Τον ευχαριστώ, γιατί συντρόφευσε την εφηβεία μου με ήχους όμορφους, που έγιναν αναμνήσεις όλων των αισθήσεων. Τους ήχους που έβγαιναν από το πιάνο του, δεν τους άκουγες μόνο, τους έβλεπες, τους μύριζες, τους έβλεπες να κινούνται.
Τον ευχαριστώ, γιατί μου έδειξε πως να έχεις αυτοπεποίθηση με ευγένεια, πως να ξέρεις ποιος είσαι δίχως να είσαι αλαζόνας. Αφού όταν μετά από μια φιλοφρόνηση μου στο διάλειμμα του πρώτου μέρους του προγράμματος του, αποκαλώντας τον τρομερό, μου είπε πως στο δεύτερο μέρος θα είναι ΤΡΟΜΕΡΟΤΕΡΟΣ…και ήταν!
Τον ευχαριστώ, γιατί με έφερε με τον τρόπο του, πιο κοντά στον πατέρα μου, αφού μοιραστήκαμε κοινές εξόδους και την ευκαιρία να πιούμε από τις πρώτες (δικές μου) φορές ένα ποτηράκι, είτε πηγαίνοντας να τον δούμε από κοντά, είτε σε ένα απλό μεράκλωμα στο σπίτι ένα Σάββατο απόγευμα.
Τον ευχαριστώ που με έκανε να δακρύσω και να σηκωθώ αυθόρμητα από την καρέκλα μου όταν για πρώτη φορά άκουσα τους δικούς του νάνους. Ακόμα κι αν τότε, δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω τι έλεγε ο Καββαδίας στους στίχους του.
Τον ευχαριστώ που σε κάθε του συναυλία μού έκανε κι ένα μάθημα ζωής, από αυτά που κάνουν τους όψιμους ”life coaches” να ντρέπονται.
Τον ευχαριστώ για τα τραγούδια του που με συνόδευσαν πολλές νύχτες, και τους ήρωες του Καββαδία που μου έκαναν παρέα με τον τρόπο τους.
Τον ευχαριστώ, που ”μου” είπε να χορέψω πάνω στο φτερό του καρχαρία και να φτάσω στα όρια μου.
Τον ευχαριστώ που μου ”γνώρισε” τον Μπέρτολ Μπρεχτ.
Τον ευχαριστώ για τον κόσμο που ονειρεύτηκε.
Τον ευχαριστώ γιατί τελικά τα στερνά τιμούν τα πρώτα, και δεν ξεμωραίνονται όλοι…
Τον ευχαριστώ γιατί με έκανε να πω : ”Ρε μαλάκα θα τον νικήσει τον πούστη τον καρκίνο…”
Όμως τον ευχαριστώ περισσότερο γιατί μου έδειξε πώς κέρδισε τη ζωή…και αυτό έχει σημασία.
Μέχρι να ψαρέψει ο ποιητής και μέχρι να γράψει ο ψαράς ποιήματα…μέχρι τότε Θάνο…
Καλή αντάμωση.
Γεννήθηκα στις 13 Απριλίου 1947.
Μια μέρα του 1951,
επισκέφτηκα τη θεία μου που ήταν καθηγήτρια πιάνου.
Με πήρε αγκαλιά και μου είπε:
”Θανασάκη, σήμερα αποφάσισα να παίξω για σένα.”
Κάθισε στο πιάνο, άρχισε να παίζει ένα κομμάτι,
γυρίζει κάποια στιγμή προς το μέρος μου
και βλέποντάς με να την κοιτώ αποσβολωμένος, μου λέει:
”Τώρα θα παίξεις εσύ.”
Με καθίζει στο πιάνο και βάζει το δεξί μου χέρι στα πλήκτρα του.
Από πάνω του τοποθετεί το δικό της και αρχίζει να καθοδηγεί
το κάθε μου δάχτυλο ώστε να παίξει την αρχική μελωδία.
Έτσι ξεκίνησε όλη μου η περιπέτεια.
Ήρθα σε επαφή με τη μουσική τεσσάρων χρονών,
μπήκα με τα μπούνια στην κλασσική,
δηλαδή Μπαχ, Μπετόβεν, Μότσαρτ, Χάυδν, Ντεμπυσσύ
και μέχρι τα δώδεκα, που ήμουν προ του πτυχίου,
έδινα συναυλίες στο πλαίσιο του ωδείου
αλλά και σε προγράμματα επαγγελματικών συναυλιών.
Χωρίς τη μουσική, δεν ξέρω τι θα ήμουν. Όλη μου η ζωή ήταν η μουσική.
Κοιτάω ένα φιλμ στον κινηματογράφο.
Όσο ενδιαφέρον κι αν είναι, υπάρχει περίπτωση,
να σκέφτομαι που άφησα το χαρτί με την παρτιτούρα.
Η γυναίκα μου, παρότι προπονημένη, ακόμη με ρωτάει:
Που είναι το μυαλό σου;”
Μου λένε:
”Καλά ρε συ Θάνο, την ώρα που σε βλέπουμε να παίζεις στο πιάνο,
κλείνεις τα μάτια σου και χάνεσαι, απογειώνεσαι,
και απογειωνόμαστε κι εμείς.
Και τους απαντώ:
”Μπορεί εκείνη την ώρα πραγματικά να χάνομαι,
αλλά για να φτάσω σ’ αυτό το σημείο της απογείωσης,
έχω περάσει σκληρή πειθαρχεία.
Για παράδειγμα, για να γραφτεί η μουσική για την παράσταση
”Η επιστροφή της Ελένης” πέρασα 20ωρα επί 9 μήνες.
Θα τα κατάφερνα χωρίς να έχω τρομακτική πειθαρχία;
Μου αρέσει ένα χωριό στην Κρήτη, απέναντι από το Λιβυκό πέλαγος
που κάναμε ένα σπίτι πριν μερικά χρόνια
και εκεί μπορείς να συνομιλείς με τον χρόνο. Χρόνος ίσον θάνατος.
Παρουσία του αέναου Λιβυκού μου αρέσει να συνομιλώ μαζί του.
Μου λέει: ”Θα σε κερδίσω, όπως τους κερδίζω όλους.”
Και του απαντώ:
”Το ξέρω,
και προετοιμάσου για τα επόμενα χτυπήματα που εγώ θα σου δώσω
μέχρι να με ρίξεις κάτω.”
Κι όταν με ρίξει κάτω,
θα ήθελα όλα τα δικά μου πρόσωπα να φοράνε λευκά.
Όλη μου τη ζωή έπαιζα μουσική ντυμένος στα μαύρα,
τώρα θα ήθελα στα λευκά”.
Θάνος Μικρούτσικος