έχει παρέλθει. Πώς αλλιώς μπορεί να νιώσει κανείς, όταν διαβάζει ότι ο πιτσιρικάς Τάσος και οι φίλοι του τρώνε νισεστέ (γλυκό) στα σκαλιά του σπιτιού του φίλου του κοιτάζοντας τους περαστικούς και τους γείτονες που περιδιαβαίνουν; Πιο πιθανό είναι την σημερινή εποχή να δει κανείς πιτσιρίκια να γλύφουν ένα χωνάκι παγωτό, βυθισμένα στο τηλέφωνο, όχι χαζεύοντας τους περαστικούς αλλά πέφτοντας πάνω τους.
Η πλοκή είναι έξυπνη, ευφυέστατη. Το πρωτοπρόσωπο της αφήγησης κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως εισβάλλει στις σελίδες του ημερολογίου του Τάσου.
Προσωπικά, ένιωθα πως ένα μικρό παιδί μού διάβαζε, με την γλυκύτητα της φωνής του, την ιστορία περιγράφοντας τα τεκταινόμενα της τότε εποχής και κοινωνίας μέσα απ’ το πρίσμα της δικής του παιδικής αντίληψης. Ακόμα και οι υπαινιγμοί γίνονται με τρόπο αθώο και παιχνιδιάρικο.
Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο είναι συγκινητικό. Καθηλώνει χωρίς γλαφυρές και πομπώδεις περιγραφές. Μ’ απλά λόγια. Κι αυτό, από μόνο του, λέει πολλά για το ταλέντο του κυρίου Κιοσσέ.
Δε θέλω να πω περισσότερα. Θέλω, όμως, να σάς προτρέψω να διαβάσετε τα “Πρωτοβρόχια” του Σπύρου Κιοσσέ, διότι θεωρώ ότι αποτελεί ένα απ’ τα βιβλία που καλό θα ήταν να καταλάμβανε λίγο απ’ τον χώρο της βιβλιοθήκης σας.